Οι πόλεμοι του Κρεμλίνου με το φυσικό αέριο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πόλεμοι του Κρεμλίνου με το φυσικό αέριο

Πώς μπορεί η Ευρώπη να προστατευθεί από ρωσικό εκβιασμό

Ωστόσο, ακόμη και οι πιο εκτεθειμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν εναλλακτικές για τις ρωσικές ενεργειακές προμήθειες. Εάν η Μόσχα κλείσει το αέριο, η ΕΕ θα μπορούσε να αντεπεξέλθει συλλογικά —τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι ευρωπαϊκοί εμπορικοί αποθηκευτικοί χώροι αποθεμάτων αερίου είναι, κατά προσέγγιση, γεμάτοι [σε ποσοστό] 30% και ορισμένα κράτη διαθέτουν επίσης στρατηγικά αποθέματα αερίου (παρόμοια με τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου των ΗΠΑ). Μέσω ενός συνδυασμού περισσότερων αναλήψεων από αυτά τα αποθέματα, αυξημένων εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου, και περιορισμένων μέτρων για την πλευρά της ζήτησης, όπως οι περικοπές στο βιομηχανικό αέριο, τα περισσότερα κράτη πιθανώς θα τα κατάφερναν μέχρι το φθινόπωρο του 2022 χωρίς σοβαρές ελλείψεις. Αλλά χώρες όπως η Βουλγαρία και η Πολωνία που είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από το ρωσικό αέριο και άσχημα συνδεδεμένες με τους Δυτικούς γείτονές τους θα έπρεπε να μειώσουν σημαντικά την ζήτηση φυσικού αερίου για να διαχειριστούν την κατάσταση.

Ωστόσο, τέτοιες ενέργειες θα οδηγούσαν στα ύψη την τιμή της ενέργειας στην Ευρώπη, επιδεινώνοντας μια ήδη συνεχιζόμενη κρίση. Μόνο στις 24 Φεβρουαρίου, καθώς τα ρωσικά στρατεύματα διέσχισαν τα ουκρανικά σύνορα, οι τιμές του φυσικού αερίου σε όλη την ήπειρο αυξήθηκαν κατά 60%. Οι ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να δουν γρήγορα την οικονομική τους ανάκαμψη μετά την [πανδημία] COVID-19 να εκτροχιάζεται, καθώς οι υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου μεταφράζονται σε αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας –πιέζοντας προς τα πάνω τον πληθωρισμό και διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Ωστόσο, το να τα βγάλουμε πέρα αυτόν τον χειμώνα χωρίς περαιτέρω ρωσικές εισαγωγές είναι ένα πράγμα. Θα είναι πολύ πιο δύσκολο να λειτουργήσει η ευρωπαϊκή οικονομία για αρκετά χρόνια χωρίς ρωσικό αέριο. Από την πλευρά της προσφοράς, ορισμένα κράτη μπορεί να είναι σε θέση να απομυζήσουν πλεονάζουσα ικανότητα εισαγωγής από το Κατάρ και τις Ηνωμένες Πολιτείες [3]. Σύμμαχοι όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα ενδέχεται επίσης να είναι ικανοί να εκτρέψουν ορισμένες από τις πλεονάζουσες θαλάσσιες αποστολές αερίου τους. Αλλά η πλήρης αντικατάσταση του ρωσικού αερίου θα ήταν πολύ ακριβή και θα μπορούσε να αποδειχθεί φυσικά αδύνατη. Οι παγκόσμιες αγορές αερίου και οι άλλοι προμηθευτές αγωγών της Ευρώπης, όπως η Αλγερία και η Νορβηγία, ήδη παράγουν και εξάγουν με πλήρη ισχύ. Οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις, επιπλέον, δυνητικά περιορίζουν τον όγκο του αερίου που οι εταιρείες θα μπορούσαν να ανακατευθύνουν στην Ευρώπη, ακόμη και όταν οι τιμές στην ηπειρωτική Ευρώπη αυξάνονται.

