Η πορεία της Ρωσίας προς την οικονομική καταστροφή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πορεία της Ρωσίας προς την οικονομική καταστροφή

Το μακροπρόθεσμο κόστος του πολέμου στην Ουκρανία θα είναι συγκλονιστικό

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, η ρωσική οικονομία έμοιαζε να είναι προορισμένη για μια κάθετη πτώση. Οι διεθνείς κυρώσεις απειλούσαν να στραγγαλίσουν την οικονομία, οδηγώντας σε πτώση την αξία του ρουβλίου και των ρωσικών χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι απλοί Ρώσοι πολίτες φαίνονταν έτοιμοι για στερήσεις.

17112022-1.jpg

Πεζοί στη Μόσχα, στην Ρωσία, τον Απρίλιο του 2022. Maxim Shemetov / Reuters
---------------------------------------------

Πάνω από οκτώ μήνες μετά από την έναρξη του πολέμου, το σενάριο αυτό δεν έχει υλοποιηθεί. Πράγματι, ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι ισχύει το αντίθετο και ότι η ρωσική οικονομία τα πάει καλά. Το ρούβλι έχει ενισχυθεί έναντι του δολαρίου, και παρόλο που το ρωσικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί, η συρρίκνωση μπορεί κάλλιστα να περιοριστεί σε λιγότερο από 3% το 2022.

Κοιτάξτε, ωστόσο, πίσω από την μέτρια συρρίκνωση του ΑΕΠ και τα στοιχεία του πληθωρισμού, και γίνεται φανερό ότι η ζημιά είναι στην πραγματικότητα σοβαρή: η ρωσική οικονομία προορίζεται για μια μακρά περίοδο στασιμότητας. Το κράτος παρενέβαινε στον ιδιωτικό τομέα ήδη πριν από τον πόλεμο. Αυτή η τάση έχει γίνει μόνο πιο έντονη και απειλεί να καταπνίξει περαιτέρω την καινοτομία και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα της ρωσικής οικονομίας είναι είτε μέσω σημαντικών μεταρρυθμίσεων -οι οποίες δεν βρίσκονται στο προσκήνιο- είτε μέσω μιας θεσμικής διαταραχής παρόμοιας με εκείνη που συνέβη με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.

ΟΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ

Η λανθασμένη αντίληψη για το τι θα μπορούσαν να επιτύχουν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από μη ρεαλιστικές προσδοκίες για το τι μπορούν να κάνουν τα οικονομικά μέτρα. Με απλά λόγια, δεν είναι το ισοδύναμο μιας πυραυλικής επίθεσης. Ναι, μακροπρόθεσμα, οι κυρώσεις μπορούν να αποδυναμώσουν την οικονομία και να μειώσουν το ΑΕΠ. Αλλά βραχυπρόθεσμα, το περισσότερο που μπορεί κανείς λογικά να ελπίζει είναι μια μαζική μείωση των εισαγωγών της Ρωσίας. Είναι φυσικό το ρούβλι να ενισχύεται αντί να αποδυναμώνεται, καθώς η ζήτηση για δολάρια και ευρώ μειώνεται. Και καθώς τα χρήματα που θα ξοδεύονταν για εισαγωγές ανακατευθύνονται προς την εγχώρια παραγωγή, το ΑΕΠ θα πρέπει στην πραγματικότητα να αυξηθεί αντί να μειωθεί. Οι επιπτώσεις των κυρώσεων στην κατανάλωση και την ποιότητα ζωής χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να λειτουργήσουν στην οικονομία.

