Η Ρωσία νομίζει ότι η Αμερική μπλοφάρει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ρωσία νομίζει ότι η Αμερική μπλοφάρει

Για να αποτρέψουν μια εισβολή στην Ουκρανία, οι απειλές της Ουάσιγκτον πρέπει να είναι πιο ισχυρές
Περίληψη: 

Εάν ο Μπάιντεν θέλει στα σοβαρά να χρησιμοποιήσει κυρώσεις για να διαμορφώσει τους υπολογισμούς της Ρωσίας, η κυβέρνησή του θα πρέπει να κατονομάσει τις ρωσικές τράπεζες που θα έβαζε στη μαύρη λίστα, τις συγκεκριμένες συναλλαγές που θα απαγόρευε, και τις εταιρείες που θα κινδύνευαν να χρεοκοπήσουν.

Ο CHRIS MILLER είναι επίκουρος καθηγητής στο Fletcher School και επισκέπτης συνεργάτης στην έδρα Jeane Kirkpatrick στο American Enterprise Institute.

Καθώς ξεκινούν οι συνομιλίες μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων διπλωματών στην Γενεύη σχετικά με την μοίρα της Ουκρανίας, η Ευρώπη βρίσκεται στο χείλος του πολέμου. Η στρατηγική των ΗΠΑ είναι να διαπραγματευθούν με την Ρωσία, ενώ απειλούν με «καταστροφικές» [1] κυρώσεις εάν ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, αποφασίσει να εισβάλει στον ανατολικό γείτονα της χώρας του. Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν έχουν σκιαγραφήσει ένα εύρος κυρώσεων [2] που θα μπορούσαν να επιβάλουν στο Κρεμλίνο, από την στόχευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ρωσίας έως τον περιορισμό της ικανότητάς της να εισάγει τεχνολογία.

12012022-1.jpg

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, μιλά στην Ουάσιγκτον, τον Ιανουάριο του 2022. POOL / Reuters
----------------------------------------------

Αλλά η απειλή της Δύσης για οικονομικές κυρώσεις μπορεί να λειτουργήσει μόνο εάν τα προτεινόμενα μέτρα θα καθιστούσαν την ρωσική στρατιωτική δράση κατά της Ουκρανίας αρκετά δαπανηρή ώστε να αλλάξει τον υπολογισμό κόστους-οφέλους του Κρεμλίνου. Ο Πούτιν, ωστόσο, αντιλαμβάνεται την Ουκρανία ως κρίσιμη για το καθεστώς της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης και για την δική του προσωπική κληρονομιά. Έτσι, για να λειτουργήσουν οι κυρώσεις, πρέπει να είναι πιο δαπανηρές από το τεράστιο όφελος που αντιλαμβάνεται [ότι θα έχει] ο Πούτιν ελέγχοντας την Ουκρανία.

Ετούτο δεν φαίνεται πιθανό: ειδικά, αφότου οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν κλιμάκωσαν τις απειλές τους, το χρηματιστήριο της Ρωσίας και το νόμισμά της υποχώρησαν οριακά. Η συλλογική αδιαφορία των αγορών αντικατοπτρίζει την άποψη του Κρεμλίνου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υλοποιήσουν τις σκληρές κυρώσεις που έχουν συζητήσει. Οι Ρώσοι πολιτικοί γνωρίζουν ότι πολλές από τις τακτικές που θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά την Ρωσία -όπως ο περιορισμός των εξαγωγών ρωσικών εμπορευμάτων ή η [τοποθέτηση] ρωσικών τραπεζών σε μαύρη λίστα- θα ήταν δαπανηρές και για την Δύση, καθιστώντας αβέβαιο εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν θα υλοποιούσε αυτές τις απειλές. Τέλος, οι οικονομικά σκληρές κυρώσεις θα απαιτήσουν την συγκατάβαση της Κίνας [3], και αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια σειρά από άλλα προβλήματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΟΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΑΓΚΩΝΟΥΝ

Στο παρελθόν, ο Πούτιν έχει αποδείξει ότι είναι πρόθυμος να υπομείνει μετρίως δαπανηρές κυρώσεις στην επιδίωξη να αποκαταστήσει την κυριαρχία της Ρωσίας στα πρώην κράτη-δορυφόρους της. Αφότου η Ρωσία άρπαξε την Κριμαία και κατέλαβε μέρος της περιοχής Ντονμπάς της Ουκρανίας το 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη επέβαλαν περιορισμούς σε πολλές μεγάλες ρωσικές εταιρείες, στερώντας τους την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, κάτι που, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund), μείωσε το ΑΕΠ της Ρωσίας κάπου μεταξύ 1,0% και 1,5%. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απαγόρευσαν επίσης στις επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται στην Κριμαία και απαγόρευσαν την εξαγωγή συγκεκριμένων τεχνολογιών εξόρυξης πετρελαίου, γεγονός που μείωσε την ρωσική παραγωγή πετρελαίου, αλλά όχι κατά πολύ. Το Κρεμλίνο [4] συμπέρανε ότι αυτό ήταν ένα εύλογο τίμημα για την Κριμαία και τη Ντονμπάς και δεν σχεδιάζει να επιστρέψει κανένα από τα δύο εδάφη, ανεξάρτητα από το πόσο καιρό αυτές οι κυρώσεις παραμένουν σε ισχύ.

Αυτή την φορά, η Ρωσία έχει βάλει ακόμα υψηλότερους στόχους. Αντί να προσπαθεί να αρπάξει δύο κομμάτια ουκρανικού εδάφους, θέλει να εξαναγκάσει ολόκληρη την χώρα να επιστρέψει στην δική της σφαίρα ελέγχου. Για να το κάνει αυτό, η Ρωσία έχει συγκεντρώσει μια τεράστια δύναμη εισβολής στα σύνορα της Ουκρανίας, μια [δύναμη] ικανή να διαπεράσει τις ουκρανικές άμυνες μέχρι το Κίεβο. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία διατηρεί την ικανότητα να εξαπολύσει πυραυλικές επιθέσεις και αεροπορικές επιδρομές σε στόχους σε ολόκληρη την Ουκρανία. Εάν το Κρεμλίνο πίστευε ότι το 1% του ΑΕΠ του ήταν ένα εύλογο τίμημα για την Κριμαία και τη Ντονμπάς, σίγουρα θα ήταν διατεθειμένο να πληρώσει περισσότερα για να αποκτήσει την υπόλοιπη χώρα.

Ο Μπάιντεν λέει ότι είναι έτοιμος να επιβάλει «καταστροφικό» οικονομικό κόστος εάν η Ρωσία εισβάλει. Η κυβέρνησή του έχει απειλήσει με μια «απάντηση υψηλού αντίκτυπου και γρήγορης δράσης» [5] σε κυρώσεις, είπε πρόσφατα ένας αξιωματούχος στην [εφημερίδα] New York Times. Αλλά ακόμη και οι πιο λεπτομερείς δηλώσεις από αξιωματούχους της κυβέρνησης έχουν εστιάσει στα βήματα που ενδέχεται να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά σε εκείνα στα οποία θα δεσμευθούν. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν συζητήσει αυστηρά μέτρα, όπως η αποκοπή της Ρωσίας από την Εταιρεία Παγκόσμιας Διατραπεζικής Χρηματοοικονομικής Τηλεπικοινωνίας (Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication, SWIFT), αλλά αυτό θα απαιτούσε την ευρωπαϊκή υποστήριξη και ως εκ τούτου ίσως είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, μολονότι κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν δηλώσει ότι είναι ανοιχτοί στο να εξετάσουν τέτοια μέτρα.

Η υπόσχεση της Ουάσιγκτον να εργαστεί με τους συμμάχους της για τις κυρώσεις, εν τω μεταξύ, ίσως θεωρηθεί ως ένδειξη αδυναμίας και όχι δύναμης. Η υποταγή στους συμμάχους -ιδίως στην Γερμανία- είναι αυτή που οδήγησε τον Μπάιντεν να αρνηθεί να επιβάλει κυρώσεις στον αγωγό Nord Stream 2 (ο οποίος μεταφέρει φυσικό αέριο από την Ρωσία στην Γερμανία) νωρίτερα το 2021. Τώρα, η Γερμανία και η Γαλλία αντιστέκονται στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διευκρινίσουν ποιες κυρώσεις θα επιβάλουν εάν ο Πούτιν εισβάλει στην Ουκρανία. Ο νέος Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, ξεκίνησε την πρωθυπουργία του με μια έκκληση για διάλογο με τη Μόσχα, που στην γερμανική διπλωματική γλώσσα πολύ συχνά σημαίνει «παραχωρήσεις». Οι Δυτικοί σύμμαχοι στέλνουν επικίνδυνα αντιφατικά μηνύματα για την προθυμία τους να επιβάλουν οτιδήποτε πέρα από μια ελαφριά οικονομική τιμωρία.