Έχασε η Κίνα την Ευρώπη; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Έχασε η Κίνα την Ευρώπη;

Πώς τα οικονομικά παραστρατήματα του Πεκίνου και η υποστήριξή του στην Ρωσία πίκραναν τους Ευρωπαίους ηγέτες

Τον Απρίλιο και τον Μάιο, καθώς ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία εισήλθε στον τρίτο του μήνα, η Κίνα έστειλε έναν ειδικό απεσταλμένο για να συναντηθεί με αξιωματούχους οκτώ χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Η χρονική στιγμή δεν ήταν τυχαία: στους δύο μήνες από τότε που η Ρωσία είχε εξαπολύσει την εισβολή της, η θέση της Κίνας στην Ευρώπη είχε βυθιστεί στα πλέον χαμηλά [επίπεδα]. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν απογοητευμένες με τους ενισχυμένους δεσμούς του Πεκίνου με τη Μόσχα και την σιωπηρή υποστήριξή του στην επιθετικότητα της Ρωσίας, και η κινεζική ηγεσία ήλπιζε να κάνει διαχείριση της ζημιάς σε ένα τμήμα της ηπείρου όπου πίστευε ότι είχε ιδιαίτερη επιρροή.

14062022-1.jpg

Ο Κινέζος ηγέτης, Li Kegiang, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ στις Βρυξέλλες, τον Απρίλιο του 2019. Susana Vera / Reuters
-----------------------------------------

Εδώ και μια δεκαετία, η Κίνα έχει καταστήσει τις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης ως ένα από τα διπλωματικά σημεία εστίασης της. Προσφέροντας πρόσβαση σε ανώτατο επίπεδο στο Πεκίνο και δελεάζοντας με τεράστιες εμπορικές ευκαιρίες, οι Κινέζοι αξιωματούχοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την ζώνη των μικρότερων, μετακομμουνιστικών κυβερνήσεων ως αντίβαρο στις επικριτικές φωνές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην επιρροή των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να ψυχραίνει τις ευρωπαϊκές σχέσεις της Κίνας, το Πεκίνο υπέθεσε ότι μια σειρά από ταχύτατες συναντήσεις στην περιοχή -συμπεριλαμβανομένων [συναντήσεων] στην Βουδαπέστη, στην Πράγα, στην Ρίγα και στην Βαρσοβία- θα συνέβαλλαν στο να αντιστραφεί η κατάσταση υπέρ του. Όμως αυτές οι προσπάθειες δεν πήγαν πουθενά. Αντίθετα, η Κινέζα πρέσβυς και η υπόλοιπη αντιπροσωπεία της αποκρούστηκαν, με το τσεχικό Υπουργείο Εξωτερικών, για παράδειγμα, να λέει ότι χρησιμοποίησε την συνάντηση για να εκφράσει «τις επιφυλάξεις του για την τρέχουσα κινεζική συνεργασία με την Ρωσία».

Από τις πολλές σημαντικές αλυσιδωτές επιπτώσεις [2] του πολέμου στην Ουκρανία, η όλο και μεγαλύτερη ρήξη μεταξύ της Κίνας και της Ευρώπης είναι ίσως αυτή που υπολογίζεται λιγότερο. Τα προηγούμενα χρόνια, η κινεζική κυβέρνηση θεωρούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια περιοχή του κόσμου όπου μπορούσε να επιδιώξει τα οικονομικά της συμφέροντα με λιγότερες από τις γεωπολιτικές εντάσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον. Και ξεκίνησε να χρησιμοποιεί αυτούς που θεωρούσε ως ειδικούς δεσμούς της με μια μεγάλη ομάδα χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, συγκεκριμένα, για να ενισχύσει αυτήν την προσέγγιση του τύπου «οι business πάνω από την πολιτική». Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που, όπως η Κίνα, είχαν μεταβεί στον καπιταλισμό τις τελευταίες δεκαετίες, η Κίνα ήταν ένας πανίσχυρος νέος εταίρος που έτρεφε την προοπτική για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στις οικονομίες τους. Ως αντάλλαγμα, το Πεκίνο ήλπιζε να βρει μια πίσω πόρτα για τις τεράστιες αγορές της Ευρώπης, καθώς και να αποκτήσει νέα πολιτική μόχλευση στην όλο και μεγαλύτερη αντιπαλότητα του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σήμερα, ωστόσο, η Ευρώπη έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας. Εν μέρει, η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα οικονομικών λανθασμένων υπολογισμών από αμφότερες τις πλευρές, οι οποίες υπερεκτίμησαν τα δυνητικά οφέλη του σχεδίου. Αλλά η ολοένα και πιο άκαμπτη θέση της Κίνας για την Ταϊβάν [3] έχει χειροτερέψει τα πράγματα. Η κινεζική κυβέρνηση έχει προβεί σε αντίποινα εναντίον της Λιθουανίας διότι έδωσε μια μικρή συμβολική αναγνώριση στην Ταϊβάν˙ και ολόκληρο τον περασμένο χρόνο, έχει απειλήσει θορυβωδώς άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για το ίδιο ζήτημα. Εν μέσω αυτών των επιδεινούμενων σχέσεων, η υποστήριξη της Κίνας προς την Ρωσία έχει [κάνει] τα ευρωπαϊκά προβλήματα της να εξελιχθούν σε κρίση.

