Αντιμετωπίζοντας την Κίνα και την Ρωσία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αντιμετωπίζοντας την Κίνα και την Ρωσία

Για να ανταγωνιστούν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διαλέξουν τις μάχες τους

Η άλλη κοινοτοπία είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει, σε αυτήν την νέα εποχή του ανταγωνισμού, να αυξήσουν τις δικές τους πηγές ισχύος. Αυτό συμβαίνει τώρα, αν και η κλίμακα και ο ρυθμός αποτελούν αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρότεινε ένα ποσό ρεκόρ (σε μη προσαρμοσμένους όρους) 773 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αμυντικές δαπάνες για το 2023, ποσό που αυξήθηκε γρήγορα από το Κογκρέσο. Το νομοσχέδιο CHIPS and Science, που υπογράφηκε ως νόμος τον Αύγουστο, διαθέτει περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια δολάρια για την εγχώρια κατασκευή ημιαγωγών και προωθεί την ανάπτυξη προηγμένων τεχνολογιών. Η ανάγκη ανταγωνισμού με την Κίνα έχει υποκινήσει και άλλες κινήσεις, όπως η δημιουργία το 2019 του Οργανισμού Αναπτυξιακής Χρηματοδότησης (Development Finance Corporation, DFC), ο οποίος επενδύει σε αναπτυξιακά έργα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Εν τω μεταξύ, οι ρωσικές απειλές έχουν ωθήσει σε βήματα για την καλύτερη ασφάλεια των εκλογικών υποδομών των ΗΠΑ και την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης. Οι ισχυρότερες και καλύτερα αμυνόμενες Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουν τις διπλές προκλήσεις της Κίνας και της Ρωσίας.

Μια τρίτη λύση θα ήταν να επωφεληθούν από τις προσωρινές ασυμμετρίες στον ανταγωνισμό της Κίνας και της Ρωσίας. Το Πεκίνο χρησιμοποιεί τον οικονομικό εξαναγκασμό και την διπλωματική πίεση, αλλά δεν έχει ακόμη ασκήσει πλήρως την στρατιωτική του επιλογή· η Ρωσία χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα μέσα της εθνικής της ισχύος για να κατακτήσει την Ουκρανία. Αυτό υποδηλώνει ότι μια μεγάλη προσπάθεια τιμωρίας των ρωσικών παραβάσεων τώρα θα μπορούσε να καταστήσει την χώρα πιο αδύναμη, πιο φτωχή, και πολύ λιγότερο ικανή στρατιωτικά στο μέλλον -ακριβώς όταν το Πεκίνο ίσως να επιθυμεί να συνδυάσει την αυξανόμενη ισχύ του με ανοιχτή επιθετικότητα. Εδώ η επιτακτική ανάγκη θα ήταν να επικεντρωθεί ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας και των πόρων στην ρωσική απειλή στην τρέχουσα οξεία φάση της, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αποφασιστεί να αφιερωθεί η μερίδα του λέοντος και των δύο στην Κίνα μακροπρόθεσμα.

Οι προτροπές για την ενίσχυση των συμμαχιών, την δημιουργία εγχώριας δύναμης, και την εκμετάλλευση του χρόνου είναι προφανώς σωστές. Ωστόσο, κάνοντας όλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθήσουν να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κινεζική και την ρωσική επιρροή παντού και σε κάθε ζήτημα, επ' αόριστον. Ούτε θα πρέπει να προσπαθήσουν. Κρίσιμα για την διαχείριση αυτών των προβλημάτων με την πάροδο του χρόνου είναι ο καθορισμός προτεραιοτήτων και η πραγματοποίηση δύσκολων συμβιβασμών σε διάφορες περιοχές και ζητήματα.

