Όταν οι κόκκινες γραμμές αποτυγχάνουν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν οι κόκκινες γραμμές αποτυγχάνουν

Η υπόσχεση και ο κίνδυνος των απειλών που διατυπώνονται δημοσίως
Περίληψη: 

Οι κόκκινες γραμμές προκαλούν ψυχολογικές απαντήσεις από τους στόχους τους, που υπονομεύουν τις δικές τους πιθανότητες επιτυχίας. Οι ηγέτες, όπως κι οι άλλοι άνθρωποι, εκτιμούν την αυτονομία τους. Θυμώνουν με την χειραγώγηση και τον εξαναγκασμό. Ένας τρόπος για να διατηρήσουν μια αίσθηση αυτονομίας είναι να κάνουν ακριβώς αυτό που έχει απαγορευτεί.

Ο DAN ALTMAN είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Georgia.
Η KATHLEEN E. POWERS είναι επίκουρη καθηγήτρια Διακυβέρνησης στο Κολλέγιο Dartmouth.

Με την Ρωσία να συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορά της με την Ουκρανία και προφανώς να προετοιμάζεται για εισβολή, η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει αντιμετωπίσει επίμονα ερωτήματα σχετικά με τις κόκκινες γραμμές της σε αυτή την σύγκρουση. Ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν αποφύγει να διευκρινίσουν πόση ακριβώς ρωσική επιθετικότητα είναι υπέρμετρη, αλλά έχουν δηλώσει σαφώς ότι μια στρατιωτική εισβολή θα πυροδοτούσε «τεράστιες» οικονομικές συνέπειες για τη Μόσχα.

03022022-1.jpg

Ο Μπάιντεν και ο Πούτιν συναντώνται στην Γενεύη, τον Ιούνιο του 2021. Guo Chen Xinhua / eyevine / Redux
-------------------------------------------------

Η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει ομοίως δύσκολα ερωτήματα σχετικά με τις κόκκινες γραμμές της έναντι άλλων ανερχόμενων ή ρεβιζιονιστικών δυνάμεων. Καθώς η στρατιωτική ισορροπία ισχύος μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν μετατοπίζεται προς όφελος της Κίνας, ορισμένοι έχουν καλέσει την κυβέρνηση Μπάιντεν να τερματίσει τη μακροχρόνια πολιτική στρατηγικής ασάφειας των ΗΠΑ [1] και να δεσμευθεί σαφώς στο να υπερασπιστεί την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής εισβολής. Και στη Μέση Ανατολή, το Ιράν πλησιάζει αθόρυβα στο να είναι ικανό να κατασκευάσει ένα πυρηνικό όπλο καθώς οι ελπίδες για μια νέα συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες κρέμονται από μια κλωστή, εγείροντας το ερώτημα εάν η Ουάσιγκτον πρέπει να χαράξει μια νέα κόκκινη γραμμή για τον εμπλουτισμό ουρανίου [2 ].

Σε έκαστη των περιπτώσεων, είναι σαφές ένα πιθανό μειονέκτημα της επικοινωνίας καλώς καθορισμένων ορίων σε έναν αντίπαλο των ΗΠΑ: ο αντίπαλος μπορεί απλώς να τα αγνοήσει, υποχρεώνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να φέρουν εις πέρας τις απειλές τους ή αλλιώς να φανούν αδύναμες και αναξιόπιστες. Οι επικριτές των κόκκινων γραμμών αναφέρουν συχνά την αποτυχία του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να επιβάλει την κόκκινη γραμμή του ενάντια στην χρήση χημικών όπλων στην Συρία από τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, ως παράδειγμα του γιατί η τακτική αυτή αποτελεί κακή πολιτική. Το επεισόδιο έπληξε την αξιοπιστία της κυβέρνησης Ομπάμα, υποστηρίζουν [3]˙ ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να επιχειρηματολογήσουν ότι ενθάρρυνε την Ρωσία να εισβάλει στην Ουκρανία το 2014. Ο απόστρατος στρατηγός Jim Jones, ο οποίος υπηρέτησε ως ο πρώτος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Ομπάμα, χαρακτήρισε αργότερα [4] την κόκκινη γραμμή στην Συρία ως ένα «κολοσσιαίο λάθος».

