Το πρόταγμα της επανένωσης της Κύπρου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόταγμα της επανένωσης της Κύπρου

Μια ιστορική και γεωπολιτική ανάλυση*

Στην ελληνική και ελληνοκυπριακή εθνικιστική αφήγηση, η Κύπρος υπήρξε το αλύτρωτο κομμάτι που «καρτερούσε» την «Ένωση», δηλαδή προσάρτηση στην Ελληνική Δημοκρατία. Η ανεξαρτησία όπως προέβλεπαν οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959, απαγόρευε την προσάρτηση και την διχοτόμηση και δημιούργησε μια δικοινοτική συναινετική δημοκρατία που απαιτούσε χωριστές πλειοψηφίες. Ωστόσο, η μονομερής απόπειρα του Μακαρίου να τροποποιήσει το Σύνταγμα, αφαιρώντας τις τουρκοκυπριακές εξασφαλίσεις και χωριστές πλειοψηφίες οδήγησε στις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-67. Οι Τουρκοκύπριοι που αντέδρασαν βίαια εκτοπίστηκαν, κι έτσι η ελεγχόμενη από την ΚΔ περιοχή μετατράπηκε σε μεγάλο βαθμό σε «μικρά Ελλάδα» μέχρι το 1974. Ωστόσο, αυτή ήταν μια ασταθής «λύση» χωρίς νομιμοποίηση, νομική ή πολιτική. Ούτε καν εντός της Εθνικής Δεξιάς δεν μπορούσε να σταθεί. Η μικρή ελληνοκυπριακή ακροδεξιά εθνικοφροσύνη (με την στήριξη της ελληνικής χούντας) με την τρομοκρατική βία που ασκούσε ήθελε προσάρτηση στο κράτος των Αθηνών και ήταν έτοιμη να παραχωρήσει τμήμα της Κύπρου στην Τουρκία. Από την άλλη μεριά, η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία, παρά την από κοινού στήριξη του Μακαρίου ως συμβόλου ανεξαρτησίας, ήταν διχασμένη. Η μεν Αριστερά (ΑΚΕΛ), παρά τις αδυναμίες και αμφιταλαντεύσεις, ιστορικά εξέφραζε την κυπριακή ανεξαρτησία και δικοινοτικότητα [20], ενώ η Μακαριακή κεντρο-δεξιά που ασκούσε την εξουσία ενός ανεξάρτητου κράτους, παρά την αδήριτη ανάγκη της εποχής, υπέφερε από μια εγγενή αδυναμία να κόψει τον ομφάλιο λώρο με την Αθήνα, η οποία υπόσκαπτε συνεχώς την εύθραυστη ανεξαρτησία [21]. Η ισχυρή προσωπικότητα του Μακαρίου που συνδύαζε αριστοτεχνικά την πολιτειακή με την εκκλησιαστική ηγεσία [22], κυριολεκτικά ηγεμόνευε, που σήμαινε ότι επισκίαζε τα βαθιά διαιρετικά ρήγματα που κρύβονταν πίσω από την ηγεμονία αυτή [23]. Ωστόσο, σε ιδεολογικό επίπεδο, στον δημόσιο λόγο και στην παιδεία, ο μύθος της Ένωσης διατηρήθηκε μέχρι τη καταστροφή του 1974. Ασφαλώς από το 1968, μετά την άνοδο τη Χούντας στην Αθήνα, όταν ο Μακάριος δημοσίως διακήρυξε ότι περνά πλέον από την «πολιτική του ευκταίου» (ένωση) στην «πολιτική του εφικτού» (ανεξαρτησία), η ρήξη εντός των Ελληνοκυπρίων που ήλεγχαν το κράτος πήρε πλέον καθαρό χαρακτήρα εμφύλιας σύρραξης, αρχικά περιορισμένης, και το 1974 ολομέτωπης [24]. Η διατήρηση της «ενωσιολογίας» συνέχιζε για εξυπηρέτηση ιδεολογικών λόγων και περιορισμό/εξοβελισμό των Τουρκοκυπρίων από την εξουσία της συνεταιρικής δημοκρατίας της Ζυρίχης [25]. Η έννοια της μικρής Ελλάδας λειτουργούσε ως υποκατάστατο της ένωσης, η οποία στην πράξη θα σήμαινε διπλή ένωση.

