Ώρα να επανεξεταστεί η πυρηνική στρατηγική της Αμερικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ώρα να επανεξεταστεί η πυρηνική στρατηγική της Αμερικής

Πώς να διδαχθούν τα σωστά μαθήματα από τον Ψυχρό Πόλεμο

Αν και έμφορτο και αβέβαιο, το σημερινό διεθνές πολιτικό περιβάλλον δεν ανταγωνίζεται τον πρώιμο Ψυχρό Πόλεμο ως προς τον κίνδυνο. Ούτε η Κίνα ούτε η Ρωσία είναι πιθανό να κυριαρχήσουν στην ευρασιατική ξηρά όπως απείλησε να κάνει η Σοβιετική Ένωση στα μέσα του εικοστού αιώνα. Με την πάροδο του χρόνου, το κόστος της κατάκτησης έχει αυξηθεί δραματικά και τα οφέλη έχουν μειωθεί. Αντί για τα εξαντλημένα, αδύναμα κράτη που ήταν διάσπαρτα στην σοβιετική περιφέρεια, η Κίνα και η Ρωσία περιβάλλονται από μια σειρά από ισχυρές, οικονομικά ζωηρές χώρες που διαθέτουν εντυπωσιακές στρατιωτικές δυνατότητες και ισχυρούς δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, οι σύγχρονες συμβατικές ικανότητες της Ρωσίας έχουν εκτεθεί ως υπερεκτιμημένες κι εκείνες της Κίνας παραμένουν αδοκίμαστες. Η Κίνα δεν απάντησε με ενθουσιώδη υποστήριξη, πόσω μάλλον με συνεργασία, στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να προβάλουν εντυπωσιακή συμβατική στρατιωτική ισχύ σε σχέση με τους αντιπάλους τους καλύτερα από όσο κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μια αιφνιδιαστική πυρηνική επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι απίθανη. Αντίθετα, η σύγχρονη Κίνα και η Ρωσία ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν πυρηνική αποτροπή για να αποτρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να επέμβουν σε περιφερειακές συγκρούσεις στην αυλή τους.

Επιπλέον, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα για να κάνουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την υπεράσπιση της πατρίδας τους. Είναι δύσκολο, για παράδειγμα, να φανταστεί κανείς έναν πρόεδρο των ΗΠΑ να χρησιμοποιεί πυρηνικά όπλα πρώτος, ακόμα κι αν η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν ή η Ρωσία καταλάμβανε την Εσθονία. Δεν είναι ρεαλιστικό να βασιζόμαστε σε μια απειλή στρατηγικής πρόληψης τύπου εποχής του Ψυχρού Πολέμου για να αποτρέψουμε ή να νικήσουμε την περιφερειακή επιθετικότητα από αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις.

Για τον λόγο αυτό, η σημασία της στρατηγικής πυρηνικής ισορροπίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων έχει μειωθεί. Η στρατηγική πυρηνική υπεροχή έχει μικρότερη σημασία σε έναν κόσμο στον οποίο είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τις Ηνωμένες Πολιτείες ή κάποια άλλη μεγάλη δύναμη να εγκρίνει ένα προληπτικό πρώτο χτύπημα. Οι υπολογισμοί της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν, για παράδειγμα, είναι απίθανο να διαμορφωθούν αποφασιστικά από την σημαντική στρατηγική πυρηνική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ισορροπία, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, των συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων, ειδικά εκείνων που βασίζονται σε αναδυόμενες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, θα διαμορφώσει την στρατηγική συμπεριφορά πολύ περισσότερο από το να είναι πιο ικανή η μια πλευρά από την άλλη στο να περιορίσει την ζημιά ή να κυριαρχήσει στην «σκάλα της κλιμάκωσης» σε μια υποθετική στρατηγική πυρηνική ανταλλαγή [πυρών].

Ωστόσο, ο πρωταρχικός στόχος της πυρηνικής στρατηγικής των ΗΠΑ θα πρέπει να εξακολουθεί να είναι η διατήρηση της ασφαλούς επιβίωσής τους σε δεύτερο χτύπημα. Αν και μια συντονισμένη κινεζο-ρωσική πυρηνική στρατηγική, για να μην πω για συνδυασμένη πυρηνική επίθεση, είναι εξαιρετικά απίθανη, μπορεί να έχει νόημα να προετοιμαστούμε για ένα τόσο απίθανο σενάριο, έστω και μόνο ως μορφή εξασφάλισης. Ως μέρος αυτής της προσπάθειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προστατεύονται από την Κίνα ή την Ρωσία που αναπτύσσουν ασύμμετρες ικανότητες, που κυμαίνονται από τις υπερ-υπερηχητικές έως την τεχνητή νοημοσύνη, οι οποίες ενδέχεται να απειλήσουν την βιωσιμότητα των στρατηγικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η αποστολή είναι πολύ πιο εύκολη και λιγότερο δαπανηρή από τις ψυχροπολεμικής εμπνεύσεως προσπάθειες για την αναζήτηση ενός άπιαστου στρατηγικού πυρηνικού πλεονεκτήματος.

Τα επόμενα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν τουλάχιστον τρία κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τα πυρηνικά όπλα. Τι ρόλο, εάν υπάρχει, θα παίξουν τα πυρηνικά όπλα ενάντια σε μικρότερα, εχθρικά πυρηνικά κράτη, όπως η Βόρεια Κορέα και πιθανώς το Ιράν; Πώς θα πρέπει να αντιδράσει η Ουάσιγκτον εάν μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε υποστρατηγικό ή τακτικό επίπεδο —για παράδειγμα, εάν η Ρωσία πυροδοτήσει έναν πυρηνικό μηχανισμό για σκοπούς μάχης ή επίδειξης; Τέλος, τι θα γίνει με την εκτεταμένη πυρηνική αποτροπή σε έναν κόσμο στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν τη ματαιότητα ενός στρατηγικού πυρηνικού πλεονεκτήματος;

Οι στάσεις του Ψυχρού Πολέμου ή οι στρατηγικές δυνάμεις θα ήταν ελάχιστα χρήσιμες σε οποιοδήποτε από αυτά τα σενάρια. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν την πυρηνική ικανότητα ενός αδίστακτου καθεστώτος, να αποτρέψουν ή να ανταποκριθούν στην τακτική χρήση πυρηνικών όπλων από μια μεγάλη δύναμη, ή να ενισχύσουν την δέσμευση της Ουάσιγκτον να υπερασπιστεί έναν σύμμαχο, θα ήταν καλύτερο να κατασκευάσουν και να αναπτύξουν ισχυρά όπλα των οποίων η χρήση θα ήταν πιο αξιόπιστη και καταναγκαστική. Η αποδεδειγμένη ικανότητα απόκρουσης μιας κινεζικής αμφίβιας επίθεσης στην Ταϊβάν, για παράδειγμα, ή μια ξεκάθαρη υπεροχή στις κυβερνοεπιχειρήσεις, την τεχνητή νοημοσύνη, και τις διαστημικές ικανότητες θα ήταν πιο πιθανό να καθησυχάσει τους ενδιαφερόμενους συμμάχους και να αποτρέψει τους εχθρούς παρά τα βελτιωμένα συστήματα πυρηνικής ανταπόδοσης.