Τι θα γίνει αν η Ρωσία κάνει μια συμφωνία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι θα γίνει αν η Ρωσία κάνει μια συμφωνία;

Πώς να τερματιστεί ένας πόλεμος που κανένας δεν είναι πιθανό να κερδίσει
Περίληψη: 

Η διατλαντική συμμαχία δεν μπορεί να υπαγορεύσει τίποτα στον Πούτιν. Μπορεί μόνο να βοηθήσει την Ουκρανία στο να πλοηγηθεί προς μια πιθανώς μη ικανοποιητική ειρήνη. Αυτή η ταπεινωτική πραγματικότητα πρέπει να είναι η αφετηρία για την πολιτική και την διπλωματία.

Η LIANA FIX είναι εσωτερική συνεργάτις στο German Marshall Fund στην Ουάσιγκτον.
Ο MICHAEL KIMMAGE είναι καθηγητής Ιστορίας στο Catholic University of America και επισκέπτης συνεργάτης στο German Marshall Fund. Από το 2014 έως το 2016 υπηρέτησε στο προσωπικό του Σχεδιασμού Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, όπου κατείχε το χαρτοφυλάκιο της Ρωσίας / Ουκρανίας.

Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα είναι μια ατελείωτη πηγή προηγούμενων και αναλογιών. Το διάστημα μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο παρήγαγε την «αναλογία του Μονάχου» (Munich analogy), μια παραπομπή στην απόφαση της Βρετανίας και της Γαλλίας του 1938 να επιτρέψουν στη ναζιστική Γερμανία να προσαρτήσει τμήμα της Τσεχοσλοβακίας. Το «Μόναχο» έχει γίνει η συντομογραφία του «κατευνασμού». Ο απόηχος του πολέμου παρήγαγε την «αναλογία της Νυρεμβέργης», μια αναφορά στις δημόσιες δίκες των επιζώντων ηγετών του απολύτως ηττημένου ναζιστικού καθεστώτος. Η «Νυρεμβέργη» σημαίνει πλέον «παράδοση άνευ όρων».

24032022-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, σε συνάντηση στη Μόσχα, τον Μάρτιο του 2022. Mikhail Klimentyev / Sputnik via Reuters
---------------------------------------------

Αντίθετα, το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ασαφές και ελλιπές. Το Βερολίνο δεν έπεσε τον Νοέμβριο του 1918. Αντίθετα, η κυβέρνηση που διεξήγαγε τον πόλεμο διαλύθηκε˙ ο Κάιζερ Γουλιέλμος [Β’] πήγε στην εξορία. Οι σκληροί όροι της ειρήνης -οι επανορθώσεις και η απόδοση της ενοχής στην Γερμανία- έγιναν οι προϋποθέσεις για την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και για το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή είναι η ιστορία των «Βερσαλλιών»: μια συντομογραφία για μια ειρηνευτική συμφωνία που οδηγεί σε περαιτέρω πόλεμο.

Το ερώτημα τώρα είναι τι είδους τέλος θα έχει ο πρώτος μεγάλος πόλεμος της Ευρώπης του εικοστού πρώτου αιώνα. Ο Ρωμαίος πολιτικός και λόγιος Κικέρων υποστήριξε ότι μια άδικη ειρήνη είναι καλύτερη από έναν δίκαιο πόλεμο. Οι συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας θα δοκιμάσουν αυτή την πρόταση.

Η γενναία αντίσταση των Ουκρανών έχει σταματήσει την ρωσική προέλαση. Με το να διατάξει την εισβολή στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, ενήργησε παρορμητικά. Αν τώρα σκεπτόταν στρατηγικά, θα περιόριζε τις απώλειές του και θα αναζητούσε έναν τρόπο να τελειώσει τον πόλεμο. Οι μεγαλύτεροι πολιτικοί στόχοι του είναι ήδη ανέφικτοι. Δεν μπορεί να ελέγξει την Ουκρανία και θα δυσκολευτεί να διχοτομήσει μια χώρα που αντιτίθεται στην ρωσική κατοχή. Η Μόσχα έχει μπροστά της μόνο μια ακριβή και αφιλόξενη στρατιωτική οδό, η οποία, μαζί με τις κυρώσεις, θα επιβαρύνει σημαντικά το καθεστώς του Πούτιν. Αλλά ό,τι κι αν συμβεί στην Ουκρανία, η Ρωσία θα παραμείνει μια πυρηνική δύναμη και θα διατηρεί τον μεγαλύτερο συμβατικό στρατό της Ευρώπης.

