Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων είναι κακός για την δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων είναι κακός για την δημοκρατία

Η αντιπαλότητα με την Κίνα και την Ρωσία ενισχύει τις πραγματικές αιτίες της αμερικανικής παρακμής

Η καταπολέμηση του μονολιθικού κομμουνιστικού εχθρού στο εξωτερικό γύρισε επίσης ως μπούμερανγκ με τη μορφή του ρατσισμού και της ξενοφοβίας εναντίον των μεταναστών στο εσωτερικό. Ο Νόμος περί Εσωτερικής Ασφάλειας (Internal Security Act) του 1950, ο οποίος απαιτούσε από τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος να καταγράφονται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, επέτρεψε στις αρχές των ΗΠΑ να απελαύνουν πολιτογραφημένους μετανάστες που ήταν ύποπτοι για «απιστία». Μετά την κατάργηση του Νόμου περί Κινεζικού Αποκλεισμού (Chinese Exclusion Act) το 1943, οι Κινέζοι μετανάστες κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αναγκάστηκαν να «ομολογήσουν» το καθεστώς της παράνομης μετανάστευσής τους -ακόμη και αν δεν είχαν παραβιάσει κανέναν νόμο όταν ήρθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες- για να κερδίσουν τα δικαιώματα της ιθαγένειάς τους. Τέτοιες πολιτικές αντανακλούσαν την αντικομμουνιστική υστερία του Μακαρθισμού που διήρκεσε έως και την δεκαετία του 1960. Ακόμη και όταν οι Δημοκρατικοί στήριξαν τελικά τα ατομικά δικαιώματα, όπως έχει εξηγήσει [4] η ιστορικός Mary Dudziak, ήταν με έναν καχεκτικό και περιορισμένο τρόπο, επί δεκαετίες ετεροχρονισμένο από την προγενέστερη καταστροφή ενός άλλοτε ενωμένου προοδευτικού κινήματος, το οποίο ήταν ο πρώτος οργανωμένος υποστηρικτής της πολιτικής και οικονομικής ισότητας στην Αμερική. Εκείνος ο συνασπισμός διαλύθηκε από αντικομμουνιστές φιλελεύθερους -συμπεριλαμβανομένων Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων- των οποίων τα οράματα για αλλαγή περικόπηκαν με το να ορίσουν την πολιτική τους εναντίον ενός εχθρού και όχι με την δική τους θεωρία για την δημοκρατία.

Η αποτυχία να δουν τον Ψυχρό Πόλεμο όπως ήταν, έχει αφήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες απροετοίμαστες να διαχειριστούν τους κινδύνους που δημιουργεί σήμερα ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων για την δημοκρατική κοινωνία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πιστεύει ότι αυτή η αντιπαλότητα θα ωφελήσει την αμερικανική μεσαία τάξη και τον κόσμο, ωστόσο [η αντιπαλότητα] ήδη δηλητηριάζει την πολιτική των ΗΠΑ, βοηθά τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, και συσσωρεύει αποτρέψιμους στρατηγικούς κινδύνους στην πορεία.

ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Όπως ο ρατσισμός και η βία με εθνοτικά κίνητρα αποτέλεσε μέρος της εμπειρίας του Ψυχρού Πολέμου, έτσι έχει γίνει και το πιο ορατό και άμεσο τίμημα της σημερινής αναμέτρησης με την Κίνα και την Ρωσία. Μόνο τους τελευταίους μήνες, οι ξενοφοβικές επιθέσεις εναντίον Ρώσων και Κινέζων μεταναστών έχουν κλιμακωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα περιστατικά εγκλημάτων μίσους εναντίον Αμερικανοασιατών έχουν αυξηθεί κατά 339% από το 2021 και μετά, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης στην Ατλάντα τον Μάρτιο του 2021 που σκότωσε έξι Αμερικανοασιάτισσες. Μετά την εισβολή [5] στην Ουκρανία, οι ρωσικές επιχειρήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες μποϊκοτάρονται και η Disney διέκοψε τις νέες κυκλοφορίες των ταινιών της στην Ρωσία. Ο Δημοκρατικός βουλευτής, Eric Swalwell, έφτασε στο σημείο να συστήσει «να διώξουμε με τις κλωτσιές κάθε Ρώσο μαθητή από τις Ηνωμένες Πολιτείες». Αυτή είναι μια ανησυχητική επανάληψη του ψυχροπολεμικού αποκλεισμού.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν [6], έχει δικαίως αποκηρύξει τις πράξεις απροκάλυπτου ρατσισμού και ξενοφοβίας εναντίον των Ρώσων και των Κινέζων μεταναστών. Αλλά μια αντιρατσιστική, αντιξενοφοβική πολιτική δεν είναι μια πολιτική που απλώς αποκηρύσσει τους φυλετικούς χαρακτηρισμούς ή τις μισαλλόδοξες πολιτιστικές συλλογιστικές˙ πρέπει επίσης να καθιστά δυσκολότερη, και όχι ευκολότερη, την διακίνηση φυλετικών απόψεων. Και σε αυτή την υπόθεση, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποτυγχάνει. Κάθε χειρονομία προς «την υπερίσχυση στον ανταγωνισμό με την Κίνα» στηρίζει ακούσια τον εθνοτικό εθνικισμό [7] στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να καταλάβουν ότι ο Σι αντλεί δύναμη από την αντιπαλότητα, όπως κάνουν και οι Αμερικανοί ακροδεξιοί εξτρεμιστές, όσοι πιστεύουν σε θεωρίες συνωμοσίας, και οι δημαγωγοί πολιτικοί της Ουάσιγκτον που τους εκμαυλίζουν.

Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές όπως ο Tom Cotton, ο Ted Cruz, και ο Josh Hawley διαπερνούν τα συμφέροντα της ευγενικής κοινωνίας της Ουάσινγκτον και της άκρας δεξιάς. Πως; Με την επίκληση της ρητορικής μίσους και την προώθηση πολιτικών φυλετικού αποκλεισμού που είναι ελκυστικές στους υποστηρικτές της λευκής ανωτερότητας και σε όσους πιστεύουν στις θεωρίες συνομωσίας, ενόσω διατηρούν μια επίφαση νομιμότητας, ισχυριζόμενοι ότι στοχεύουν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) ή την «Κίνα» ευρύτερα —έναν ασαφή απειλητικό «άλλο» που παγιδεύει την ευρύτερη κοινότητα των Αμερικανοασιατών. Μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας του 2020, ο Cruz υπερασπίστηκε [8] την χρήση φυλετικά κωδικοποιημένων χαρακτηρισμών που στόχευαν την Κίνα, συμπεριλαμβανομένων του «kung flu» και του «κινεζικού ιού» (Chinese virus). Ο Cotton διακίνησε προσωπικά αυτή την πολιτική διγλωσσία του κίτρινου κινδύνου και εκείνο το έτος συν-υποστήριξε [9] νομοθεσία για την απαγόρευση στους Κινέζους φοιτητές να εξασφαλίζουν βίζα για σπουδές φυσικής και χημείας, τεχνολογίας, μηχανικής, ή μαθηματικών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και ο Hawley κέρδισε έναν τίτλο στο [περιοδικό] Vanity Fair [10] που έγραφε «Ο Josh Hawley δηλώνει υπερήφανα ότι είναι υπέρ των εγκλημάτων μίσους» αφότου έριξε τη μοναδική ψήφο κατά του μη αμφιλεγόμενου Νόμου περί Εγκλημάτων Μίσους για την COVID-19 (COVID-19 Hate Crimes Act). Ο Hawley έκανε επίσης εκστρατεία για την επανεκλογή του με διαφημίσεις που περιελάμβαναν απεικονίσεις [11] Κινέζων επιχειρηματιών που εξαγόραζαν αμερικανικές φάρμες, δημιουργώντας ένα φυλετικό στίγμα γύρω από το σε ποιον θα πρέπει να επιτρέπεται να κατέχει το πιο σημαντικό απτό περιουσιακό στοιχείο της οικονομίας των ΗΠΑ.

15072022-2.jpg

Διαμαρτυρία στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, τον Μάρτιο του 2021. Rachel Wisniewski / Reuters
--------------------------------------------------