Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος θα μπορούσε να θερμανθεί σύντομα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος θα μπορούσε να θερμανθεί σύντομα

Γιατί η Ρωσία και η Δύση ίσως κλιμακώσουν τη μάχη για την Ουκρανία

Κατά την διάρκεια του εικοστού αιώνα, η ιδεολογική έλξη της Σοβιετικής Ένωσης κέρδισε πραγματικούς φίλους και θαυμαστές για τη Μόσχα σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Κούβας και της Νικαράγουας στην Αμερική, της Αιγύπτου και της Συρίας στη Μέση Ανατολή, της Καμπότζης και του Βιετνάμ στη Νοτιοανατολική Ασία, και της Αιθιοπίας και της Μοζαμβίκης στην Αφρική. Η σημερινή Ρωσία, ωστόσο, έχει μόνο πελάτες και εξαρτώμενους. Μολονότι πολλά κράτη —συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων δημοκρατιών με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και το Μεξικό— παραμένουν ουδέτερα και συνεχίζουν να συναλλάσσονται με την Ρωσία, μόνο η Λευκορωσία, η Ερυθραία, η Βόρειος Κορέα, και η Συρία έχουν υπερασπιστεί στα Ηνωμένα Έθνη την ρωσική εισβολή. (Η Βενεζουέλα θα είχε επίσης υποστηρίξει την Ρωσία εάν το Καράκας είχε πληρώσει τις καθυστερούμενες οφειλές του στον ΟΗΕ και είχε την ευκαιρία να ψηφίσει).

Ακόμη και το Πεκίνο έχει περιορισμένη αξία ως σύμμαχος της Ρωσίας. Μολονότι ο Κινέζος ηγέτης, Σι Τζινπίνγκ, τελείωσε την πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με τον Πούτιν λίγο πριν από τον πόλεμο με την δέσμευση ότι η φιλία της Κίνας με την Ρωσία «δεν είχε όρια», ο Σι παραμένει πολύ πιο ανήσυχος για το μέλλον της Κίνας και το δικό του παρά για [το μέλλον] του Πούτιν. Το Πεκίνο συμμερίζεται σίγουρα την επιθυμία της Μόσχας να απωθήσει αυτές που αμφότερες οι πρωτεύουσες θεωρούν ως αμερικανικές και ευρωπαϊκές προσπάθειες για την ανάσχεσή τους, και ο Σι είναι απίθανο να καταδικάσει την ρωσική συμπεριφορά αν δεν φτάσει στην χρήση χημικών ή πυρηνικών όπλων. Αλλά σαφώς υπάρχουν όρια στην υποστήριξη της Κίνας στον Πούτιν.

Η Κίνα μπορεί να είναι μια αναθεωρητική δύναμη που είναι αποφασισμένη να υπονομεύσει την ηγεμονία των ΗΠΑ, αλλά το Πεκίνο έχει ένα συντριπτικό συμφέρον για την διατήρηση της παγκόσμιας σταθερότητας. Η νομιμοποίηση του Σι και της εσωτερικής διακυβέρνησης από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα εξαρτάται από την συνεχή οικονομική ανάπτυξη -και η συνεχής ανάπτυξη εξαρτάται από τις πραγματιστικές σχέσεις με τους κορυφαίους εμπορικούς εταίρους του Πεκίνου στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επομένως, η Κίνα είναι απίθανο να διακινδυνεύσει μια αντιπαράθεση, παραβιάζοντας ανοιχτά τις συμμαχικές κυρώσεις ή παρέχοντας άμεση στρατιωτική υποστήριξη στη Μόσχα.