Η Ουκρανία έχει δομήσει μια τρομερή άμυνα, αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει την συνολική στρατιωτική κυριαρχία της Ρωσίας ή να σταματήσει το σφυροκόπημα και τους βομβαρδισμούς αμάχων και στρατιωτικών στόχων. Η διπλωματική εξισορρόπηση της Ουκρανίας -μεταξύ της διατήρησης της κυριαρχίας της και του τερματισμού ενός σκληρού πολέμου- θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Τα όπλα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους θα ενδυναμώσουν την διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας. Αλλά χωρίς την άμεση εμπλοκή τους στον πόλεμο, η οποία δεν πρόκειται να υλοποιηθεί, η Ουκρανία δεν θα απολαύσει μια ξεκάθαρη νίκη και η Ρωσία δεν θα υποστεί μια ξεκάθαρη ήττα.

Εάν καταλήξουν σε μια συμφωνία κατόπιν διαπραγμάτευσης, τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία θα πρέπει να συμβιβαστούν με τμηματικά και εύθραυστα κέρδη. Σε αυτόν τον πόλεμο, δεν θα υπάρξει Μόναχο, δεν θα υπάρξει Νυρεμβέργη και δεν θα υπάρξουν Βερσαλλίες.

Η πρόσφατη ιστορία παρέχει άλλη μια (όχι πολύ ενθαρρυντική) αναλογία για τα μέρη: την «αναλογία του Μινσκ», η οποία παραπέμπει στις Συμφωνίες που διαπραγματεύθηκαν σε ετούτη την πόλη της Λευκορωσίας το 2014 και το 2015, σε μια απόπειρα να τερματιστούν οι μάχες μεταξύ της Ουκρανίας και των υποστηριζόμενων από την Ρωσία αυτονομιστών, που ήταν ο προπομπός του σημερινού πολέμου. Η πλήρους κλίμακας εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία απέδειξε την ανεπάρκεια των Συμφωνιών του Μινσκ, οι οποίες αντιπροσώπευαν μια μορφή διαχείρισης της κρίσης που ενοχλούσε τους πάντες και δεν ικανοποιούσε κανέναν, μεταθέτοντας και ίσως ακόμη και επιδεινώνοντας τα θεμελιώδη προβλήματα της Ουκρανίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη δεν βρίσκονται σε πόλεμο με την Ρωσία και δεν μπορούν να εφαρμόσουν ούτε το μοντέλο της Νυρεμβέργης ούτε των Βερσαλλιών στην συγκεκριμένη ευρωπαϊκή σύγκρουση. Η αποστολή τους, επομένως, είναι να τα καταφέρουν καλύτερα από όσο [τα κατάφεραν] στο Μινσκ. Οι Δυτικές κυρώσεις στην Ρωσία και η στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία παρέχουν αληθινή μόχλευση. Η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν και να επεκτείνουν αυτή τη μόχλευση αναλογικά με τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις της ουκρανικής κυριαρχίας από την Ρωσία. Η διατλαντική συμμαχία δεν μπορεί να υπαγορεύσει τίποτα στον Πούτιν. Μπορεί μόνο να βοηθήσει την Ουκρανία στο να πλοηγηθεί προς μια πιθανώς μη ικανοποιητική ειρήνη. Αυτή η ταπεινωτική πραγματικότητα πρέπει να είναι η αφετηρία για την πολιτική και την διπλωματία.

ΓΙΑΤΙ ΑΠΕΤΥΧΕ ΤΟ ΜΙΝΣΚ

Μέσω των διαπραγματεύσεων του Μινσκ, ο Πούτιν ήλπιζε να διασφαλίσει την ουκρανική ουδετερότητα με ρωσικούς όρους, και να θέσει σε κίνδυνο την ουκρανική κυριαρχία με το να δημιουργήσει μια ημιαυτόνομη ζώνη στα ανατολικά της χώρας. Αντίθετα, αφότου συνήφθησαν οι Συμφωνίες του Μινσκ, η Ουκρανία σφυρηλάτησε όλο και στενότερους δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ, και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Μια γραμμή επαφής δημιουργήθηκε στα ανατολικά της χώρας μεταξύ αυτής καθαυτής της Ουκρανίας και μιας «ενδιάμεσης» χώρας υπό ρωσικό έλεγχο. Με σημαντικό κόστος, η Ρωσία είχε αποκτήσει έδαφος που δεν της έδινε πραγματική μόχλευση για το γεωπολιτικό μέλλον της Ουκρανίας.