Η προληπτική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων πρέπει να είναι η κορυφαία προτεραιότητα της Ευρώπης εάν θέλει να διατηρήσει τις μακροπρόθεσμες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Το να το κάνει με επιτυχία θα περιλαμβάνει μια σειρά από δύσκολες πολιτικές, περιβαλλοντικές, και κοινωνικές επιλογές. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, η αυξημένη παραγωγή φυσικού αερίου θα προκαλούσε άνοδο της σεισμικής δραστηριότητας γύρω από το μεγαλύτερο κοίτασμα αερίου της χώρας -ένας παράγοντας που κάποτε ώθησε το Άμστερνταμ να περιορίσει την παραγωγή. Θα το δεχτούν ετούτο τα ολλανδικά νοικοκυριά ως συνέπεια της μεγαλύτερης πρόσβασης σε αέριο; Θα έπρεπε η Γερμανία να λειτουργήσει περισσότερο τα πυρηνικά της εργοστάσια, ακόμη και να επανεκκινήσει μερικές ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες άνθρακα; Τι θα χρειαζόταν για να δεχτεί η Γαλλία περισσότερες συνδέσεις αερίου και ηλεκτρισμού μέσω των Πυρηναίων –δίνοντας στην υπόλοιπη Ευρώπη πρόσβαση στην τεράστια ικανότητα υποδοχής της Ισπανίας; Και τι θα γίνει με τους εκτοξευόμενους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας για τον ιταλικό κλάδο ηλεκτρικής ενέργειας ή της θέρμανσης στην Ανατολική Ευρώπη;

ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Εάν η ΕΕ ελπίζει να διατηρήσει τολμηρές και εκτεταμένες κυρώσεις ενόψει των δυνητικών ρωσικών οικονομικών αντίμετρων, οι Βρυξέλλες πρέπει να προετοιμαστούν για μια μακρά μάχη. Για να είναι τελικά αποτελεσματικές οι κυρώσεις, ο Πούτιν [4] πρέπει να ανησυχήσει ότι η Ευρώπη μπορεί να τις διατηρήσει σε ισχύ για αρκετά χρόνια. Τα βραχυχρόνια μέτρα μπορεί να είναι επώδυνα για ορισμένα μέρη της ρωσικής κοινωνίας, αλλά είναι απίθανο να αλλάξουν ριζικά τον υπολογισμό της Μόσχας.

Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να υποτιμήσουν την πρόκληση της διατήρησης τέτοιων ευρείας βάσης κυρώσεων. Μολονότι η πολιτική υποστήριξη θα είναι υψηλή στον άμεσο απόηχο της ρωσικής εισβολής, το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, ο μακροπρόθεσμος αποκλεισμός της Ρωσίας από το Δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, και οποιαδήποτε αντίμετρα από τη Μόσχα θα πλήξουν τελικά συγκεκριμένα συμφέροντα σε όλη την Ευρώπη. Πέρα από τον άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στους καθημερινούς Ευρωπαίους πολίτες, οι εταιρείες που εξάγουν στην Ρωσία θα πληγούν επίσης σκληρά —όπως [θα πληγούν] οι τράπεζες με μεγαλύτερη έκθεση στις ρωσικές χρηματοπιστωτικές αγορές. Όσο ευρύτερο είναι το πεδίο των νέων κυρώσεων και όσο περισσότερο διαρκέσουν, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες ότι η «διαίρει και βασίλευε» στρατηγική της Ρωσίας θα επιτύχει.

Για να αποφύγει αυτόν τον κίνδυνο και να διασφαλίσει ότι η ΕΕ θα διατηρήσει την ενότητά της, η Ευρώπη πρέπει να ενστερνιστεί μια συνολική ενεργειακή στρατηγική σε ολόκληρη την ήπειρο. Η ανακοίνωση της Γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών, Annalena Baerbock, στην πρόσφατη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου (Munich Security Conference) ότι το Βερολίνο θα ήταν έτοιμο να πληρώσει ένα «υψηλό οικονομικό τίμημα» για την ειρήνη στην Ουκρανία, για παράδειγμα, είναι ευπρόσδεκτη, αλλά δεν αρκεί. Αντίθετα, οι Βρυξέλλες χρειάζονται μια συστηματική προσέγγιση για να διασφαλίσουν ότι μπορούν να καλυφθούν όλες οι ενεργειακές ανάγκες των κρατών-μελών -συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν ήδη εκφράσει ανησυχίες για τις κυρώσεις- με αντάλλαγμα μια πιο στιβαρή υποστήριξη για μια συλλογική απάντηση της ΕΕ στην Ρωσία.