Το διακύβευμα δεν είναι μικρό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αποκαλύψει πόσο λίγους συμμάχους έχει η Κίνα και πόσο πολύ η κινεζική ηγεσία έπεσε έξω στους υπολογισμούς της, με την επιδίωξη στενών δεσμών με την Ρωσία. Οι αδέξιες προσπάθειες του Πεκίνου να αποκτήσει μόχλευση στην Ευρώπη έχουν επίσης γυρίσει ως μπούμερανγκ. Παρόλο που η οικονομία της και η αυξανόμενη στρατιωτική δύναμη της εγγυώνται ισχύ και προσοχή, το αποτυχημένο ευρωπαϊκό της σχέδιο έχει υπογραμμίσει την αδυναμία της να κερδίσει σταθερούς εταίρους μεταξύ των προηγμένων δημοκρατιών - ένα μοτίβο που φαίνεται πιθανό να εμποδίσει τη μακροπρόθεσμη επιρροή της στον κόσμο.

ΤΟ ΚΙΝΕΖΙΚΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ»

Η ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική του Πεκίνου διαμορφώθηκε πριν από μια δεκαετία, όταν η Κίνα ξεκίνησε τη συνεργασία της με την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη. Η ομάδα, που ιδρύθηκε στην Βαρσοβία τον Απρίλιο του 2012, έγινε γρήγορα γνωστή ως 16+1, διότι αποτελείτο από την Κίνα και 16 ευρωπαϊκές χώρες: την Αλβανία, την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Βουλγαρία, την Κροατία, την Δημοκρατία της Τσεχίας, την Εσθονία, την Ουγγαρία, την Λετονία, την Λιθουανία, την Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο, την Πολωνία, την Ρουμανία, την Σερβία, την Σλοβακία και την Σλοβενία. (Η ομάδα μεγάλωσε αργότερα στις 17, όταν μια χώρα που δεν αποτελούσε μέρος του παλιού ανατολικού μπλοκ, η Ελλάδα, προσχώρησε το 2019. Έπεσε ξανά στις 16, όταν η Λιθουανία εγκατέλειψε το σύμφωνο το 2021.)

Εκείνη την εποχή, πολλοί αναλυτές της Κίνας θεώρησαν αυτήν την περιφερειακή ανάμιξη ως μια οξυδερκή κίνηση - ένα επιτυχημένο προοίμιο της Πρωτοβουλίας «Ζώνη και Οδός» (Belt and Road Initiative) η οποία ξεκίνησε το επόμενο έτος σε μια προσπάθεια να προωθηθούν οι κινεζικοί επιχειρηματικοί και πολιτικοί δεσμοί σε όλο τον κόσμο. Υπό τον προκάτοχο του προέδρου Σι Τζινπίνγκ [4], Χου Τζιντάο, η Κίνα είχε επιδιώξει να επινοήσει μια εικόνα του εαυτού της ως μιας ειρηνικής, τεχνοκρατικής χώρας, της οποίας η κύρια προτεραιότητα ήταν η ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία αντί για την προβολή σκληρής ισχύος. Παρά το μέγεθος και το αυταρχικό πολιτικό σύστημα της Κίνας, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες -μαζί με μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η Volkswagen και η Siemens- θεωρούσαν σε μεγάλο βαθμό την Κίνα ως μια προσανατολισμένη στο μέλλον χώρα, που παρείχε πρόσβαση σε μια τεράστια αγορά. Και οι στρατηγικοί στόχοι της Κίνας, όπως η επανένωση με την Ταϊβάν [5] και η επέκταση της ισχύος της στην Θάλασσα της Νοτίου Κίνας, απείχαν πολύ από τα βασικά συμφέροντα της Ευρώπης.

