Τι πραγματικά θέλει ο Πούτιν στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι πραγματικά θέλει ο Πούτιν στην Ουκρανία

Η Ρωσία επιδιώκει να σταματήσει την επέκταση του ΝΑΤΟ, όχι να προσαρτήσει περισσότερο έδαφος

Υπάρχει σημαντική ασυμμετρία στην σημασία που αποδίδουν η Δύση και η Ρωσία στην Ουκρανία. Η Δύση όντως πρόσφερε την προοπτική να γίνει η χώρα μέλος του ΝΑΤΟ το 2008, αλλά χωρίς επίσημο χρονοδιάγραμμα για ένταξη. Μετά το 2014 -όταν η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία [2] από την Ουκρανία και άρχισε να υποστηρίζει φιλορώσους μαχητές στην περιοχή της Ντονμπάς- έγινε δύσκολο να δει κάποιος το πώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα επέτρεπε στην Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Εξάλλου, θα υπήρχε μικρή δημόσια υποστήριξη στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ανάπτυξη στρατευμάτων που θα πολεμούσαν για την Ουκρανία. Η Ουάσιγκτον έχει «φορτωθεί» με μια υπόσχεση προς το Κίεβο που και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να τηρήσει. Η Ρωσία, αντίθετα, αντιμετωπίζει την Ουκρανία ως ζωτικό συμφέρον εθνικής ασφάλειας και έχει δηλώσει την ετοιμότητά της να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία εάν αυτό το συμφέρον απειληθεί. Αυτή η ανοιχτότητα στην δέσμευση στρατευμάτων και η γεωγραφική εγγύτητα με την Ουκρανία δίνουν στη Μόσχα ένα πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι επίκειται ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Παρά την τάση των Δυτικών μέσων ενημέρωσης να απεικονίζουν τον Πούτιν ως απερίσκεπτο, στην πραγματικότητα είναι προσεκτικός και μεθοδικός [3], ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την χρήση βίας. Ο Πούτιν δεν αποφεύγει τον κίνδυνο -οι επιχειρήσεις στην Τσετσενία, την Κριμαία, και την Συρία το αποδεικνύουν- αλλά στο μυαλό του, το όφελος πρέπει να υπερβαίνει το κόστος. Δεν θα εισβάλει στην Ουκρανία απλώς και μόνο λόγω των Δυτικών προσανατολισμών των ηγετών της.

Τούτου λεχθέντος, υπάρχουν ορισμένα σενάρια που θα μπορούσαν να εξωθήσουν το Κρεμλίνο να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία. Το 2018, ο Πούτιν δήλωσε δημόσια ότι μια ουκρανική απόπειρα να ανακτήσει εδάφη στην περιοχή της Ντονμπάς [4] με την βία, θα εξαπέλυε μια στρατιωτική απάντηση. Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο για αυτό: το 2008, η Ρωσία απάντησε στρατιωτικά σε μια γεωργιανή επίθεση στην αποσχισθείσα δημοκρατία της Νότιας Οσετίας. Μια άλλη ρωσική κόκκινη γραμμή είναι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή η τοποθέτηση Δυτικών στρατιωτικών βάσεων και οπλικών συστημάτων μεγάλης εμβέλειας στο έδαφός της. Ο Πούτιν δεν θα υποχωρήσει ποτέ σε αυτό το σημείο. Προς το παρόν, ωστόσο, δεν υπάρχει σχεδόν καμία υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα μέλη του ΝΑΤΟ για την ένταξη της Ουκρανίας στην συμμαχία. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2021, αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ είπαν στην Ουκρανία ότι η ένταξη αυτής της χώρας στο ΝΑΤΟ είναι απίθανο να εγκριθεί την επόμενη δεκαετία.

