Η νέα παλαιά τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η νέα παλαιά τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή

Το ταξίδι του Μπάιντεν δείχνει γιατί η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να κάνει λάθος στην περιοχή

Οι προεδρικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν τον Κλίντον επιχείρησαν όλες τον δικό τους επανασχεδιασμό της περιφερειακής τάξης στη Μέση Ανατολή. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου [2001], η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους [του νεότερου] [22] ξεκίνησε μια στρατηγική πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ. Το επίκεντρο αυτής της νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων θα ήταν ο «παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», ο οποίος στη Μέση Ανατολή περιλάμβανε την στενή συνεργασία των ΗΠΑ με περιφερειακές υπηρεσίες ασφαλείας και μια μαζική και παρεμβατική επέκταση της παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή. Η εισβολή στο Ιράκ για την απομάκρυνση του Σαντάμ αποδείχθηκε, φυσικά, μοναδικά καταστροφική, δημιουργώντας ένα κενό σταθερότητας στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Η αμερικανική κατοχή του Ιράκ εξαπέλυσε βάναυσο σεκταρισμό, ισχυροποιώντας τόσο το Ιράν όσο και τα σουνιτικά τζιχαντιστικά κινήματα, όπως το εκκολαπτόμενο Ισλαμικό Κράτος (γνωστό και ως ISIS [23]), και προκάλεσε μια πλημμύρα εκατομμυρίων προσφύγων. Ο πόλεμος στο Ιράκ εξάντλησε την προθυμία και την ικανότητα των Αμερικανών να δράσουν στρατιωτικά στη Μέση Ανατολή και τερματίστηκε με την σχετικά Πύρρειο νίκη του Ιράν να εγκαθιδρύσει τους συμμάχους του σε κυρίαρχες θέσεις στο ιρακινό κράτος.

Ωστόσο, υπήρχε μια τάξη σε αυτό το χάος. Αυτή η «νέα Μέση Ανατολή», ένας όρος που επινοήθηκε από την υπουργό Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις [24], κατά την διάρκεια της κορύφωσης του πολέμου του Ισραήλ στον Λίβανο το 2006, ήταν βίαιη και υπερανταγωνιστική, αλλά δομικά, ήταν αρκετά παρόμοια με την σημερινή. Από τη μία πλευρά βρισκόταν αυτός που οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ αποκαλούσαν «άξονας των μετριοπαθών», ο οποίος περιελάμβανε το Ισραήλ και τα περισσότερα από τα αραβικά κράτη [που βρίσκονταν] υπό την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ, και από την άλλη πλευρά βρισκόταν ο «άξονας της αντίστασης», ο οποίος περιελάμβανε το Ιράν, την Συρία και μη κρατικούς δρώντες, όπως η Χαμάς [25] και η Χεζμπολάχ [26]. Συχνά λησμονείται ότι τα σαουδαραβικά media υποστήριξαν αρχικά την επίθεση του Ισραήλ στη Χεζμπολάχ το 2006, λόγω της αντιπάθειάς τους προς το υποστηριζόμενο από το Ιράν σιιτικό κίνημα, έως ότου η εχθρική απάντηση του κοινού τα υποχρέωσε να αλλάξουν την δημοσιογραφική γραμμή τους. Η ακραία αντιδημοτικότητα των προσπαθειών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, όπως οι πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, επέτρεψε στην Τουρκία και στο Κατάρ να αποκτήσουν μεγάλα πολιτικά κέρδη κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ενεργώντας ως αμφιταλαντευόμενα κράτη που έπαιρναν θέσεις περισσότερο ευθυγραμμισμένες με την αραβική κοινή γνώμη.

Ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα [27] πρόσφερε ένα γνήσια διαφορετικό όραμα της περιφερειακής τάξης πραγμάτων, που βασιζόταν στην δημιουργία μιας σταθερής και λειτουργικής ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ του Ιράν και των γειτόνων του, μέσω της πυρηνικής διπλωματίας και της μειωμένης στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ. Είναι ενδεικτικό ότι το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) αντιτάχθηκαν σχεδόν σε όλα όσα επιχείρησε η κυβέρνηση Ομπάμα, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν, διότι οι ηγέτες τους ευημερούσαν εντός της περιφερειακής τάξης που ο ίδιος επιδίωκε να αλλάξει. Τα κράτη του [Περσικού] Κόλπου δεν ήθελαν καμία σχέση με τις ιδέες του Ομπάμα περί διαμοιρασμού της περιοχής με το Ιράν και ακόμη μικρότερη σχέση με τις αιρετικές του ιδέες σχετικά με τον ενστερνισμό της δημοκρατίας και τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης [28]. Ταυτόχρονα, οι Ισραηλινοί ηγέτες ήταν αντίθετοι με τις ιδέες του Ομπάμα για την επανεκκίνηση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων που θα λειτουργούσαν προς την δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους, και ακόμη περισσότερο αντίθετοι με την ιδέα ότι μια λύση δύο κρατών θα ήταν απαραίτητη για την δημιουργία σχέσεων με τα αραβικά κράτη. Το Ιράν, επίσης, αποδείχθηκε απρόθυμο να αμβλύνει ουσιαστικά τις περιφερειακές του πολιτικές της χρήσης πληρεξουσίων για να πολεμήσουν σε μέρη όπως το Ιράκ, η Συρία και η Υεμένη αφότου υπεγράφη η πυρηνική συμφωνία. Αυτό υπονόμευσε περαιτέρω τις προσπάθειες του Ομπάμα να επινοήσει μια νέα περιφερειακή τάξη πραγμάτων.

Ως εκ τούτου, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ -όπως και πολλοί άλλοι Άραβες ηγέτες- χαιρέτησαν την επιστροφή της κυβέρνησης Τραμπ στο μοντέλο της «νέας Μέσης Ανατολής» της εποχής του Τζορτζ Μπους [του νεότερου]. Ο Τραμπ υιοθέτησε τις απόψεις τους ως δικές του και σταμάτησε να πιέζει τα αραβικά κράτη για το ιστορικό τους στα ανθρώπινα δικαιώματα [29] ή να τα πιέζει να επιλύσουν το παλαιστινιακό ζήτημα. Η κυβέρνησή του εγκατέλειψε [30] την πυρηνική συμφωνία του Ιράν και επιδίωξε αντίθετα αυτή που αποκάλεσε εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» εναντίον του Ιράν. Αλλά για άλλη μια φορά, οι προσπάθειες επιβολής μιας περιφερειακής τάξης πραγμάτων γύρισαν ως μπούμερανγκ. Ο σφιχτός εναγκαλισμός του σε αυτά τα αραβικά κράτη και στο Ισραήλ ενθάρρυνε τα χειρότερα ένστικτα ετούτων των κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένου του επιθετικού παρεμβατισμού που αναπόφευκτα επιτάχυνε τους εμφύλιους πολέμους και τις κρατικές αποτυχίες σε όλη την περιοχή, από την Υεμένη έως την Λιβύη και την Συρία. Η επιταχυνόμενη καταστολή στο εσωτερικό απλώς αύξησε την εγχώρια αστάθεια και τον κίνδυνο των ανανεωμένων εξεγέρσεων, ενώ οι ταχέως επισπευσμένες καταλήψεις παλαιστινιακών εδαφών από το Ισραήλ πυροδότησαν επαναλαμβανόμενες κρίσεις.

Προς απογοήτευση ετούτων των περιφερειακών συμμάχων, ο σφιχτός εναγκαλισμός του Τραμπ αποδείχθηκε ότι είχε όρια. Η άρνησή του να ανταποδώσει στο Ιράν μετά την πρωτοφανή επίθεση σε δύο βασικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις εντός της Σαουδικής Αραβίας [31] το 2019, αποδείχτηκε ιδιαίτερα λυπηρή για τους ηγέτες της περιοχής. Εάν στην πλέον φιλική αμερικανική κυβέρνηση στα χρονικά δεν μπορούσε να βασιστεί κάποιος για να απαντήσει στρατιωτικά σε μια τέτοια παραβατική επίθεση, θα μπορούσαν να τύχουν εμπιστοσύνης οποιεσδήποτε εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ;

ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