Παρόμοια όρια ισχύουν για το εμπόριο. Μολονότι το Πεκίνο και η Μόσχα είναι φυσικοί εταίροι -η Κίνα χρειάζεται ρωσικό πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα, και ορυκτά, και η Ρωσία χρειάζεται πάρα πολύ κινεζικά μετρητά- η απαραίτητη υποδομή για τη μετατόπιση των εξαγωγών που [τώρα] προορίζονται για την Ευρώπη προς τα ανατολικά θα απαιτήσει τεράστιες μακροχρόνιες χρηματοπιστωτικές επενδύσεις. Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, ωστόσο, ήδη επιβραδύνεται και η προθυμία του Πεκίνου να αναλάβει τέτοιες δαπάνες θα εξαρτηθεί από την απόσπαση πολύ ευνοϊκών όρων από τη Μόσχα. Εν ολίγοις, παρά την ρητορική του Σι για τη μη ύπαρξη ορίων, η φιλία του Πεκίνου με την Ρωσία έχει σαφή πολιτικά και οικονομικά όρια.

Δυστυχώς, εκεί τελειώνουν τα καλά νέα για την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της. Σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο του εικοστού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον το πιο πολιτικά διχασμένο και δυσλειτουργικό μέλος του G-7. Μολονότι τόσο οι Δημοκρατικοί και όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι συμφωνούν τώρα ότι στους Ουκρανούς αξίζουν τα όπλα και στους Ρώσους αξίζουν οι κυρώσεις, και αμφότερα τα κόμματα συμφωνούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποφύγουν την άμεση αντιπαράθεση με τη Μόσχα, μια τέτοια πολιτική ενότητα στο εσωτερικό δεν θα διαρκέσει πολύ. Με τις ενδιάμεσες εκλογές στον ορίζοντα, οι Ρεπουμπλικάνοι θα επισημάνουν την εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και τον πληθωρισμό–ρεκόρ —και όλα αυτά ενώ θα περιγράψουν τον Μπάιντεν ως έναν αδύναμο και ασταθή ηγέτη που «έχασε την Ουκρανία». Με την σειρά τους, οι Δημοκρατικοί θα επιχειρήσουν να συνδέσουν τους Ρεπουμπλικάνους με τον μακροχρόνιο θαυμασμό του πρώην προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, για τον Πούτιν και τον σκεπτικισμό του για το ΝΑΤΟ. Καθώς οι Ευρωπαίοι θα γίνουν μάρτυρες της επιστροφής στις πικρόχολες κομματικές επικρίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα αναρωτηθούν δικαίως για το πώς οι επερχόμενες εκλογές θα μπορούσαν να αλλάξουν την προσέγγιση της Ουάσιγκτον τόσο για την Ρωσία όσο και για την διατλαντική συμμαχία —ιδιαίτερα εάν ο Τραμπ αναδυθεί ως ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για τις προεδρικές εκλογές του 2024.

Ένα άλλο στοιχείο κινδύνου έγκειται στην όλο και πιο σκληρή ρητορική των Δυτικών ηγετών περί ιδεολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των δημοκρατιών και των απολυταρχιών. Ο Μπάιντεν και κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες, για παράδειγμα, έχουν υποστηρίξει ότι η Ρωσία θα πρέπει να εκδιωχθεί από το G-20, την ομάδα που συγκεντρώνει τους ηγέτες των 20 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Παρά τους κυνικούς ισχυρισμούς ότι το G-20 δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια γεωπολιτική ευκαιρία για φωτογραφίες, το φόρουμ απέδειξε την αξία του κατά την διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, όταν χρησίμευσε ως ένας ζωτικός χώρος για την σύγκλιση χωρών με διαφορετικά πολιτικά συστήματα και ιδεολογικές αξίες. Καθώς οι αγορές κατέρρεαν, οι ηγέτες του G-20 συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να απαντήσουν στην παγκόσμια οικονομική καταστροφή μόνο εάν οι μη δημοκρατίες και κρατικοί καπιταλιστές όπως η Κίνα, η Ρωσία, και η Σαουδική Αραβία είχαν όλοι θέσεις στο τραπέζι μαζί με τις προηγμένες βιομηχανοποιημένες δημοκρατίες.