Στην αρχή του πολέμου, τον Φεβρουάριο και στις αρχές Μαρτίου, οι Ρώσοι έσπευσαν να αγοράσουν δολάρια και ευρώ για να προστατευθούν από μια πιθανή πτώση του ρουβλίου. Τους επόμενους οκτώ μήνες, με τις ρωσικές απώλειες στην Ουκρανία να αυξάνονται, αγόρασαν ακόμη περισσότερα. Κανονικά, αυτό θα προκαλούσε σημαντική υποτίμηση του ρουβλίου, διότι όταν οι άνθρωποι αγοράζουν ξένο νόμισμα, το ρούβλι βυθίζεται. Λόγω των κυρώσεων, όμως, οι εταιρείες που εισήγαγαν αγαθά πριν από τον πόλεμο σταμάτησαν να αγοράζουν συνάλλαγμα για να χρηματοδοτήσουν αυτές τις εισαγωγές. Ως αποτέλεσμα, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 40% την άνοιξη. Μια συνέπεια ήταν ότι το ρούβλι ενισχύθηκε έναντι του δολαρίου. Εν ολίγοις, δεν ήταν ότι οι κυρώσεις δεν λειτούργησαν. Αντιθέτως, η βραχυπρόθεσμη επίδρασή τους στις εισαγωγές ήταν απροσδόκητα ισχυρή. Μια τέτοια πτώση των εισαγωγών δεν ήταν αναμενόμενη. Εάν η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας είχε προβλέψει μια τόσο μαζική πτώση, δεν θα είχε εισαγάγει αυστηρούς περιορισμούς στις καταθέσεις σε δολάρια τον Μάρτιο για να αποτρέψει την κατάρρευση της αξίας του ρουβλίου.

Οι οικονομικές κυρώσεις είχαν βέβαια και άλλα άμεσα αποτελέσματα. Ο περιορισμός της πρόσβασης της Ρωσίας στη μικροηλεκτρονική, τα τσιπ, και τους ημιαγωγούς κατέστησε σχεδόν αδύνατη την παραγωγή αυτοκινήτων και αεροσκαφών. Από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο, η ρωσική κατασκευή αυτοκινήτων μειώθηκε κατά ένα εκπληκτικό ποσοστό του 90%, και η πτώση στην παραγωγή αεροσκαφών ήταν παρόμοια. Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή όπλων, η οποία όπως είναι λογικό αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Οι προσδοκίες ότι οι νέες εμπορικές διαδρομές μέσω της Κίνας, της Τουρκίας, και άλλων χωρών που δεν συμμετέχουν στο καθεστώς κυρώσεων θα αντιστάθμιζαν την απώλεια των Δυτικών εισαγωγών αποδείχθηκαν λανθασμένες. Το ασυνήθιστα ισχυρό ρούβλι είναι ένα μήνυμα ότι τα κανάλια εισαγωγών από την πίσω πόρτα δεν λειτουργούν. Εάν οι εισαγωγές εισέρχονταν στην Ρωσία μέσω κρυφών καναλιών, οι εισαγωγείς θα αγόραζαν δολάρια, στέλνοντας το ρούβλι προς τα κάτω. Χωρίς αυτές τις κρίσιμες εισαγωγές, η μακροπρόθεσμη υγεία της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας της Ρωσίας είναι τραγική.

Ακόμη πιο σημαντικό από τις Δυτικές τεχνολογικές κυρώσεις είναι το γεγονός ότι η Ρωσία εισέρχεται αδιαμφισβήτητα σε μια περίοδο κατά την οποία η πολιτική παρεοκρατία παγιώνει την εξουσία της στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό προετοιμαζόταν εδώ και πολύ καιρό. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που έπληξε την Ρωσία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα του G20, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, ουσιαστικά εθνικοποίησε μεγάλες επιχειρήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τις έθεσε υπό άμεσο κυβερνητικό έλεγχο -σε άλλες περιπτώσεις, τις έθεσε υπό την εποπτεία των κρατικών τραπεζών. Για να παραμείνουν υπό την εύνοια της κυβέρνησης, οι εταιρείες αυτές αναμένεται να διατηρούν πλεόνασμα εργαζομένων στις μισθοδοσίες τους. Ακόμη και στις επιχειρήσεις που παρέμειναν ιδιωτικές, στην ουσία απαγορεύτηκε να απολύουν υπαλλήλους. Αυτό παρείχε στον ρωσικό λαό οικονομική ασφάλεια -τουλάχιστον προς το παρόν- και αυτή η σταθερότητα αποτελεί κρίσιμο μέρος του συμβολαίου του Πούτιν με τους ψηφοφόρους του. Αλλά μια οικονομία στην οποία οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να εκσυγχρονιστούν, να αναδιαρθρωθούν, και να απολύσουν υπαλλήλους για να αυξήσουν τα κέρδη τους θα παραμείνει στάσιμη. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η αύξηση του ΑΕΠ της Ρωσίας από το 2009 έως το 2021 ήταν κατά μέσο όρο 0,8% ετησίως, χαμηλότερη από την περίοδο των δεκαετιών του 1970 και του 1980 που προηγήθηκε της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης.

