Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων είναι κακός για την δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων είναι κακός για την δημοκρατία

Η αντιπαλότητα με την Κίνα και την Ρωσία ενισχύει τις πραγματικές αιτίες της αμερικανικής παρακμής

Αλλά η επιρροή του Ψυχρού Πολέμου είναι πολύ πιο περίπλοκη -και πιο ζοφερή- από τα συνηθισμένα λεγόμενα των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής. Είναι αλήθεια ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δημιούργησε τεράστια οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, αλλά το έκανε με βλαβερές επιπτώσεις στον ελεύθερο λόγο, στην φυλετική και οικονομική ισότητα, και στον δημοκρατικό πλουραλισμό. Η αντιπαλότητα με την Σοβιετική Ένωση πυροδότησε τον Κόκκινο Τρόμο (Red Scare) την δεκαετία του 1950, κατά την διάρκεια του οποίου άνθρωποι που κατηγορούνταν απλώς για ανεπαρκή αφοσίωση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ έχασαν τις δουλειές τους και μπήκαν στη μαύρη λίστα της Ουάσιγκτον και του Χόλιγουντ. Ανέστειλε τα πιο φιλόδοξα τμήματα της ατζέντας για τα ατομικά δικαιώματα, θυσιάζοντας την δημιουργία θέσεων εργασίας και τις επενδύσεις σε υποδομές για τις κοινότητες των μαύρων Αμερικανών, προκειμένου να πληρωθεί ον πόλεμος του Βιετνάμ. Καθυστέρησε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για το φύλο, πιέζοντας τις γυναίκες σε οικιακούς, οικογενειακούς βοηθητικούς ρόλους και καταστέλλοντας το φεμινιστικό κίνημα, έως ότου αυτό βρήκε φωνή δίπλα σε άλλους αγώνες για την δικαιοσύνη κατά την διάρκεια της εποχής του πολέμου του Βιετνάμ. Και με το να επιτίθεται στα προγράμματα πλήρους απασχόλησης, εθνικής υγειονομικής περίθαλψης, και εργατικού συνδικαλισμού ως «σοσιαλιστικά» ή «κομμουνιστικά», θρυμμάτισε την οικονομική τάξη του New Deal που είχε εγκαθιδρυθεί υπό τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ.

Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων με τους Σοβιετικούς επιδείνωσε τις ταξικές ανισότητες που άνοιξαν τον δρόμο για την άνοδο των πολιτικών λιτότητας την δεκαετία του 1980. Στην συνέχεια, οι νεοφιλελεύθερες συνταγές για την διαχείριση της οικονομίας περιελάμβαναν ένα αδύναμο κράτος πρόνοιας, την απορρύθμιση των επιχειρήσεων, και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών και των υπηρεσιών -εκ των οποίων όλα επέφεραν όλο και μεγαλύτερες ανισότητες στους μισθούς, στα εισοδήματα, και στις προοπτικές εργασίας μεταξύ της εργατικής τάξης και των εύπορων Αμερικανών. Μια πολιτική οικονομία που ήταν εξαρτημένη από τις στρατιωτικές δαπάνες δημιούργησε θέσεις εργασίας στους τομείς της μηχανικής και της τεχνολογίας, αλλά αυτό ωφέλησε πρωτίστως όσους είχαν υψηλό επίπεδο μόρφωσης και την ανώτερη μεσαία τάξη. Η άνοδος της μεταβιομηχανικής οικονομίας τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 σήμαινε ότι οι Αμερικανοί [που βρίσκονταν] εκτός των τομέων της τεχνολογίας, της ακαδημαϊκής κοινότητας, και της μηχανικής (πεδία που επιδοτούνταν από τις αμυντικές δαπάνες του Ψυχρού Πολέμου), και χωρίς ανώτερα πτυχία, έπρεπε να αναζητήσουν θέσεις εργασίας στην βιομηχανία των υπηρεσιών, η οποία παρέχει μόνιμα ανασφαλή, χαμηλόμισθη εργασία, χωρίς πολλές ευκαιρίες για κοινωνική κινητικότητα. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν ένας αγώνας που ωφέλησε την εργατική τάξη.

Ο Ψυχρός Πόλεμος έθεσε επίσης ένα προηγούμενο όσον αφορά τις ομοσπονδιακές δαπάνες κατά το οποίο οι εξοπλισμοί απέβαιναν απαραιτήτως εις βάρος των κοινωνικών αγαθών. Ενώ οι δαπάνες του Πενταγώνου ήταν κατά μέσο όρο 7,6% του ΑΕΠ, οι δαπάνες για την εκπαίδευση χρησιμοποιούσαν μόνο το 3% μεταξύ του 1946 και του 1960. Στην κορύφωσή τους, το 1982, τα επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης αποτελούσαν σχεδόν το 5% του ΑΕΠ. Τα προηγούμενα σαράντα χρόνια, τα επιδόματα ήταν κατά μέσο όρο λιγότερο από το 3% του ΑΕΠ. (Μόνο οι δαπάνες για την υγεία συναγωνίζονταν την εθνική άμυνα ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου). Η ισορροπία μεταξύ της άμυνας και των κοινωνικών προτεραιοτήτων των ΗΠΑ δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, οι φιλελεύθεροι του Ψυχρού Πολέμου εξαρτούσαν τις εγχώριες επενδύσεις από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό σήμαινε την αποσύνδεση του σκεπτικού για τα δημόσια αγαθά από το θετικό όραμα για την κοινωνία με τους δικούς του όρους και, αντ' αυτού, την σύνδεσή του με ό,τι θα έβλαπτε περισσότερο τους Σοβιετικούς. Αυτό κατέστησε δυνατό το να βρεθούν οι εσωτερικές δαπάνες απέναντι με την διαστρεβλωμένη λογική ότι ήταν επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό με τους Σοβιετικούς. Ακόμη και οι Δημοκρατικοί άρχισαν να υιοθετούν αυτήν την άποψη για το κράτος πρόνοιας από την δεκαετία του 1970, εγκαταλείποντας ουσιαστικά την εργατική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος υπέρ μιας στελεχιακής (white-collar), τεχνολογικά μορφωμένης εκλογικής βάσης την οποία θεωρούσαν πιο ικανή να ξεπεράσει σε επιδόσεις τον γεωπολιτικό εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η ανταλλαγή, η οποία άφησε το Δημοκρατικό Κόμμα της δεκαετίας του 2020 να αναζητά την πολιτική ψυχή του, λειτούργησε πολύ καλύτερα για τους δεξιούς, εθνικιστές πολιτικούς που υποστήριζαν σταθερά ότι τα χρήματα που δαπανώνται για τη μείωση της φτώχειας -στο εσωτερικό και στο εξωτερικό- θα δαπανώντο καλύτερα σε διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους που θα μπορούσαν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, σε προγράμματα αντιπυραυλικής άμυνας, και συνολικά σε μια πιο μυώδη εξωτερική πολιτική. Αυτή η τάση συνέβαλε στην εκλογίκευση της σκιάς του πυρηνικού τρόμου υπό την οποία ο κόσμος υποχρεούται ακόμη να ζει σήμερα, αλλά έκανε ελάχιστα, ας πούμε, για να υποστηρίξει την αμερικανική δημοκρατία ή να προετοιμάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια παγκόσμια πανδημία –για να μην αναφερθούμε στην ανύψωση των φτωχών της Αμερικής.