Εάν το ΝΑΤΟ επρόκειτο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στα ανατολικά κράτη-μέλη, αυτό θα μπορούσε να στρατιωτικοποιήσει περαιτέρω τη νέα διαχωριστική γραμμή στην Ευρώπη, που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών συνόρων της Ρωσίας και της Λευκορωσίας. Η Ρωσία θα μπορούσε να προκληθεί να τοποθετήσει περισσότερους πυραύλους μικρού βεληνεκούς στο Καλίνινγκραντ -το μη όμορο, δυτικότερο τμήμα της Ρωσίας που είναι στριμωγμένο ανάμεσα στην Πολωνία και την Λιθουανία. Μια στενότερη στρατιωτική συμμαχία με την Λευκορωσία θα μπορούσε να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην Ουκρανία. Η Μόσχα θα μπορούσε επίσης να αναγνωρίσει τις αυτοαποκαλούμενες «λαϊκές δημοκρατίες» της Ντόνετσκ και της Λουχάνσκ και να τις ενσωματώσει σε μια νέα γεωπολιτική οντότητα με την Ρωσία και την Λευκορωσία.

Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων θα μπορούσαν να αντηχήσουν πέρα από την Ευρώπη. Για να αντιμετωπίσει τις πιο δραστικές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κυρώσεις της Δύσης, είτε εν όψει μιας ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είτε ως συνέπεια αυτής, η Μόσχα ίσως χρειαστεί να στηριχθεί στο Πεκίνο, το οποίο βρίσκεται επίσης υπό την αυξανόμενη πίεση των ΗΠΑ. Οι πρόεδροι Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ συζητούν ήδη οικονομικούς μηχανισμούς για την προστασία των χωρών τους από τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Σε αυτή την περίπτωση, η προγραμματισμένη επίσκεψη του Πούτιν στην Κίνα για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες τον Φεβρουάριο του 2022 μπορεί να αποδειχθεί κάτι περισσότερο από μια εθιμοτυπική επίσκεψη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν τότε να δουν την τρέχουσα σινορωσική [5] σύμπνοια να μετατρέπεται σε μια πιο στενή συμμαχία. Η οικονομική, τεχνολογική, χρηματοοικονομική, και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο δυνάμεων θα φτάσει σε νέα επίπεδα.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΕΥΘΥΝΩΝ

Η απειλή του Πούτιν να καταφύγει στην βία προέρχεται από την απογοήτευσή του για μια καθηλωμένη διπλωματική διαδικασία. Η προσπάθεια του Κρεμλίνου να δελεάσει τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ώστε να συνάψει μια συμφωνία για τη Ντονμπάς -η οποία φαινόταν πολλά υποσχόμενη μόλις στα τέλη του 2019- απέβη άκαρπη. Ο Ζελένσκι, ο οποίος κέρδισε την προεδρία με σαρωτική νίκη κατεβαίνοντας στις εκλογές ως ο υποψήφιος για την ειρήνη, είναι ένας εξαιρετικά απρόβλεπτος ηγέτης. Η απόφασή του να χρησιμοποιήσει οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Ντονμπάς το 2021 κλιμάκωσε τις εντάσεις με τη Μόσχα σε μια εποχή που η Ουκρανία δεν είχε την πολυτέλεια να προκαλέσει τον γείτονά της.

Δεν είναι μόνο η ουκρανική ηγεσία που η Μόσχα θεωρεί προβληματική. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν αποτύχει στις προσπάθειες για μια διπλωματική λύση στο αδιέξοδο Ρωσίας-Ουκρανίας. Οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι ήταν οι εγγυητές των συμφωνιών του Μινσκ του 2014 και του 2015, που υποτίθεται ότι θα έφερναν ειρήνη στην περιοχή, απέτυχαν να πιέσουν τους Ουκρανούς να συνάψουν συμφωνία. Ο Γερμανός πρόεδρος, Frank-Walter Steinmeier, τότε υπουργός Εξωτερικών, δεν μπόρεσε καν να κάνει το Κίεβο να δεχθεί έναν συμβιβασμό που θα επέτρεπε την διεξαγωγή εκλογών στην περιοχή της Ντονμπάς. Τον περασμένο Νοέμβριο, οι Ρώσοι έφτασαν στο σημείο να δημοσιεύσουν προσωπική διπλωματική αλληλογραφία μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών τους, Σεργκέι Λαβρόφ, και του Γάλλου και του Γερμανού ομολόγου του για να δείξουν το πώς οι Δυτικές δυνάμεις συντάχθηκαν πλήρως με την στάση της ουκρανικής κυβέρνησης.