Τόσο για την Κίνα όσο και για τους Ευρωπαίους εταίρους της, η ομάδα των 16+1 φαινόταν επίσης να έχει νόημα ιστορικά: η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και οι Ευρωπαίοι εταίροι της μοιράζονταν μια σοσιαλιστική κληρονομιά. Όλοι βρίσκονταν σε διάφορα στάδια οικονομικών μεταρρυθμίσεων [που ήταν] προσανατολισμένες στην αγορά. Επιπλέον, 11 από αυτές τις μικρές χώρες ήταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επομένως η Κίνα θα μπορούσε να αποκτήσει «πάτημα» στο μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ του κόσμου, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ανταγωνίζεται άμεσα τις προηγμένες οικονομίες της δυτικής Ευρώπης. Τα κινεζικής κατασκευής εργοστάσια σε αυτές τις χώρες θα πληρούσαν την προϋπόθεση του να βρίσκονται εντός της ΕΕ, και ως εκ τούτου θα τους δινόταν προνομιακή πρόσβαση στην κοινή αγορά της ΕΕ. Και το Πεκίνο θα μπορούσε ευκολότερα να εδραιωθεί σε αυτές τις χώρες παρά στις πιο ανεπτυγμένες αντίστοιχες τους, όπως η Γερμανία και η Σκανδιναβία.

Η κινεζική κυβέρνηση θεώρησε επίσης τους 16+1 ως σκαλοπάτι για μια ευρύτερη οικονομική συμφωνία με την ίδια την ΕΕ. Το 2013, η ΕΕ και η Κίνα ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για αυτή που έγινε γνωστή ως Συνολική Συμφωνία Επενδύσεων (Comprehensive Agreement on Investment). Μετά από χρόνια συζητήσεων, οι δύο πλευρές οριστικοποίησαν κατ’ αρχήν την συμφωνία το 2020 με την επιθετική υποστήριξη της τότε καγκελαρίου της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ. Στην θεωρία, φαινόταν ότι η Κίνα μπορεί να βρισκόταν καθ’ οδόν προς μια πιο μακροπρόθεσμη οικονομική σχέση με την Ευρώπη.

Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, οι 16+1 χώλαιναν λόγω των κακώς καθορισμένων στόχων τους. Πρώτον, η Κίνα και οι Ευρωπαίοι εταίροι της είχαν εισέλθει στο σύμφωνο με ριζικά διαφορετικές προσδοκίες. Από την αρχή, το έργο ήταν σε μεγάλο βαθμό μια κινεζική δημιουργία. Η Κίνα δημιούργησε έναν ιστότοπο για να τεκμηριώσει το έργο και έστησε μια γραμματεία που στελεχώθηκε αποκλειστικά με αξιωματούχους του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. Αντίθετα, πολλές από τις κυβερνήσεις της περιοχής θεώρησαν την σχέση ως απλώς έναν τρόπο για να κερδίσουν κινεζικές επενδύσεις και εμπόριο, αλλά δεν συμμερίζονταν τον στόχο του Πεκίνου να επαναπροσανατολιστούν μακριά από τις Βρυξέλλες. Η επίσημη ρητορική της Κίνας σχετικά με το σύμφωνο, που χρησιμοποιούσε την αόριστη και κοινότυπη γλώσσα των συνομιλιών [που γίνονται] στην κινεζική κυβέρνηση, δεν διευκρίνιζε τους στόχους της ομάδας, δηλώνοντας στεγνά ότι «βασιζόταν στην παραδοσιακή φιλία και στην κοινή επιθυμία όλων των συμμετεχόντων για μια επωφελή για όλους (win-win) συνεργασία και κοινή ανάπτυξη».

Τα απτά αποτελέσματα ήταν αντίστοιχα πενιχρά. Ένα βασικό πρόβλημα ήταν η υπόθεση της Κίνας ότι οι χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης σχημάτιζαν ένα συνεκτικό μπλοκ. Η περιοχή που καλύπτεται από τους 16+1 εκτεινόταν σε σχεδόν 2.000 μίλια, από την Εσθονία στα βόρεια έως την Ελλάδα στα νότια, και περιλάμβανε χώρες με υπερβολικά διαφορετικές οικονομικές συνθήκες. Πέντε από τις 16 χώρες - η Αλβανία, η Βοσνία - Ερζεγοβίνη, η Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία - δεν ήταν μέλη της ΕΕ και ήταν σε μεγάλο βαθμό φτωχότερα έθνη με χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης.

