Πώς η δημοκρατία μπορεί να κερδίσει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η δημοκρατία μπορεί να κερδίσει

Η Ευρώπη, η Αμερική και η εξημέρωση της ακροδεξιάς

Οι Σουηδοί Δημοκράτες και οι Αδελφοί της Ιταλίας ακολούθησαν παρόμοια πορεία. Οι Δημοκράτες της Σουηδίας σχηματίστηκαν το 1988 από εκπροσώπους ακραίων εθνικιστικών και νεοναζιστικών [4] οργανώσεων. Όπως και οι προκάτοχοί του, το κόμμα έλαβε αρχικά λίγες ψήφους και αποφεύχθηκε από άλλα κόμματα. Για να αλλάξει αυτήν την κατάσταση, ο πολιτικά έξυπνος ηγέτης του, ο Jimmie Akesson, ο οποίος ανέλαβε το κόμμα το 2005, όταν ήταν 25 ετών, άρχισε να απομακρύνει το κόμμα από τις εξτρεμιστικές, νεοναζιστικές ρίζες του, αποκλείοντας μέλη με εμφανείς δεσμούς με τέτοιες ομάδες, αλλάζοντας το σύμβολό του από μια κάπως απειλητική φλόγα σε ένα όμορφο μπλε λουλούδι, καθιστώντας σαφή την δέσμευσή του στην δημοκρατία, και διευρύνοντας το πολιτικό του προφίλ για να προσελκύσει τους δυσαρεστημένους Σουηδούς ψηφοφόρους, ιδίως εκείνους που προέρχονται από την εργατική τάξη. Το κόμμα συνέχισε να τονίζει τους κινδύνους των φιλελεύθερων μεταναστευτικών πολιτικών, αλλά απομακρύνθηκε από τις πιο ανοιχτά ρατσιστικές εκκλήσεις και την εθνοτική αντίληψη της εθνικής ταυτότητας για την οποία ήταν προηγουμένως γνωστό, υποστηρίζοντας αντ' αυτού ότι αντιτίθεται στους μετανάστες που αρνούνται να αφομοιωθούν με το να μιλούν σουηδικά και με το να αποδεχτούν τις «σουηδικές αξίες», και ότι αντιτίθεται σε επίπεδα μετανάστευσης που επιβαρύνουν τους κρατικούς πόρους. Κάνοντας αυτήν την στροφή, οι Σουηδοί Δημοκράτες προσέλκυσαν αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη και τελικά επέτρεψαν σε άλλα συντηρητικά και κεντροδεξιά κόμματα να σχηματίσουν συμμαχίες μαζί τους, συμπεριλαμβανομένης της σημερινής συντηρητικής κυβέρνησης μειοψηφίας της χώρας.

Ομοίως, οι Αδελφοί της Ιταλίας έχουν μεταξύ των προγόνων τους το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα, που ιδρύθηκε από φασίστες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά η ηγέτις του, Giorgia Meloni, έχει πάρει αποστάσεις από τον φασισμό [5] και έχει αποβάλει μέλη που επαινούσαν ανοιχτά ή είχαν δεσμούς με εξτρεμιστικές ομάδες. Η Meloni αποκαλεί τον εαυτό της συντηρητική [6] και ισχυρίζεται ότι το κόμμα της υποστηρίζει «παραδοσιακές συντηρητικές αξίες και πολιτικές», όπως οι χαμηλοί φόροι, τα ισχυρά σύνορα, η περιορισμένη μετανάστευση, η κεντρική θέση της οικογένειας, και η σημασία του χριστιανισμού για την Δυτική και ιταλική ταυτότητα. Η Meloni τονίζει επίσης τώρα την υποστήριξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις Δυτικές συμμαχίες της Ιταλίας, αφού προηγουμένως είχε επικρίνει την πρώτη και είχε εκφράσει ανησυχίες για την δέσμευσή της στη δεύτερη. Υιοθετώντας αυτές τις θέσεις, η Meloni διευκόλυνε την εκλογική επιτυχία των Αδελφών της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 2022, η οποία την κατέστησε την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό.

ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΡΕΥΜΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ

Η σημασία και η ιδιαιτερότητα της εξέλιξης του δυτικοευρωπαϊκού δεξιού λαϊκισμού γίνεται ιδιαίτερα σαφής όταν συγκρίνεται με ανάλογες εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν πολλά δυτικοευρωπαϊκά δεξιά λαϊκιστικά κόμματα αναγνώριζαν ότι αν ήθελαν να κερδίσουν ψήφους και εξουσία θα έπρεπε να μετριάσουν την ρητορική και την συμπεριφορά τους, ένα από τα δύο κυρίαρχα κόμματα των ΗΠΑ, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, άρχισε να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όπως καταδεικνύεται από το «Συμβόλαιο με την Αμερική» του Newt Gingrich το 1994, η ρητορική [7] του κόμματος έγινε όλο και πιο [8] διχαστική και αρνητική, το πολιτικό του προφίλ μετατοπίστηκε από μετριοπαθές σε συντηρητικό, και η συμπεριφορά του στο Κογκρέσο έγινε όλο και πιο παρεμποδιστική. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το 2016, επιτάχυνε αυτές τις τάσεις. Ο Τραμπ δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στους δημοκρατικούς κανόνες και θεσμούς, και αντί να ελέγξουν τις παρορμήσεις του, οι Ρεπουμπλικάνοι τις επέτρεψαν ή ακόμη και τις επιδοκίμασαν.

Μετά την ήττα του Τραμπ, το 2020, το κόμμα ριζοσπαστικοποιήθηκε ακόμη περισσότερο, αρνούμενο να καταδικάσει ευθέως τον εκλογικό αρνητισμό του Τραμπ ή ακόμη και μια βίαιη εξέγερση κατά του Κογκρέσου που είχε σκοπό να αποτρέψει μια νόμιμη μετάβαση της εξουσίας. Αποκήρυξε επίσης εκείνους τους ηγέτες εντός του κόμματος, όπως η εκπρόσωπος Liz Cheney από το Γουαϊόμινγκ και ο γερουσιαστής Mitt Romney από την Γιούτα, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν τους δημοκρατικούς θεσμούς και να παρεκκλίνουν από την ολοένα και πιο αντιδημοκρατική πορεία του κόμματος. Το ότι η τάση αυτή συνεχίστηκε φάνηκε στις ενδιάμεσες εκλογές, στις οποίες το κόμμα «κατέβασε» σχεδόν 300 αρνητές των εκλογών, σε [εκλογικούς] αγώνες σε 48 από τις 50 πολιτείες. Και ενώ ορισμένοι από τους πιο ακραίους υποψηφίους έχασαν -συμπεριλαμβανομένου του υποψήφιου κυβερνήτη της Πενσυλβάνια, Doug Mastriano, ο οποίος συμμετείχε στην συγκέντρωση υπέρ του Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου-, ριζοσπαστικές, συνωμοσιολογικές φιγούρες όπως η Marjorie Taylor Greene και ο Matt Gaetz έχουν πλέον εδραιωθεί στο κόμμα.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΕ ΤΟΝ ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟ ΣΑΣ

Τα τελευταία χρόνια, πολλοί παρατηρητές γίνονται όλο και πιο απαισιόδοξοι για το μέλλον της δημοκρατίας. Επικαλούμενοι την εξάπλωση του αυταρχισμού σε πολλά μέρη του κόσμου, άρχισαν να βλέπουν τις σύγχρονες εξελίξεις μέσα από έναν αδιαφοροποίητο δυστοπικό φακό. Όμως, δεν υπήρξε επιστροφή στον φασισμό και δεν υπάρχει άμεση απειλή για την δημοκρατία στην Δυτική Ευρώπη. Αντιθέτως, οι δεξιοί λαϊκιστές της Ευρώπης έχουν αναγκαστεί να μετριάσουν σημαντικά τον ριζοσπαστισμό τους. Το γεγονός ότι αυτή η μετριοπαθής διαδικασία έλαβε χώρα ακόμη και στην Ιταλία [9] -μια χώρα που δεν αντιμετώπισε ποτέ πλήρως το φασιστικό της παρελθόν και που μαστίζεται από πολιτική αστάθεια και οικονομική στασιμότητα εδώ και δεκαετίες- αντανακλά την δύναμη της δημοκρατίας σε έναν τέτοιο τόπο, καθώς και ότι οι υγιείς δημοκρατίες γενικά είναι σε θέση να αντιστέκονται σε καταστροφικές δυνάμεις.