Η επιστροφή της Pax Americana; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή της Pax Americana;

Ο πόλεμος του Πούτιν ενισχύει την δημοκρατική συμμαχία

Αφότου [έκαναν] βουτιά για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2010, οι αμυντικές δαπάνες σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο άρχισαν να αυξάνονται —και μάλιστα ελαφρά— μόνο γύρω στο 2018. Λόγω του πληθωρισμού, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ παραδόξως μειώθηκαν κατά 6% σε πραγματικούς όρους το 2021. Αυτό αντανακλούσε την επικρατούσα δημόσια απάθεια: οι Αμερικανοί αναρωτώντο γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να υπερασπιστούν μακρινούς φίλους όπως τα κράτη της Βαλτικής και η Ταϊβάν [5]. Από την πλευρά τους, πολλοί ψηφοφόροι στην Γαλλία, στην Γερμανία, και στο Ηνωμένο Βασίλειο πίστευαν ότι οι χώρες τους πρέπει να παραμείνουν ουδέτερες στον σινοαμερικανικό ψυχρό πόλεμο.

Η μείωση της αμυντικής χρηματοδότησης επιδεινώθηκε από την έλλειψη στρατηγικής σοβαρότητας. Οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν «φόρτωσαν» τον στρατό των ΗΠΑ με περιττές αποστολές, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της εκλογικής νοθείας, της παράνομης μετανάστευσης, της κλιματικής αλλαγής, και των πανδημιών. Οι στρατοί της Δυτικής Ευρώπης δαπάνησαν τις πενιχρές αυξήσεις του προϋπολογισμού τους σε αυξήσεις μισθών και σε συντάξεις. Στην Ανατολική Ασία, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ αφιέρωσαν αμυντικά κεφάλαια σε αποστολές που δεν είχαν καμία σχέση με την ανάσχεση της Κίνας, όπως η διεξαγωγή αντιεξέγερσης στις Φιλιππίνες ή η απόκτηση ευάλωτων πλατφορμών γοήτρου. Σχεδόν το ένα τέταρτο του αμυντικού προϋπολογισμού της Ταϊβάν για το 2021 προοριζόταν για φανταχτερά πολεμικά πλοία και μαχητικά αεροσκάφη που μπορεί να μην καταφέρουν να βγουν από τις βάσεις τους σε έναν πόλεμο.

Η άμυνα δεν ήταν ο μόνος τομέας στον οποίο η αποφασιστική ρητορική συνόδευσε την σπασμωδική πολιτική. Οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν μίλησαν για την Κίνα ως μια πρόκληση καθοριστική για τον αιώνα και στην συνέχεια αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την καλύτερη πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση της κινεζικής οικονομικής επιρροής: την Συνεργασία Εκατέρωθεν του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP) [6], μια τεράστια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που αρχικά διαπραγματεύτηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και 12 οικονομίες του Γύρου του Ειρηνικού (Pacific Rim). Η Ευρώπη, εν τω μεταξύ, εμβάθυνε την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο. Υπήρξαν δημιουργικές, ενεργητικές πολιτικές, όπως η χρήση κυρώσεων στην τεχνολογία ώστε να εκτροχιαστεί η ώθηση της Huawei για κυριαρχία στα δίκτυα 5G του κόσμου, αλλά τίποτα όπως η αίσθηση του επείγοντος σε όλο το φάσμα όπως θα περίμενε κάποιος σε μια μάχη για τη μοίρα της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.

Αυτός ο στρατηγικός λήθαργος είχε πολλές αιτίες -τα οικονομικά κατάλοιπα από τη Μεγάλη Ύφεση και την κρίση της ευρωζώνης, η κληρονομιά των εξαντλητικών πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, και ο αντίκτυπος του ραγδαία αυξανόμενου λαϊκισμού, άφησαν τα σημάδια τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι ψηφοφόροι πίεσαν τις κυβερνήσεις να εστιάσουν στην οικοδόμηση του έθνους στο εσωτερικό και όχι στον ανταγωνισμό στο εξωτερικό. Ουσιαστικά, ωστόσο, οι δημοκρατικές κοινωνίες που είχαν εφησυχάσει εν μέσω της ειρήνης των μεγάλων δυνάμεων στη μεταψυχροπολεμική εποχή, δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν πόσο σοβαρός είχε γίνει ο κίνδυνος ενός μεγάλου πολέμου.

Οι δημοκρατικοί πληθυσμοί πίστευαν ότι η παγκοσμιοποίηση είχε καταστήσει παρωχημένα την παλιομοδίτικη κατάκτηση και τον ιμπεριαλισμό. Υπέθεταν ότι ο Πούτιν και ο Σι ήταν γνωστικοί, προσεκτικοί ηγέτες που επιδίωκαν περιορισμένους στόχους –να παραμείνουν στην εξουσία, να μεγιστοποιήσουν την οικονομική ανάπτυξη, και να αποκτήσουν μεγαλύτερο λόγο εντός της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Οι ρωσικές και κινεζικές παραστρατιωτικές δυνάμεις μπορεί να εμπλέκονταν σε επιχειρήσεις «γκρίζας ζώνης» κάτω από το κατώφλι του πολέμου. Όμως, εάν τα πράγματα έφταναν στα άκρα, η Μόσχα και το Πεκίνο θα έκαναν συμφωνίες και θα αποκλιμάκωναν τις κρίσεις. Και αν άρχιζαν να ενεργούν πιο επιθετικά, θα υπήρχε χρόνος για την Δύση να συγκεντρωθεί. Μέχρι τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα μπορούσαν να εστιάσουν στο να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους και να μαλώνουν μεταξύ τους.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διέλυσε αυτούς τους βολικούς μύθους. Ξαφνικά, ο πόλεμος των μεγάλων δυνάμεων φαίνεται όχι μόνο δυνατός αλλά ίσως και πιθανός. Οι Δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανακάλυψαν ξανά την αξία της σκληρής ισχύος και άρχισαν να παίρνουν τοις μετρητοίς τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του Πούτιν και του Σι. Η ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εστιάσουν στην Κίνα ενώ επιδιώκουν «σταθερούς και προβλέψιμους» δεσμούς με την Ρωσία έχει γίνει γελοία: η κινεζο-ρωσική συνεννόηση θα μπορούσε να αμφισβητήσει βίαια την ισορροπία δυνάμεων σε αμφότερα τα άκρα της Ευρασίας ταυτόχρονα. Ως αποτέλεσμα, κινήσεις που προηγουμένως θεωρούνταν αδύνατες –ο επιταχυνόμενος επανεξοπλισμός της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, οι μεταφορές όπλων της ΕΕ στην Ουκρανία, η σχεδόν πλήρης οικονομική απομόνωση μιας μεγάλης δύναμης- βρίσκονται για τα καλά σε εξέλιξη.

Αυτή η έντονη κινητικότητα ήρθε πολύ αργά για να γλιτώσει την Ουκρανία από την επιθετικότητα του Πούτιν. Αλλά μπορεί να έφτασε ακριβώς στην ώρα για να εδραιώσει μια παγκόσμια συμμαχία που θα ενώσει τις δημοκρατίες εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας και θα διασφαλίσει έτσι τον ελεύθερο κόσμο για την επόμενη γενιά. Για να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτήν την κρίσιμη στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να λάβουν υπόψη τρία βασικά μαθήματα από τον πόλεμο της Κορέας.

ΕΝΑ ΚΑΛΕΣΜΑ ΣΤΑ ΟΠΛΑ