ΒΕΡΟΛΙΝΟ Ή ΛΑΟΣ;

Ο καθορισμός προτεραιοτήτων είναι μια από τις πιο εύκολες ενέργειες που μπορεί να επικαλεστεί κανείς και μια από τις πιο δύσκολες που μπορεί να κάνει. Ακόμη και αν είναι δυνατή μια αδρή συναίνεση σχετικά µε το ποιοι τοµείς και θέµατα έχουν µεγαλύτερη σηµασία και θα πρέπει εποµένως να αποτελέσουν το επίκεντρο της δραστηριότητας των ΗΠΑ, το αναγκαίο συμπέρασμα είναι ότι άλλοι τοµείς έχουν πολύ µικρότερη σηµασία και θα πρέπει να λάβουν ελάχιστη ή καθόλου προσοχή και πόρους. Αξιολογούμενη μεμονωμένα, κάθε περιοχή -το δυτικό ημισφαίριο, η Ασία, η Ευρώπη, η Μέση Ανατολή, ο παγκόσμιος Νότος- διεκδικεί προτεραιότητα, και πολλά θέματα έχουν υποστηρικτές εντός ή εκτός κυβέρνησης που επιχειρηματολογούν για την σημασία τους.

Εδώ, ένα μάθημα από τον Ψυχρό Πόλεμο μπορεί να είναι διδακτικό. Από τα πρώτα χρόνια εκείνης της εποχής, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αποφασίσει να υπερασπιστούν το Βερολίνο από τις σοβιετικές απειλές, ακόμη και με το κόστος ενός πλήρους πολέμου. Η προσοχή, οι στρατιωτικοί πόροι, και η ενέργεια που δαπανήθηκαν εκεί υπερέβαιναν κατά πολύ αυτά που δαπανήθηκαν σε άλλες πόλεις σε όλο τον κόσμο. Η δέσμευση για την υπεράσπιση του Βερολίνου σήμερα φαίνεται σοφή. Δύο φορές κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες διέσχισαν τον Ατλαντικό για να τερματίσουν πολέμους που ξεκίνησαν στην Ευρώπη. Αποτρέποντας το ξέσπασμα ενός άλλου κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέβαλαν στην εξασφάλιση δεκαετιών ευρωπαϊκής ειρήνης και ευημερίας. Κατά την διάρκεια εκείνης της εποχής, ωστόσο, η Ουάσινγκτον επένδυσε επίσης τόσο έντονα στην διαμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής του Λάος, ώστε έγινε το πιο βαριά βομβαρδισμένο έθνος ανά κάτοικο στην ιστορία. Η στρατιωτική εκστρατεία των ΗΠΑ εκεί διήρκεσε 14 χρόνια και κατέληξε σε αποτυχία. Ακόμη και αν συνυπολογίσουμε τον πόλεμο του Βιετνάμ και το μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ, μια στρατιωτική διαδρομή ανεφοδιασμού των Βορειοβιετναμέζων που περνούσε στο Λάος, οι περισσότερες από 500.000 αποστολές βομβαρδισμού που πραγματοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πάνω από την μικρή αυτή χώρα φαίνεται σήμερα, τουλάχιστον, ότι ήταν μια σημαντική σπατάλη πόρων εθνικής ασφάλειας.

Οι ιστορικές αναλογίες είναι πάντα δύσκολες [13], και αυτές οι δύο είναι πιο δύσκολες από τις περισσότερες. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ του Βερολίνου και του Λάος κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υποδηλώνει μια σημερινή ευρετική [διαδικασία]: Εν μέσω του αορίστου χρόνου ανταγωνισμού με την Ρωσία και την Κίνα, ποια ζητήματα και ποιες περιοχές μοιάζουν περισσότερο με το Βερολίνο και ποια περισσότερο με το Λάος; Ποια αξίζουν την σημαντική επένδυση αμερικανικών πόρων και προσοχής -για να αντισταθούν στην επέκταση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής, για παράδειγμα, ή να δημιουργήσουν μια νέα σχέση που θα ενίσχυε την αμερικανική θέση- και ποια όχι;