Η απειλή του Πούτιν για Ημέρα Αποκάλυψης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η απειλή του Πούτιν για Ημέρα Αποκάλυψης

Πώς θα αποφευχθεί μια επανάληψη της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας στην Ουκρανία

Σε μια αποφασιστική προσπάθεια να το αποτρέψει, καθώς τα ρωσικά στρατεύματα περικύκλωσαν την Ουκρανία, ο Μπάιντεν κατέστησε σαφές ότι η αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων για να πολεμήσουν στην Ουκρανία «δεν ήταν στο τραπέζι». Σε μια συνέντευξη Τύπου, στις 8 Δεκεμβρίου [2021], δήλωσε ότι «η ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιήσουν μονομερώς βία για να αντιμετωπίσουν την Ρωσία [για να την αποτρέψουν] από το να εισβάλει στην Ουκρανία δεν είναι πιθανή». Έκτοτε, η ομάδα του Μπάιντεν έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει αυτό το σημείο. Ανεξάρτητα από το πόσο σπαρακτικά είναι τα εγκλήματα του Πούτιν, η αποστολή στρατευμάτων των ΗΠΑ για να υπερασπιστούν τους Ουκρανούς θα σήμαινε πόλεμο με την Ρωσία. Αυτός ο πόλεμος θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε έναν πυρηνικό Αρμαγεδδώνα, στον οποίο θύματα θα ήταν όχι μόνο οι Ουκρανοί αλλά και οι αντίστοιχοι πολίτες στην Ευρώπη, στην Ρωσία, και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν συντομία, όπως το έθεσε ο Μπάιντεν: οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν θα πολεμήσουν τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο στην Ουκρανία».

Οι επικριτές του Μπάιντεν στο Κογκρέσο ισχυρίζονται τώρα ότι η επιφυλακτικότητά του προσκάλεσε την εισβολή του Πούτιν. Σύμφωνα με τον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Tom Cotton, «ο υποχωρητικός κατευνασμός του Μπάιντεν προκάλεσε τον Πούτιν». Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν έναν ισχυρό πρόεδρο όπως ο Τζορτζ Μπους [ο νεότερος], ισχυρίζεται ο Cotton και οι σύμμαχοί του, η εισβολή δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Οι αντιπαραθέσεις είναι περίπλοκες. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, λίγη εφαρμοσμένη ιστορία βοηθά πολύ.

Αναλογιστείτε την εισβολή του Πούτιν στην Γεωργία το 2008. Ο Μπους ήταν πρόεδρος και οι εξελίξεις στην Γεωργία ήταν σε γενικές γραμμές παρόμοιες με εκείνες στην Ουκρανία πριν από την εισβολή της Ρωσίας. Εκείνη την εποχή, οι προσπάθειες της Γεωργίας να αντιμετωπίσει τους υποστηριζόμενους από την Ρωσία αυτονομιστές θεωρήθηκαν από τον Πούτιν ως μια απαράδεκτη απειλή. Μετά την σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ εκείνο το έτος, κατά την οποία η κυβέρνηση Μπους είχε επιχειρήσει και είχε αποτύχει να εντάξει βιαστικά την Γεωργία και την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, ο αναθαρρημένος Γεωργιανός πρόεδρος, Mikheil Saakashvili, έλαβε σκληρά μέτρα στην αποσχισθείσα επαρχία της Νότιας Οσετίας. Όταν ο Πούτιν απάντησε, διατάσσοντας τα ρωσικά στρατεύματα να εισβάλουν στην Γεωργία, σίγουρα δεν είχε καμία αμφιβολία για την ετοιμότητα του Μπους να στείλει στρατεύματα των ΗΠΑ στον πόλεμο. Εξάλλου, τον είχε δει να στέλνει 130.000 στρατιώτες για να εισβάλουν στο Ιράκ το 2003 και δεκάδες χιλιάδες ακόμη στο Αφγανιστάν. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι αντί να αποτρέψουν τον Πούτιν, οι λεονταρισμοί του Μπους χρησίμευσαν κυρίως για να ενθαρρύνουν την απερισκεψία του Saakashvili, ο οποίος με την σειρά του παρείχε το πρόσχημα για την εισβολή του Πούτιν.

