Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας

Η τιθάσευση των ασταθών αγορών πετρελαίου προϋποθέτει μια νέου είδους κυβερνητική παρέμβαση
Περίληψη: 

Για να χειριστούν τους μελλοντικούς κραδασμούς και να μετριάσουν την απειλή της κλιματικής αλλαγής, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις συμμαχικές τους πρωτεύουσές πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα για να σταθεροποιήσουν τις τιμές και να διευκολύνουν μια μακροπρόθεσμη μετατόπιση από τα ορυκτά καύσιμα.

O GREGORY BREW είναι μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Jackson Institute of Global Affairs στο Yale University.

Το πετρέλαιο είναι ένα ασταθές εμπόρευμα. Ακόμη και υπό ιδανικές συνθήκες, η τιμή του αργού αλλάζει ανά λεπτό, ωθούμενη από πολλές αιτίες, όπως οι μετατοπίσεις στα εθνικά αποθέματα πετρελαίου και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα σε πετρελαιοπαραγωγά κράτη. Ωστόσο, από τους πετρελαϊκούς κραδασμούς της δεκαετίας του 1970 και μετά, η παγκόσμια οικονομία έχει γενικά διαχειριστεί αυτή την αστάθεια. Το πετρέλαιο είναι ένας κρίσιμος πόρος, και η παγκόσμια οικονομική αλληλεξάρτηση σημαίνει ότι οι παραγωγοί και οι καταναλωτές μοιράζονται συνήθως το κόστος των ξαφνικών αλλαγών των τιμών. Στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, καθώς η ζήτηση ανέβαινε σταθερά, η παραγωγή αυξήθηκε για να την καλύψει.

14072022-1.jpg

Εξοπλισμός αγωγού φυσικού αερίου στην [πόλη] Lubmin, στην Γερμανία, τον Μάρτιο του 2022. Hannibal Hanschke / Reuters
------------------------------------------

Ωστόσο, εντός της τελευταίας δεκαετίας, η αστάθεια της αγοράς πετρελαίου έχει γίνει μη βιώσιμη. Καθώς η πανδημία της COVID-19 διέρρηξε μια ήδη πληττόμενη βιομηχανία [1], οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες αντιμετώπισαν ελλείψεις στην προσφορά και αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική ζήτηση. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 ώθησε αυτή την αστάθεια σε απαράδεκτο επίπεδο. Εν μέσω μιας ριζικής διατάραξης των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας, οι τιμές εκτοξεύτηκαν – τροφοδοτώντας την χειρότερη κρίση πληθωρισμού παγκοσμίως από την δεκαετία του 1970. Παράλληλα με τις προκλήσεις της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την μετά-COVID-19 οικονομική ανάκαμψη, οι αγορές ενέργειας βρίσκονται πλέον σε συνεχή ρευστότητα.

Αυτή η ασταθής κατάσταση θα πρέπει να ταρακουνήσει την Ουάσιγκτον από τον μακροχρόνιο εφησυχασμό της. Για πάρα πολύ καιρό, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καταφέρει να ρυθμίσουν την εγχώρια βιομηχανία πετρελαίου τους ή να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την διαχείριση της παγκόσμιας αγοράς. Για να χειριστούν τους μελλοντικούς κραδασμούς και να μετριάσουν την απειλή της κλιματικής αλλαγής, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις συμμαχικές τους πρωτεύουσές πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα για να σταθεροποιήσουν τις τιμές και να διευκολύνουν μια μακροπρόθεσμη μετατόπιση από τα ορυκτά καύσιμα [2]. Το πετρέλαιο βρίσκεται εκτός ελέγχου για πάρα πολύ καιρό. Ήρθε η ώρα να τεθούν κάποιοι νέοι κανόνες.

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ

Από την Βιομηχανική Επανάσταση και μετά, η παγκόσμια οικονομία έχει εξαρτηθεί από την ροή των ενεργειακών εμπορευμάτων για να διατηρήσει την βιομηχανική δραστηριότητα και να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο. Τον δέκατο ένατο αιώνα, η οικονομική δραστηριότητα επικεντρώθηκε στον άνθρακα˙ αργότερα, περιστράφηκε γύρω από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ελάχιστες χώρες διέθεταν τους ενεργειακούς πόρους που χρειάζονταν για να είναι πλήρως αυτάρκεις, και οι περισσότερες θεώρησαν υπερβολικά επιβαρυντικά τα βήματα για την επίτευξη και την διατήρηση αυτής της αυτάρκειας. Ως αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνου, όλα τα κράτη εκτέθηκαν και βασίστηκαν όλο και περισσότερο στην ροή των ενεργειακών εμπορευμάτων μέσω μιας παγκόσμιας αγοράς.

Η σύγχρονη παγκόσμια αγορά ενέργειας διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο [3], καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαθίδρυσαν μια νέα οικονομική τάξη πραγμάτων και διευκόλυναν την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Μεταξύ του 1949 και του 1970, η κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε ταχέως παγκοσμίως, ανεβαίνοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, από 5,8 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (bpd) στα 16,4 εκατομμύρια bpd και στην Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, από λιγότερο από ένα εκατομμύριο bpd στα 18 εκατομμύρια bpd. Παρά την εκτινασσόμενη ζήτηση, αυτή η αγορά ήταν σχετικά σταθερή και οι κραδασμοί των τιμών ήταν σπάνιοι - εν μέρει διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο, διατήρησαν αρκετή πλεονάζουσα ικανότητα για να ανταποκριθούν στην ζήτηση κατά την διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης. Επιπλέον, ένας μικρός όμιλος μεγάλων Δυτικών πετρελαϊκών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων της Exxon, της BP, της Shell, της Chevron και της Mobil, έλεγχε την παγκόσμια αγορά πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγικών κοιτασμάτων πετρελαίου της Μέσης Ανατολής. Αυτή η κυριαρχία σήμαινε ότι οι μεγάλες εταιρείες μπορούσαν να λειτουργούν ως ολιγοπώλιο - διατηρώντας τις τιμές σχετικά σταθερές μέχρι την δεκαετία του 1960.

Ως αποτέλεσμα, οι διακοπές στην προμήθεια πετρελαίου [4] σπάνια προκάλεσαν σοβαρές οικονομικές βλάβες. Το 1951, για παράδειγμα, το Ιράν εθνικοποίησε την βρετανικής ιδιοκτησίας πετρελαϊκή βιομηχανία του. Σε αντίποινα, το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλλε εμπάργκο στο ιρανικό πετρέλαιο, αρνούμενο να δεχτεί εισαγωγές έως ότου η Τεχεράνη αντέστρεφε την πολιτική της. Αρχικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ήταν ανήσυχοι ότι η κρίση θα δημιουργούσε ελλείψεις στην παγκόσμια οικονομία, καθώς το Ιράν προμήθευε το 7% του παγκόσμιου αργού πετρελαίου και το 5% των διυλισμένων προϊόντων του. Όμως λόγω του ότι οι μεγάλες Δυτικές εταιρείες έλεγχαν κοιτάσματα πετρελαίου εκτός του Ιράν, μπορούσαν να καλύψουν το έλλειμμα, αυξάνοντας απλώς την παραγωγή στο Ιράκ, στο Κουβέιτ και στην Σαουδική Αραβία. Μέσα σε δύο χρόνια, οι προσπάθειες του Ιράν να εθνικοποιήσει την παραγωγή πετρελαίου του είχαν αντιστραφεί από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο βοηθήθηκε από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.