Αυτό που αρχικά ένωσε ετούτες τις χώρες για να συμφωνήσουν στις προσεγγίσεις της Κίνας ήταν η υπόθεση ότι, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008, η συνεργασία με το Πεκίνο θα σήμαινε μια τεράστια ένεση κινεζικού κεφαλαίου. Στην συνέχεια, τα χρήματα θα αναζωογονούσαν παλιά εργοστάσια και έργα που δεν είχαν βρει Δυτικούς επενδυτές. Αλλά ελάχιστες από αυτές τις ελπίδες έχουν επιβεβαιωθεί. Το 2013, για παράδειγμα, σε μια σύνοδο κορυφής των 16+1 στο Βουκουρέστι, η Κίνα, η Ουγγαρία και η Σερβία συζήτησαν για μια σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας από το Βελιγράδι στην Βουδαπέστη. Το έργο των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που διαφημίζεται ως η πιο σημαντική πρωτοβουλία «Ζώνη και Οδός» στην Ευρώπη, προαναγγέλθηκε ως σύμβολο της νέας συνεργασίας της Κίνας. Μια δεκαετία αργότερα, ωστόσο, η σιδηροδρομική γραμμή είναι ακόμη ημιτελής και έχει εμπλακεί σε κατηγορίες για διαφθορά και έλλειψη διαφάνειας. Όπως το έθεσε ο Ρουμάνος μελετητής Andreea Brinza, οι 16+1 έγιναν γρήγορα «μια ετήσια σύνοδος κορυφής που περιλαμβάνει μια πληθώρα ανεκπλήρωτων υποσχέσεων και έργων».

ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΡΗΘΗΚΑΝ;

Σύμφωνα με τα κινεζικά στοιχεία, το εμπόριο μεταξύ της Κίνας και των Ευρωπαίων εταίρων της αυξανόταν 8% ετησίως μεταξύ του 2012 και του 2020 και εκτοξεύθηκε ακόμη περισσότερο κατά την διάρκεια της πανδημίας. Όμως η ανάπτυξη ξεκινούσε από πολύ χαμηλή βάση και τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά περιορισμένα. Σύμφωνα με τον Τσέχο ερευνητή Richard Q. Turcsanyi, η Κίνα εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 2% των εξαγωγών της περιοχής της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και το 9% των εισαγωγών της˙ οι κινεζικές άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν ακόμη μικρότερο αντίκτυπο, αποτελώντας λιγότερο από το 1% των συνολικών άμεσων ξένων επενδύσεων. Αυτό, έχει παρατηρήσει ο Turcsanyi, σημαίνει ότι η κεντρική και η ανατολική Ευρώπη «έχουν την λιγότερη κινεζική παρουσία σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου, όπως μετράται με τα μερίδιά τους στην οικονομική αλληλεπίδραση». Δεδομένης της δεκαετούς προσπάθειας του Πεκίνου να καλλιεργήσει την περιοχή, αυτή είναι μια απίστευτα κακή επίδοση.

Ένας λόγος που τα αποτελέσματα ήταν τόσο ζοφερά είναι ότι η κινεζική προσέγγιση άφησε τις κινεζικές εταιρείες να κάνουν την πραγματική επένδυση. Μολονότι πολλές κινεζικές εταιρείες είναι κρατικές, εξακολουθούν να είναι προσανατολισμένες στο κέρδος. Και για αυτές τις επιχειρήσεις, η κεντρική και η ανατολική Ευρώπη απλώς δεν είναι πολύ ελκυστικές. Σε σύγκριση με την δυτική Ευρώπη, είναι λιγότερο πυκνοκατοικημένες, οι πόλεις είναι διασκορπισμένες σε μια μεγάλη περιοχή, υπάρχουν λιγότερες υποδομές και το βιοτικό επίπεδο είναι χαμηλότερο. Δεν είναι περίεργο ότι, παρά την ρητορική ενθάρρυνση του Πεκίνου, ελάχιστες κινεζικές εταιρείες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα να επενδύσουν στην περιοχή.

