Παίζοντας με την φωτιά στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Παίζοντας με την φωτιά στην Ουκρανία

Οι υποτιμημένοι κίνδυνοι μιας καταστροφικής κλιμάκωσης
Περίληψη: 

Ο κίνδυνος είναι σημαντικά μεγαλύτερος από όσο υποστηρίζει η επικρατούσα άποψη. Και δεδομένου ότι οι συνέπειες της κλιμάκωσης θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν έναν μεγάλο πόλεμο στην Ευρώπη και πιθανώς ακόμη και την πυρηνική εξόντωση, υπάρχει καλός λόγος για επιπλέον ανησυχία.

Οι Δυτικοί πολιτικοί φαίνεται να έχουν καταλήξει σε μια συναίνεση για τον πόλεμο στην Ουκρανία: η σύγκρουση θα παγιωθεί σε ένα παρατεταμένο αδιέξοδο, και τελικά μια αποδυναμωμένη Ρωσία θα αποδεχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία που θα ευνοεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, καθώς και την Ουκρανία. Μολονότι οι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Μόσχα ίσως κλιμακώσουν για να αποκτήσουν πλεονέκτημα ή για να αποτρέψουν την ήττα, υποθέτουν ότι η καταστροφική κλιμάκωση μπορεί να αποφευχθεί. Ελάχιστοι φαντάζονται ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ θα εμπλακούν άμεσα στις μάχες ή ότι η Ρωσία θα τολμήσει να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα.

18082022-1.jpg

Καπνός από ένα ρωσικό αεροπορικό χτύπημα στην Λβιβ, στην Ουκρανία, τον Μάρτιο του 2022. Vladyslav Sodel / Reuters
------------------------------------------

Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της είναι υπερβολικά υπεροπτικοί. Μολονότι η καταστροφική κλιμάκωση ίσως αποφευχθεί [1], η ικανότητα των αντιμαχόμενων μερών να διαχειριστούν αυτόν τον κίνδυνο είναι κάθε άλλο παρά βέβαιη. Ο κίνδυνος είναι σημαντικά μεγαλύτερος από όσο υποστηρίζει η επικρατούσα άποψη. Και δεδομένου ότι οι συνέπειες της κλιμάκωσης θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν έναν μεγάλο πόλεμο στην Ευρώπη, και πιθανώς ακόμη και την πυρηνική εξόντωση, υπάρχει καλός λόγος για επιπλέον ανησυχία.

Για να κατανοήσετε την δυναμική της κλιμάκωσης στην Ουκρανία, ξεκινήστε με τους στόχους εκάστης πλευράς. Από όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, τόσο η Μόσχα όσο και η Ουάσιγκτον έχουν αυξήσει σημαντικά τις φιλοδοξίες τους, και αμφότερες είναι πλέον βαθιά αφοσιωμένες [2] στο να νικήσουν στον πόλεμο και να επιτύχουν αξιοθαύμαστους πολιτικούς στόχους. Ως αποτέλεσμα, έκαστη πλευρά έχει ισχυρά κίνητρα για να βρει τρόπους να επικρατήσει και, το πιο σημαντικό, να αποφύγει να χάσει. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως συμμετάσχουν στις μάχες, είτε εάν θέλουν απεγνωσμένα να νικήσουν είτε για να αποτρέψουν την ήττα της Ουκρανίας, ενώ η Ρωσία ίσως χρησιμοποιούσε πυρηνικά όπλα [3] εάν θέλει απεγνωσμένα να νικήσει ή εάν αντιμετωπίσει μια επικείμενη ήττα, κάτι που θα ήταν πιθανό εάν οι δυνάμεις των ΗΠΑ σύρονταν στη μάχη.

Επιπλέον, δεδομένης της αποφασιστικότητας εκάστης πλευράς να επιτύχει τους στόχους της, υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες για έναν ουσιαστικό συμβιβασμό. Η μαξιμαλιστική σκέψη που επικρατεί πλέον τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στη Μόσχα δίνει σε έκαστη πλευρά ακόμη περισσότερους λόγους να νικήσει στο πεδίο της μάχης, ώστε να μπορέσει να υπαγορεύσει τους όρους της τελικής ειρήνης. Στην πραγματικότητα, η απουσία μιας πιθανής διπλωματικής λύσης παρέχει ένα πρόσθετο κίνητρο σε αμφότερες τις πλευρές να ανέβουν την σκάλα της κλιμάκωσης. Αυτό που βρίσκεται πιο πάνω στα σκαλοπάτια θα μπορούσε να είναι κάτι πραγματικά καταστροφικό: ένα επίπεδο θανάτου και καταστροφής που θα ξεπερνά εκείνο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

ΣΤΟΧΕΥΟΝΤΑΣ ΨΗΛΑ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους υποστήριξαν αρχικά την Ουκρανία για να αποτρέψουν μια ρωσική νίκη και για να συμβάλουν στην διαπραγμάτευση ενός ευνοϊκού τερματισμού των μαχών. Αλλά μόλις ο ουκρανικός στρατός άρχισε να σφυροκοπά τις ρωσικές δυνάμεις, ειδικά γύρω από το Κίεβο, η κυβέρνηση Μπάιντεν άλλαξε πορεία και δεσμεύτηκε να βοηθήσει την Ουκρανία [4] να κερδίσει τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Επιδίωξε επίσης να βλάψει σοβαρά την οικονομία της Ρωσίας επιβάλλοντας πρωτόγνωρες κυρώσεις. Όπως εξήγησε τους στόχους των ΗΠΑ ο υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν, τον Απρίλιο, «θέλουμε να δούμε την Ρωσία αποδυναμωμένη, σε βαθμό που δεν θα μπορεί να κάνει τα πράγματα που έχει κάνει εισβάλλοντας στην Ουκρανία». Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποκλείσουν την Ρωσία [5] από τις τάξεις των μεγάλων δυνάμεων.

Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συνδέσει την ίδια τους την φήμη με την έκβαση της σύγκρουσης. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει χαρακτηρίσει τον πόλεμο [6] της Ρωσίας στην Ουκρανία «γενοκτονία» και κατηγόρησε [7] τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, ως «εγκληματία πολέμου» που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει μια «δίκη για εγκλήματα πολέμου». Προεδρικές διακηρύξεις όπως αυτές καθιστούν δύσκολο να φανταστούμε την Ουάσιγκτον να υποχωρεί· εάν η Ρωσία επικρατούσε στην Ουκρανία, η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο θα υφίστατο ένα σοβαρό πλήγμα.

Οι ρωσικές φιλοδοξίες έχουν επίσης διευρυνθεί. Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη στην Δύση, η Μόσχα δεν εισέβαλε στην Ουκρανία για να την κατακτήσει και να την κάνει μέρος μιας Μεγαλύτερης Ρωσίας. Την απασχολούσε κυρίως το να αποτρέψει την Ουκρανία να γίνει ένα Δυτικό προπύργιο στα ρωσικά σύνορα. Ο Πούτιν και οι σύμβουλοί του ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι για το [εάν] τελικά η Ουκρανία θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ [8]. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, επιχειρηματολόγησε λακωνικά στα μέσα Ιανουαρίου, λέγοντας σε συνέντευξη Τύπου ότι «το μυστικό για όλα είναι η εγγύηση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί προς ανατολάς». Για τους Ρώσους ηγέτες, η προοπτική της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι, όπως το έθεσε ο ίδιος ο Πούτιν πριν από την εισβολή, «μια άμεση απειλή για την ρωσική ασφάλεια» - μια απειλή που θα μπορούσε να εξαλειφθεί μόνο πηγαίνοντας σε πόλεμο [9] και μετατρέποντας την Ουκρανία σε ένα ουδέτερο ή αποτυχημένο κράτος.