Καθώς οι Ρώσοι εισβολείς πλησίαζαν την πρωτεύουσα της Γεωργίας, η κυβέρνηση Μπους αντιμετώπισε μια περαιτέρω επιλογή. Όπως ήταν αναμενόμενο, ορισμένα μέλη της κυβέρνησης, ιδιαίτερα οι βοηθοί στο γραφείο του αντιπροέδρου, Ντικ Τσέινι, έκαναν έκκληση να σταλούν στρατεύματα των ΗΠΑ για να αποτρέψουν την κατάληψη της Γεωργίας από την Ρωσία [2]. Σε μια ειδική συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (National Security Council) υπό την προεδρία του ίδιου του προέδρου, ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του, Stephen Hadley, έθεσε ευθέως το ερώτημα: «Είμαστε έτοιμοι να πάμε σε πόλεμο με την Ρωσία για την Γεωργία;» Στην συνέχεια, ο πρόεδρος ζήτησε από κάθε συμμετέχοντα στην συνάντηση να δώσει την δική του απάντηση. Όπως το έθεσε αργότερα ο Hadley, «ήθελα να κάνω τον κόσμο να ανοίξει τα χαρτιά του σχετικά με μια πιθανή στρατιωτική απάντηση» —γνωρίζοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν αργότερα να ισχυριστούν ότι ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για την Γεωργία αλλά δεν εισακούστηκαν. Καθώς [το ζήτημα] έκανε το γύρο του τραπεζιού, κανείς, συμπεριλαμβανομένου του Τσέινι, της υπουργού Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις, και του υπουργού Άμυνας, Bob Gates, δεν ήταν διατεθειμένος να ψηφίσει «ναι». Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προσέτρεξαν σε βοήθεια της Γεωργίας και ο πόλεμος τελείωσε μέσα σε δύο εβδομάδες.

ΕΝΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΟΛΛΟΥΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥΣ

Είναι διδακτικό το ότι οι επιλογές που έγιναν από τις κυβερνήσεις του Μπάιντεν και του Μπους είναι συνεπείς με αυτές που έγιναν από κάθε άλλη κυβέρνηση των ΗΠΑ που έχει αντιμετωπίσει ένα παρόμοιο δίλημμα. Όταν οι Σοβιετικοί απέκλεισαν τον αυτοκινητόδρομο προς το Βερολίνο, το 1948, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν απέρριψε την πρόταση των στρατιωτικών διοικητών του να βάλει τις δυνάμεις των ΗΠΑ να τον διασχίσουν πολεμώντας. Ο πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ επέλεξε να μην στείλει στρατεύματα των ΗΠΑ για να υπερασπιστούν την ουγγρική εξέγερση του 1956 -μια απόφαση που επαναλήφθηκε από τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον στην Τσεχοσλοβακία κατά την διάρκεια της Άνοιξης της Πράγας, το 1968. Ο Κένεντι αρνήθηκε να επιτεθεί στα σοβιετικά στρατεύματα που έχτιζαν το Τείχος του Βερολίνου. Και όταν, το 1983, οι Σοβιετικοί κατέρριψαν ένα επιβατικό αεροσκάφος που είχε ξεμακρύνει κατά λάθος στον σοβιετικό εναέριο χώρο -μια επίθεση που σκότωσε 52 Αμερικανούς, συμπεριλαμβανομένου ενός εν ενεργεία μέλους του Κογκρέσου- ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν επίσης αρνήθηκε να κλιμακώσει. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος που είχε την τελική ευθύνη δεν ήταν προετοιμασμένος να διακινδυνεύσει την επιβίωση του έθνους για τίποτα λιγότερο από ένα σαφές ζωτικό εθνικό συμφέρον.