Σε γενικές γραμμές, οι ατυχίες της Κίνας στην Ευρώπη αντικατοπτρίζουν μια προσέγγιση στην χάραξη πολιτικής που έχει νόημα στο κινεζικό πλαίσιο, αλλά δεν κάνει πάντα καλή εντύπωση στο εξωτερικό, ειδικά στις προηγμένες δημοκρατίες, όπου οι κυβερνήσεις είναι πιο άμεσα υπόλογες στα εκλογικά τους σώματα. Πολλές πρωτοβουλίες της Κίνας αποτελούν συχνά γιορτές επίδειξης που ξεκινούν με θόρυβο και αναφέρουν δημιουργικά στατιστικά. Προσφέρουν μια δήλωση προθέσεων αντί για συγκεκριμένα σχέδια. Το περιεχόμενο προστίθεται αργότερα, μερικές φορές χρόνια αργότερα ή ποτέ.

Ένα άλλο πρόβλημα ήταν η μερκαντιλιστική προσέγγιση της Κίνας στην εξωτερική πολιτική και το εμπόριο – το να βασίζει τις διεθνείς σχέσεις της σε υπολογισμούς οικονομικού κέρδους. Όλες οι χώρες το κάνουν αυτό σε κάποιο βαθμό, αλλά η Κίνα ξεχωρίζει μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για το ότι βασίζεται τόσο πολύ στους οικονομικούς δεσμούς για την διαμόρφωση των διεθνών της σχέσεων. Εν τω μεταξύ, τα έργα που έχει ανακοινώσει η Κίνα έχουν συχνά μετατραπεί σε σπατάλες χρόνου και χρημάτων ή αδιέξοδα. Μαζί με το σιδηροδρομικό έργο υψηλής ταχύτητας, αυτά περιλαμβάνουν μια επέκταση 15,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων του πυρηνικού σταθμού Cernavoda στην Ρουμανία, για την οποία η υποσχεθείσα κινεζική επένδυση δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Το 2020, επτά χρόνια αφότου η Κίνα είχε υπογράψει την συμφωνία, το έργο ανέλαβε μια αμερικανική κοινοπραξία. Εν μέρει λόγω του φιάσκου του πυρηνικού σταθμού, η ρουμανική κυβέρνηση απαγόρευσε πέρυσι στις κινεζικές εταιρείες να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς δημοσίων υποδομών. Άλλες κυβερνήσεις της περιοχής έχουν κάνει παρόμοιες κινήσεις, θεωρώντας τις κινεζικές προσφορές για συμβάσεις ως επιβλαβείς για τις προσπάθειές τους να ανταγωνιστούν τις πιο προηγμένες βιομηχανικές οικονομίες.

ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΑΪΒΑΝ

Αλλά η φθίνουσα υποστήριξη [που απολαμβάνει] η Κίνα στην Ευρώπη δεν περιορίστηκε στις οικονομικές αποτυχίες. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δυσφορούν όλο και περισσότερο με τις προσπάθειες του Πεκίνου να χρησιμοποιήσει την οικονομική του ισχύ ώστε να φιμώσει τις επικρίσεις για τις ίδιες του τις πολιτικές και τα πεπραγμένα του στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή η στρατηγική καταναγκασμού δεν υπήρξε πουθενά πιο έντονη από όσο στο θέμα της Ταϊβάν [6].

Αναλογιστείτε την περίπτωση της Λιθουανίας. Από σεβασμό προς την Κίνα, οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη και αλλού έχουν χρησιμοποιήσει την λέξη «Ταϊπέι» για να περιγράψουν οποιαδήποτε αντιπροσωπεία της Ταϊβάν στις χώρες τους, με το σκεπτικό ότι ήταν αποδεκτό να χρησιμοποιείται [το όνομα] της πρωτεύουσας του νησιού αντί για το κανονικό όνομα της, διότι το τελευταίο υπονοούσε κατά κάποιο τρόπο κρατική υπόσταση. Όταν, πέρυσι, η Λιθουανία αποφάσισε να αψηφήσει αυτόν τον κανόνα - επιτρέποντας στην Ταϊβάν να ανοίξει μια αντιπροσωπεία που είχε στο όνομά της την [λέξη] «Taiwan» - το Πεκίνο απάντησε με πλήρη οικονομική απαγόρευση της χώρας. Όχι μόνο διέκοψε τις λιθουανικές εξαγωγές προς την Κίνα, αλλά απείλησε να απαγορεύσει κάθε προϊόν που κατασκευάζεται σε άλλη χώρα, εάν το προϊόν περιείχε [έστω και] ένα λιθουανικό συστατικό.

