Ώρα να επανεξεταστεί η πυρηνική στρατηγική της Αμερικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ώρα να επανεξεταστεί η πυρηνική στρατηγική της Αμερικής

Πώς να διδαχθούν τα σωστά μαθήματα από τον Ψυχρό Πόλεμο
Περίληψη: 

Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να απομακρυνθεί από την σκέψη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που επικεντρωνόταν σε προληπτικές στάσεις και όπλα αντιποίνων σχεδιασμένα για μια τεράστια στρατηγική ανταλλαγή πυρηνικών πληγμάτων. Τα επόμενα χρόνια, οι αναδυόμενες τεχνολογίες και η ευρεία ισορροπία συμβατικής στρατιωτικής ισχύος θα έχουν πολύ πιο σημαντικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα της αποτροπής και της άμυνας από όσο τα πυρηνικά όπλα.

Ο FRANCIS J. GAVIN είναι διακεκριμένος καθηγητής στην έδρα Giovanni Agnelli και διευθυντής του Henry A. Kissinger Center for Global Affairs στην Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.

Αργά το απόγευμα της Κυριακής 27 Φεβρουαρίου, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, συγκάλεσε μια ομάδα ανώτερων αξιωματούχων του Κρεμλίνου για να γίνουν μάρτυρες μιας έκτακτης δημόσιας δήλωσης. Ο Πούτιν ανακοίνωσε ότι έκανε το «άνευ προηγουμένου» βήμα να διατάξει τις πυρηνικές κεφαλές της Ρωσίας να προετοιμαστούν για «ειδική πολεμική ετοιμότητα». Ανάμεσα στο κραδαίνον πυρηνικό σπαθί του Πούτιν και την αυξανόμενη ανησυχία για την προοπτική μιας στρατιωτικής σύγκρουσης με την Κίνα για την Ταϊβάν, τα άλλοτε απόκρυφα ζητήματα πυρηνικής στρατηγικής και αποτροπής έχουν επιστρέψει στο επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής.

08092022-1.jpg

Μέλη του πληρώματος συντήρησης της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ εξέρχονται από ένα σιλό πυρηνικών πυραύλων ICBM κοντά στην αεροπορική βάση Malmstrom στη Μοντάνα, τον Αύγουστο του 2005. Adam Tanner / Reuters
-------------------------------------------

Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ο φόβος της πυρηνικής σύγκρουσης μεγάλων δυνάμεων δεν είχε ποτέ τόσο κεντρικό ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις. Η καμπύλη εκμάθησης της πυρηνικής στρατηγικής ήταν απότομη για πολλούς από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους εκλεγμένους αξιωματούχους του κόσμου. Όσοι είναι αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται τις συζητήσεις για τα πυρηνικά [ζητήματα] της εποχής του Ψυχρού Πολέμου μαθαίνουν ότι το πεδίο έχει μεταμορφωθεί και ότι τα διδάγματα και οι πεποιθήσεις που κάποτε καθοδηγούσαν την πολιτική εκείνη σπάνια εφαρμόζονται σήμερα.

Οι μοναδικές προκλήσεις του Ψυχρού Πολέμου διαμόρφωσαν την στρατηγική σκέψη για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων με συγκεκριμένους τρόπους. Οι σημερινές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, και η απλή εφαρμογή των διδαγμάτων του παρελθόντος θα ήταν λανθασμένη και ακόμη και επικίνδυνη. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος της πυρηνικής μυϊκής μνήμης στις Ηνωμένες Πολιτείες -πνευματική, στρατηγική, και οργανωτική- έχει τις ρίζες της σε μια ψυχροπολεμική εμπειρία που ρίχνει λίγο φως στις σημερινές και μελλοντικές μας πυρηνικές προκλήσεις.

Ειδικότερα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να απομακρυνθεί από την σκέψη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που επικεντρωνόταν σε προληπτικές στάσεις και όπλα αντιποίνων σχεδιασμένα για μια τεράστια στρατηγική ανταλλαγή [πυραύλων]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποδεχθούν ότι πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ προληπτικά —ή ακόμη και καθόλου— πυρηνικά όπλα, εκτός από την απίθανη περίπτωση που το έδαφος των ΗΠΑ υποστεί πυρηνική επίθεση. Οι στόχοι της Ουάσιγκτον για επέκταση της αποτροπής και περιορισμό της διάδοσης των πυρηνικών όπλων θα μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ενίσχυαν τις στρατιωτικές τους δυνατότητες που είναι χρησιμοποιήσιμες και αποτελεσματικές κατά την διάρκεια μιας σύγκρουσης. Επιπλέον, τα επόμενα χρόνια, οι αναδυόμενες τεχνολογίες και η ευρεία ισορροπία συμβατικής στρατιωτικής ισχύος θα έχουν πολύ πιο σημαντικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα της αποτροπής και της άμυνας από όσο τα πυρηνικά όπλα.

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Στην αρχή της πυρηνικής εποχής, η αμερικανική στρατηγική σκέψη επηρεάστηκε από τρεις δεκαετίες δολοφονικής παγκόσμιας σύγκρουσης που είχε παρασύρει τις απρόθυμες Ηνωμένες Πολιτείες σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος καθοδηγήθηκε από αυταρχικά κράτη που επιδίωκαν ολοκληρωτικό πόλεμο, δύο από τα οποία, η ναζιστική Γερμανία και η αυτοκρατορική Ιαπωνία, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστικές επιθέσεις το 1941: την εισβολή της Γερμανίας στην Σοβιετική Ένωση κατά την διάρκεια της Επιχείρησης Barbarossa και την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ. Με βάση αυτή την ιστορία, η Ουάσιγκτον υπέθεσε ότι η ολοκληρωτική Σοβιετική Ένωση επιδίωκε παρομοίως την παγκόσμια κατάκτηση και θα μπορούσε ακόμη και να εξαπολύσει μια αιφνιδιαστική επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες -“a bolt from the blue” («ένας κεραυνός από αίθριο ουρανό») όπως έγινε γνωστό στην πυρηνική σφαίρα.

Ένα άλλο στοιχείο της αμερικανικής σκέψης στην αυγή της πυρηνικής εποχής ήταν το γεγονός ότι η καταστροφή που προκλήθηκε από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η αποδυνάμωση των παραδοσιακών δυνάμεων όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, και η πλήρης ήττα της ναζιστικής Γερμανίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας είχαν δημιουργήσει μαζικά κενά ισχύος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χωρίζονταν από αυτά τα κενά ισχύος από δύο ωκεανούς. Η Σοβιετική Ένωση, από την άλλη πλευρά, είχε τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο -τον οποίο διατηρούσε μέσω μιας καθοδηγούμενης οικονομίας- και το πλεονέκτημα της εγγύτητας. Εάν η Μόσχα εκμεταλλευόταν αυτή την ασυμμετρία για να καταλάβει εδάφη, θα μπορούσε να οικοδομήσει μια ευρασιατική οικονομική και βιομηχανική βάση που θα μπορούσε να αποτελέσει υπαρξιακή απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτή η προοπτική έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή αποφυγή εμπλοκών στο εξωτερικό και να προσφέρουν προστασία εν καιρώ ειρήνης σε μακρινούς συμμάχους και πρώην αντιπάλους.