Απαιτείται η κατανόηση των πραγματικών δυναμικών στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, χωρίς να παραβλέπουμε ούτε τις βρετανικές (και ευρύτερα βορειοατλαντικές και ευρωπαϊκές), τουρκικές και ελληνικές επιβουλές, ούτε και τα επεκτατικά-ιμπεριαλιστικά ιδεολογήματα των «μητέρων πατρίδων» [26]. Για την Άγκυρα αντιθέτως μια «μικρά Ελλάς» ήταν «λόγχη στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας που ποτέ δεν πρέπει να πέσει σε εχθρικά χέρια» [27]. Σχεδόν οι μισοί Τουρκοκύπριοι ήταν περιορισμένοι σε θύλακες κάτω από καθεστώς στρατιωτικού νόμου, ενώ οι άλλοι μισοί χωρίς πολιτικά δικαιώματα υπό τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων σε άλλο καθεστώς εξαίρεσης με βάση το «δόγμα της ανάγκης» [28]. Γενικά, για την Άγκυρα, το Κυπριακό υπήρξε «εθνικό θέμα» που υπερέβαινε το Κεμαλικό σχήμα και ωθούσε προς επεμβατικές λογικές εκτός συνόρων [29].

Ένας σημαντικός παράγοντας που συνήθως παραγνωρίζεται ή υποτιμάται είναι οι Τουρκοκύπριοι. Η άποψη ότι οι Τουρκοκύπριοι ουσιαστικά «δεν υφίστανται ως κοινότητα», κι ότι αποτελούν απλά «προέκταση ή υποχείριο της Άγκυρας», είτε οι ίδιοι το θέλουν είτε όχι, είναι ασφαλώς ευρέως διαδομένη. Η θέση ότι είναι δήθεν άσκοπο να μιλούμε με τους Τουρκοκύπριους εφόσον η Άγκυρα αποφασίζει είναι ενδεικτική της αντίληψης αυτής. Παρόμοια στάση τηρούν και τα «γεράκια της ελληνοκυπριακής πολιτικής» [30]. Παρεμπιπτόντως, οι απόψεις αυτές ταυτίζονται πλήρως με τις θέσεις Denktaş και των Τουρκοκύπριων ακροδεξιών που επιμένουν ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι και πρέπει να παραμείνουν προέκταση της Άγκυρας. Τέτοιες απόψεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν την παρατήρηση του Landau ότι μια εξτρεμιστική εθνικιστική ιδεολογία έχει σαν αναγκαίο στήριγμα κι ενισχύεται από το επιχείρημα ότι στην «άλλη πλευρά» υπάρχει το αντίστοιχο μοχθηρό της κάτοπτρο [31]. Επομένως, η προσέγγιση που αγνοεί τους Τουρκοκύπριους ως διακριτό πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο, ένα δομικό κομμάτι του ελληνοκυπριακού εθνικισμού [32], είναι όχι μόνο ελλιπής αλλά διαστρεβλώνει την ουσία του Κυπριακού, στερώντας το τμήμα αυτό του κυπριακού λαού τον αυτόνομο ρόλου και λόγο [33]. Αγνοεί την βία που είχαν υποστεί οι Τουρκοκύπριοι από την δεκαετία του 1950, η οποία ήταν τόσο διακοινοτική, όσο και ενδοκοινοτική [34], όπως και στην περίπτωση των Ελληνοκυπρίων [35]. Μια ισχυρή τάση Τουρκοκύπριων με μπροστάρη την Αριστερά, πάρα την βία που εξασκείτο και τις αντιφάσεις [36], αντιστεκόταν σθεναρά, ακόμα και την περίοδο κατά την οποία τόσο για την Τουρκία όσο και για την τουρκοκυπριακή ηγεσία επικρατούσε η πολιτική «Μη λύση είναι λύση», στην οποία το κυριαρχούσε το Ντενκτασικό δόγμα για την μόνιμη διχοτόμηση της Κύπρου [37]. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί είναι πάνω σε αυτή την αντίσταση που οικοδομήθηκε, όλο το κίνημα αντίστασης [3] και ενάντια στην πολιτική που ήθελε τους Τουρκοκύπριους να αρνούνται την Κύπρο ως πατρίδα στο σύνολό της επιδιώκοντας την ενσωμάτωσή τους στον «κόσμο του τουρκικού έθνους». Ασφαλώς ένα ισχυρό τμήμα των Τουρκοκυπρίων παραμένουν οχυρωμένοι πίσω από τον δικό τους εθνικισμό, το «Taksim», δηλαδή την διχοτόμηση της χώρας.