Στην αρχή, φαινόταν ότι η Λιθουανία θα έβρισκε ελάχιστους υποστηρικτές στην Ευρώπη εξαιτίας της άρνησης της να υποκύψει στις κινεζικές απαιτήσεις. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα αφότου η Κίνα απείλησε να επιβάλει κυρώσεις σε διεθνείς εταιρείες που χρησιμοποιούσαν εξαρτήματα λιθουανικής κατασκευής. Κάποιες χώρες της ΕΕ - συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, η οποία έχει μεγάλο εμπόριο με την Κίνα - άσκησαν άτυπη πίεση στην Λιθουανία να υποχωρήσει από την στάση της υπέρ της Ταϊβάν. Σταδιακά, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρήκαν αφόρητη την σκληροπυρηνική συμπεριφορά του Πεκίνου. Τον Ιανουάριο του 2022, οι Βρυξέλλες εκκίνησαν μια υπόθεση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, κατηγορώντας το Πεκίνο ότι εμπλέκεται σε πρακτικές διακρίσεων, διότι σταμάτησε να εκτελωνίζει λιθουανικά προϊόντα και απέρριψε αιτήσεις εισαγωγής από την Λιθουανία. Ήταν εν μέσω αυτών των επιδεινούμενων σχέσεων, που ο πόλεμος στην Ουκρανία έστρεψε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πιο αποφασιστικά εναντίον της Κίνας.

ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ;

Η υποστήριξη της κινεζικής κυβέρνησης στην Ρωσία την περίοδο πριν από την εισβολή αιφνιδίασε πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες. Λίγο πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, η Κίνα και η Ρωσία εξέδωσαν ένα κοινό ανακοινωθέν που προωθούσε την έκκληση της Ρωσίας για επιστροφή του ΝΑΤΟ στα σύνορα του 1997. Αυτή η ενέργεια θα είχε αφαιρέσει από χώρες όπως η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Πολωνία, η Σλοβακία και τα κράτη της Βαλτικής -όλες τους μέλη της ομάδας 16+1 που υποτίθετο ότι υποστήριζε η Κίνα- όπλα και στρατεύματα του ΝΑΤΟ, αφήνοντάς τις τόσο ευάλωτες όσο η Ουκρανία.

Η συμπεριφορά του Πεκίνου από την έναρξη του πολέμου και μετά – επαναλαμβάνοντας το ρωσικό θέμα συζήτησης ότι η εισβολή προκλήθηκε από την διεύρυνση του ΝΑΤΟ [7] – έχει αποκρυσταλλώσει την αυξανόμενη ανησυχία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τον Μάρτιο, η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, Annalena Baerbock, είπε ότι ο πόλεμος έδειξε πως «οι μονόπλευρες οικονομικές ευθυγραμμίσεις στην πραγματικότητα μας καθιστούν ευάλωτους. Όχι μόνο αναφορικά με την Ρωσία». Η ευρωπαϊκή απογοήτευση με την Κίνα ξεχείλισε μετά από μια σύνοδο κορυφής στις αρχές Απριλίου, μεταξύ ανώτερων Κινέζων ηγετών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο ανώτατος εκπρόσωπος της ΕΕ για τις εξωτερικές υποθέσεις, Ζοζέπ Μπορέλ, την χαρακτήρισε «διάλογο των κωφών». Αυτή η αίσθηση ήταν ιδιαίτερα έντονη μεταξύ των μελών των 16+1, πολλά εκ των οποίων βρίσκονται τώρα στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με την Ρωσία και έχουν επωφεληθεί από τις εγγυήσεις ασφαλείας του ΝΑΤΟ.

Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν πλέον ενστερνιστεί ανοιχτά την ευθεία θέση της Λιθουανίας για την Ταϊβάν. Μία είναι η Δημοκρατία της Τσεχίας, η οποία είναι επίσης μια από τις πιο εύπορες χώρες της περιοχής. Τον Απρίλιο, ο Τσέχος υπουργός Εξωτερικών, Jan Lipavsky, απαίτησε μεγαλύτερο έλεγχο της υποστήριξης της Κίνας προς την Ρωσία, κατηγόρησε την Κίνα ότι έχει «εκφοβίσει» την Ταϊβάν και απηύθυνε έκκληση για στενότερες σχέσεις [μεταξύ] της Τσεχίας και της Ταϊβάν. Η Λετονία, ο στενός γείτονας της Λιθουανίας, έχει εν τω μεταξύ καλέσει το Πεκίνο να «χρησιμοποιήσει περισσότερη μόχλευση προκειμένου να σταματήσει την επιθετικότητα της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας».