Αλλά η πιθανή αμηχανία δεν είναι το μόνο –ούτε καν το πιο σημαντικό- πρόβλημα. Οι κόκκινες γραμμές είναι συχνά αυτοκαταστροφικές για στρατηγικούς και ψυχολογικούς λόγους: οι δημόσιες απειλές μπορούν να προκαλέσουν τους στόχους να αντισταθούν ή να ανταποδώσουν αντί να υποχωρήσουν. Επιπλέον, οι υπερβολικά επιθετικές απειλές για την υπεράσπιση των κόκκινων γραμμών μπορούν να μειώσουν το κίνητρο των αντιπάλων των ΗΠΑ να συμμορφωθούν˙ οι στόχοι των κόκκινων γραμμών πρέπει να πιστεύουν ότι το να παραδοθούν θα έχει καλύτερα αποτελέσματα από το να αντισταθούν. Η Ουάσιγκτον πολύ συχνά υπονομεύει τις διαβεβαιώσεις αυτού του τύπου, υπερπουλώντας τις απειλές της, πείθοντας τους αντιπάλους ότι δεν θα καρπωθούν καμία ανταμοιβή εάν υπακούσουν στις κόκκινες γραμμές της.

Ωστόσο, η πλήρης εγκατάλειψη των κόκκινων γραμμών δεν είναι η απάντηση. Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί απλώς να χαλαρώσει και να περιμένει τις εχθρικές χώρες να συμπεριφερθούν με τρόπους που βλάπτουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αντί γι’ αυτό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να κατανοήσουν ότι οι διαβεβαιώσεις έχουν την ίδια σημασία με τις απειλές και ότι οι προσεκτικά βαθμονομημένες κόκκινες γραμμές είναι σχεδόν πάντα καλύτερες από τις αυστηρές, δογματικές, και ωμά διατυπωμένες [κόκκινες γραμμές].

ΡΙΣΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΗ;

Οι κόκκινες γραμμές –και γενικότερα οι απειλές- αποτυγχάνουν πιο συχνά από όσο επιτυγχάνουν. Οι οικονομικές κυρώσεις [5], οι πυρηνικές απειλές [6], οι εκστρατείες βομβαρδισμών [7] και οι κυβερνοεπιθέσεις [8] σπάνια πείθουν τις χώρες να συνθηκολογήσουν. Οι χώρες σχεδόν ποτέ δεν αποκτούν έδαφος μέσω των απειλών [9]. Και ακόμη και τα ισχυρότερα κράτη δυσκολεύονται να εξαναγκάσουν ασθενέστερους αντιπάλους [10], ένα πρόβλημα που είναι πολύ οικείο στην Ουάσιγκτον.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τις κόκκινες γραμμές, εν μέρει επειδή συχνά έχουν μικρότερο διακύβευμα από τους αντιπάλους τους. Η Μόσχα ενδιαφέρεται περισσότερο για την Ουκρανία από όσο [ενδιαφέρεται] η Ουάσιγκτον. Η Κίνα εκτιμά την Ταϊβάν περισσότερο από όσο θα την [εκτιμήσουν] ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η ασυμμετρία στα συμφέροντα εξηγεί εν μέρει γιατί οι ηγέτες συχνά δυσκολεύονται να κάνουν αξιόπιστες τις κόκκινες γραμμές τους.

Για να ξεπεράσουν αυτό το μειονέκτημα, οι ηγέτες επιδιώκουν ορισμένες φορές την αξιοπιστία διατυπώνοντας απειλές με ξεκάθαρη γλώσσα ή ανακοινώνοντάς τις σε περιβάλλοντα υψηλού κύρους. Αλλά αυτό βάζει τους ηγέτες σε δύσκολη θέση. Εάν η κόκκινη γραμμή αποτύχει, πρέπει να επιλέξουν μεταξύ δύο κακών αποτελεσμάτων: να υποχωρήσουν δημοσίως ή να διακινδυνεύσουν να παρασυρθούν σε έναν κύκλο κλιμάκωσης —ίσως ακόμη και σε έναν ανεπιθύμητο πόλεμο.