Ακόμη και πριν από τον πόλεμο, οι ρωσικές επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν ρυθμίσεις που τους αποστερούσαν επενδύσεις. Οι προηγμένες βιομηχανίες, όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, και οι επικοινωνίες -δηλαδή εκείνες που θα επωφελούνταν περισσότερο από την ξένη τεχνολογία και τις ξένες επενδύσεις- αντιμετώπιζαν τους μεγαλύτερους περιορισμούς. Για να επιβιώσουν, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνταν σε αυτόν τον χώρο ήταν αναγκασμένες να διατηρούν στενούς δεσμούς με κυβερνητικούς αξιωματούχους και γραφειοκράτες. Σε αντάλλαγμα, αυτοί οι κυβερνητικοί προστάτες εξασφάλιζαν ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν αντιμετώπιζαν ανταγωνισμό. Έθεσαν εκτός νόμου τις ξένες επενδύσεις, ψήφισαν νόμους που επιβάρυναν τους ξένους που δραστηριοποιούνταν στην Ρωσία, και ξεκίνησαν έρευνες εναντίον εταιρειών που λειτουργούσαν χωρίς κυβερνητική προστασία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, στρατιωτικοί στρατηγοί, και υψηλόβαθμοι γραφειοκράτες -πολλοί από αυτούς φίλοι του Πούτιν- έγιναν πολυεκατομμυριούχοι. Το βιοτικό επίπεδο των απλών Ρώσων, αντίθετα, δεν βελτιώθηκε την τελευταία δεκαετία.

Από την έναρξη του πολέμου, η κυβέρνηση έχει σφίξει ακόμη περισσότερο τον έλεγχό της στον ιδιωτικό τομέα. Ξεκινώντας από τον Μάρτιο, το Κρεμλίνο έθεσε σε εφαρμογή νόμους και κανονισμούς που δίνουν στην κυβέρνηση το δικαίωμα να κλείνει επιχειρήσεις, να υπαγορεύει αποφάσεις για την παραγωγή, και να καθορίζει τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων. Η μαζική επιστράτευση των νεοσύλλεκτων στρατιωτικών που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο παρέχει στον Πούτιν ένα ακόμη όπλο για να ασκήσει πίεση στις ρωσικές επιχειρήσεις, διότι για να διατηρήσουν το εργατικό τους δυναμικό, οι ηγέτες των εταιρειών θα πρέπει να διαπραγματευτούν με κυβερνητικούς αξιωματούχους για να διασφαλίσουν ότι οι υπάλληλοί τους θα εξαιρεθούν από την επιστράτευση.

Σίγουρα, η ρωσική οικονομία λειτουργεί εδώ και καιρό υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της κυβέρνησης. Αλλά οι πιο πρόσφατες κινήσεις του Πούτιν πηγαίνουν τον έλεγχο αυτό σε νέο επίπεδο. Όπως έχουν υποστηρίξει οι οικονομολόγοι Andrei Shleifer και Robert Vishny, το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από την διαφθορά είναι η αποκεντρωμένη διαφθορά. Είναι αρκετά κακό όταν μια διεφθαρμένη κεντρική κυβέρνηση απαιτεί δωροδοκίες -είναι ακόμη χειρότερο όταν πολλές διαφορετικές κυβερνητικές υπηρεσίες ανταγωνίζονται για μίζες. Πράγματι, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της πρώτης δεκαετίας της θητείας του Πούτιν οφείλονταν εν μέρει στον τρόπο με τον οποίο συγκέντρωσε την εξουσία στο Κρεμλίνο, εξοντώνοντας τα ανταγωνιστικά αρπακτικά, όπως οι ολιγάρχες που δρούσαν εκτός της κυβερνητικής αγκαλιάς. Η έμφαση στην δημιουργία ιδιωτικών στρατών και περιφερειακών εθελοντικών ταγμάτων για τον πόλεμό του κατά της Ουκρανίας, ωστόσο, δημιουργεί νέα κέντρα εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι η αποκεντρωμένη διαφθορά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επανεμφανιστεί στην Ρωσία.

Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια δυναμική που θα θύμιζε την δεκαετία του 1990, όταν οι Ρώσοι επιχειρηματίες βασίζονταν στην ιδιωτική ασφάλεια, τους μαφιόζικους δεσμούς, και τους διεφθαρμένους αξιωματούχους για να διατηρήσουν τον έλεγχο των πρόσφατα ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων. Εγκληματικές συμμορίες που έδιναν δουλειά σε βετεράνους του ρωσικού πολέμου στο Αφγανιστάν προσέφεραν «προστασία» στον πλειοδότη ή απλώς λεηλατούσαν κερδοφόρες επιχειρήσεις. Οι μισθοφορικές ομάδες που δημιούργησε ο Πούτιν για να πολεμήσουν στην Ουκρανία θα παίξουν τον ίδιο ρόλο στο μέλλον.

ΕΝΑΣ ΜΑΚΡΥΣ ΔΡΟΜΟΣ ΕΝΟΨΗ

Η Ρωσία θα μπορούσε ακόμη να πετύχει μια νίκη στην Ουκρανία. Δεν είναι σαφές το πώς θα έμοιαζε αυτή η νίκη˙ ίσως η μόνιμη κατοχή μερικών κατεστραμμένων ουκρανικών πόλεων θα μπορούσε να συσκευαστεί ως θρίαμβος. Εναλλακτικά, η Ρωσία θα μπορούσε να χάσει τον πόλεμο, ένα αποτέλεσμα που θα καθιστούσε πιο πιθανό να χάσει ο Πούτιν την εξουσία. Μια νέα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση θα μπορούσε να αναλάβει και να αποσύρει τα στρατεύματα, να εξετάσει το ενδεχόμενο αποζημιώσεων, και να διαπραγματευτεί την άρση των εμπορικών κυρώσεων.

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, ωστόσο, η Ρωσία θα βγει από τον πόλεμο με την κυβέρνησή της να ασκεί εξουσία στον ιδιωτικό τομέα σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο πουθενά στον κόσμο, εκτός από την Κούβα και την Βόρεια Κορέα. Η ρωσική κυβέρνηση θα είναι πανταχού παρούσα, αλλά ταυτόχρονα δεν θα είναι αρκετά ισχυρή για να προστατεύσει τις επιχειρήσεις από μαφιόζικες ομάδες που αποτελούνται από αποστρατευμένους στρατιώτες οπλισμένους με όπλα που απέκτησαν κατά την διάρκεια του πολέμου. Ιδιαίτερα στην αρχή, θα βάλουν στο στόχαστρο τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο.

Για να αναπτυχθεί η ρωσική οικονομία, θα χρειαστεί όχι μόνο σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και το είδος του νέου ξεκινήματος που έκανε η Ρωσία το 1991. Η κατάρρευση του σοβιετικού κράτους κατέστησε τους θεσμούς εκείνης της εποχής άσχετους. Ακολούθησε μια μακρά και επώδυνη διαδικασία οικοδόμησης νέων θεσμών, αύξησης της κρατικής ικανότητας, και μείωσης της διαφθοράς -μέχρι που ο Πούτιν ήρθε στην εξουσία και τελικά διέλυσε τους θεσμούς της αγοράς και έχτισε το δικό του σύστημα πατρωνίας. Το μάθημα είναι ζοφερό: ακόμη και αν ο Πούτιν χάσει την εξουσία και ένας διάδοχός του δρομολογήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία για να επιστρέψει η Ρωσία στα επίπεδα παραγωγής του ιδιωτικού τομέα και της ποιότητας ζωής που γνώριζε η χώρα μόλις πριν από ένα χρόνο. Αυτές είναι οι συνέπειες ενός καταστροφικού, άστοχου πολέμου.

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/russian-federation/russias-road-economic-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition