Η πραγματική κρίση της παγκόσμιας τάξης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πραγματική κρίση της παγκόσμιας τάξης

Ο αντιφιλελευθερισμός σε άνοδο*

Οι διεθνείς θεσμοί υποκύπτουν επίσης στην θέληση των αυταρχικών. Η Κίνα υπό την ηγεσία του προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, έχει επιδιώξει επιθετικά να περιορίσει τις επικρίσεις κατά της χώρας στα φόρουμ του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σύμφωνα με την ομάδα προάσπισης Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch), το Πεκίνο έχει επιδιώξει να «εξουδετερώσει την ικανότητα αυτού του συστήματος να καθιστά οποιαδήποτε κυβέρνηση υπεύθυνη για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Τα αυταρχικά κράτη έχουν ενωθεί σε συνασπισμούς όπως η Ομάδα των Ομοϊδεατών (Like-Minded Group) για να αντιταχθούν στις επικρίσεις για τις πρακτικές μεμονωμένων χωρών στα ανθρώπινα δικαιώματα, να ευνοήσουν την κρατική κυριαρχία, και να εμποδίσουν την διαπίστευση των ΜΚΟ και να μειώσουν το ρόλο τους σε εξουσιοδοτημένες διαδικασίες του ΟΗΕ, όπως η Παγκόσμια Περιοδική Ανασκόπηση (Universal Periodic Review). Η Κίνα ηγείται πλέον τεσσάρων υπηρεσιών του ΟΗΕ και έχει πιέσει για τις προτιμώμενες υποψήφιες ηγεσίες της σε άλλες, συμπεριλαμβανομένου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Τον Σεπτέμβριο, ο Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank Group) ακύρωσε την επιδραστική ετήσια μελέτη «Doing Business» αφότου μια εξωτερική ερευνητική έκθεση διαπίστωσε ότι οι ηγέτες του, για πολιτικούς λόγους, είχαν ασκήσει «αδικαιολόγητη πίεση» στο προσωπικό τους για να βελτιώσουν την θέση της Κίνας στην κατάταξη του 2018.

Τα αυταρχικά κράτη όχι μόνο μπορούν να λειτουργήσουν ελεύθερα στους οικουμενικούς θεσμούς της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, αλλά κατασκευάζουν επίσης ένα οικοσύστημα θεσμών μιας εναλλακτικής τάξης, από το οποίο αποκλείουν ή περιορίζουν σημαντικά την επιρροή των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Με την ίδρυση νέων περιφερειακών οικονομικών οργανισμών και [οργανισμών] ασφάλειας, η Κίνα και η Ρωσία μπορούν να επαναφέρουν τις περιφερειακές τους ατζέντες μέσω θεσμών που απορρίπτουν ανοιχτά την διάδοση των φιλελεύθερων πολιτικών κανόνων και αξιών, να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους θεσμούς για να οργανώσουν αντιφιλελεύθερα μπλοκ εντός πιο αξιοσέβαστων διεθνών οργανισμών, και να διατηρήσουν επιλογές εξόδου εάν οι θεσμοί της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων γίνουν λιγότερο φιλόξενοι για τους αυταρχικούς.

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ

Η απειλή για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες προέρχεται επίσης από μέσα. Η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων είναι αγκυρωμένη σε δύο μεγάλες ομοσπονδίες: τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αμφότερες φιλοξενούν ορισμένες από τις πιο ισχυρές και δυνητικά σημαντικές δυνάμεις του αντιφιλελευθερισμού. Αυτές λαμβάνουν, σε γενικές γραμμές, δύο μορφές: τις αντιφιλελεύθερες ενέργειες που αναλαμβάνουν οι ίδιες οι φιλελεύθερες δημοκρατικές κυβερνήσεις όταν επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν αντιληπτές απειλές, και τις αντιδημοκρατικές δυνάμεις που εμφανίζονται σε αντιφιλελεύθερα πολιτικά κινήματα, κόμματα, και πολιτικούς.

Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις ανέκαθεν πάλευαν με τους συμβιβασμούς μεταξύ της ελευθερίας και της ασφάλειας, και ο φιλελευθερισμός πάντα αντιμετώπιζε διλήμματα σχετικά με το πόσο πολύ θα ανεχόταν τους αντιφιλελεύθερους δρώντες. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ παράβλεψε τον υποεθνικό φυλετικό αυταρχισμό [των νόμων] του Jim Crow και τον φυλετικό διαχωρισμό για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, με φρικτές συνέπειες. Η πολιτική εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001] συνέβαλε στην τρέχουσα κρίση της φιλελεύθερης τάξης, μεταξύ άλλων, με την διακήρυξη του δόγματος του προληπτικού πολέμου και την στρατιωτικοποίηση της προώθησης της δημοκρατίας. Ο εναγκαλισμός από τις Ηνωμένες Πολιτείες του κερδοσκοπικού καπιταλισμού και της υπερβολικά χρηματικής οικονομίας τους, τις έκανε το επίκεντρο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Πιο πρόσφατα, η παγκόσμια πανδημία έχει κανονικοποιήσει τους αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους και τις πιο περιοριστικές πολιτικές μετανάστευσης και έχει υπονομεύσει τη νομιμοποίηση της προστασίας των προσφύγων.

Προκειμένου να απωθήσουν τις αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, κυρίως την Κίνα, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει πολιτικές που έρχονται σε αντίθεση με την ανοικτότητα που χαρακτηρίζει την σύγχρονη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Η Ουάσιγκτον έχει χρησιμοποιήσει εργαλεία καταναγκασμού για να παρέμβει στις παγκόσμιες αγορές, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την πρόσβαση και την υπεροχή των ΗΠΑ σε στρατηγικά σημαντικές τεχνολογίες. Οι ανησυχίες για την ασφάλεια, που σχετίζονται, για παράδειγμα, με τις δυνητικά μεγάλης κλίμακας παρακολουθήσεις της Δυτικής τηλεπικοινωνιακής κίνησης από την Κίνα [6], οδήγησαν την κυβέρνηση Τραμπ να ασκήσει σημαντική πίεση στους συμμάχους της για να απορρίψουν την κινεζική τεχνολογία 5G. Ακόμη και πολλοί πολιτικοί και αξιωματούχοι της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που, σε αντίθεση με τον Τραμπ, είναι δεσμευμένοι στον φιλελευθερισμό της αγοράς, γενικά θεωρούν επιτυχημένη αυτή την πολιτική.

Η πραγματική υποστήριξη για ευρεία οικονομική αποσύνδεση από την Κίνα παραμένει περιορισμένη, αλλά η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον έχει παραγάγει άλλες, αν και αποσπασματικές, κινήσεις απομάκρυνσης από τον φιλελευθερισμό της αγοράς, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της στρατηγικής αυτονομίας. Κολλημένος στην διαδικασία του συμβιβασμού την στιγμή που γραφόταν αυτό το άρθρο, ο Nόμος Περί Καινοτομίας και Ανταγωνισμού (Innovation and Competition Act) των ΗΠΑ είναι το πρώτο σημαντικό διακομματικό νομοθέτημα εδώ και χρόνια που ενστερνίζεται την εθνική βιομηχανική πολιτική. Από αυτή την άποψη, αντιπροσωπεύει μια πολύ περιορισμένη αντιστροφή του ανοιχτού φιλελευθερισμού, ή νεοφιλελευθερισμού, της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.