Σημειωτέον, η ίδια η [ομάδα] 16+1 φαίνεται όλο και πιο αναποτελεσματική. Πέρυσι, έξι χώρες μέλη αποφάσισαν εναντίον της συμμετοχής των αρχηγών των κρατών τους σε μια εικονική σύνοδο κορυφής με τον Σι Τζινπίνγκ, στέλνοντας αντ 'αυτών αξιωματούχους χαμηλότερου επιπέδου. Φέτος, η σύνοδος κορυφής των 16+1 δεν πραγματοποιήθηκε, πιθανώς λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

ΙΣΧΥΣ, ΟΧΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ

Οι αποτυχίες της Κίνας στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη υπογραμμίζουν την ολοένα και πιο ιδεολογική προσέγγιση της χώρας στις εξωτερικές υποθέσεις υπό τον Σι Τζινπίνγκ. Τις περισσότερες από αυτές τις αποτυχίες τις προκάλεσε η ίδια στον εαυτό της. Η Κίνα ήταν επί μακρόν καχύποπτη με τις Δυτικές συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ, αλλά η απόφασή της να υποστηρίξει ανοιχτά την ρωσική θέση προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας ουσιαστικά στις χώρες των 16+1 να εγκαταλείψουν μία από τις βασικές προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής τους. Οι άνθρωποι του κινεζικού κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να είχαν αναγνωρίσει πόσο κακή εντύπωση θα έκανε αυτό στην περιοχή, αλλά προφανώς δεν ήταν σε θέση να πείσουν την κινεζική ηγεσία. Αντίθετα, κέρδισε η επιθυμία του Σι να συνάψει συμφωνία με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον οποίο έχει ισχυρές προσωπικές σχέσεις. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί μέρος ενός συνολικού παραγκωνισμού των εμπειρογνωμόνων της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας, υπέρ των ιδεολόγων [που βρίσκονται] πιο κοντά στον Σι.

Στην οικονομική σφαίρα, η επένδυση στις λιγότερο εύπορες χώρες της Ευρώπης θα ήταν πρόκληση υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Αλλά η απροθυμία της Κίνας να φέρει εις πέρας τα προβληματικά έργα επιδείνωσε την κατάσταση. Αντίθετα, οι σύνοδοι κορυφής των 16+1 συνεχίστηκαν, με τους ίδιους αθετημένους στόχους που απαριθμούνται στον κινεζικό ιστότοπο του οργανισμού.

Η ανυποχώρητη προσέγγιση του Πεκίνου στην Ευρώπη ίσως να μην διαρκέσει για πάντα. Αναλυτές και αξιωματούχοι της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης που έχουν αντιμετωπίσει την Κίνα λένε ότι οι αξιωματούχοι της είναι πλέον ισχυροί γλωσσικά στο μωσαϊκό των γλωσσών και των παραδόσεων που συνθέτουν την περιοχή. Και η κινεζική ηγεσία είναι επίμονη - μολονότι η επίσκεψη της πρέσβεως της στην περιοχή τον περασμένο μήνα θεωρήθηκε αποτυχημένη, το Πεκίνο είναι απίθανο να τα παρατήσει. Η επιτυχία, ωστόσο, θα εξαρτηθεί από την επιστροφή σε πιο ρεαλιστικές πολιτικές. Και με τον Σι Τζινπίνγκ να είναι πιθανό να αναλάβει άλλη μια πενταετή θητεία σε μια συνεδρίαση – κλειδί του Κομμουνιστικού Κόμματος αυτό το φθινόπωρο, αυτού του είδους η διόρθωση πορείας ίσως χρειαστεί να περιμένει.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Souls-China-Return-Religion-After/dp/1101870052
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2022-05-12/war-ukraine-w...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-02-01/taiwan-cant-wait
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-12-09/xi-jinpings-new...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-05-16/what-china-lear...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-05-20/fight-over-taiw...
[7] https://www.foreignaffairs.com/ask-the-experts/2022-04-19/was-nato-enlar...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-06-10/has-china-lost-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition