Τρομερές αλλά όχι ανίκητες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τρομερές αλλά όχι ανίκητες

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να αντιδράσουν υπερβολικά στην Κίνα και την Ρωσία
Περίληψη: 

Με την επιθετικότητά της κατά της Ουκρανίας, η Ρωσία υπονόμευσε τις οικονομικές της προοπτικές, εξάντλησε τα στρατιωτικά της περιουσιακά στοιχεία, και ενίσχυσε το διατλαντικό σχέδιο. Η κινεζική κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, αυξάνει τον έλεγχό της στον ιδιωτικό τομέα, προκαλεί αντισταθμιστικές κινήσεις στην Ασία, και επιφέρει μεγαλύτερο διπλωματικό συντονισμό στην Δύση.

Ο ALI WYNE είναι ανώτερος αναλυτής στην πρακτική της Παγκόσμιας Μακρο-Γεωπολιτικής στο Eurasia Group. Είναι συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο: America’s Great-Power Opportunity: Revitalizing U.S. Foreign Policy to Meet the Challenges of Strategic Competition [1].

Μόλις 30 χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και 50 χρόνια μετά το άνοιγμα των ΗΠΑ προς την Κίνα, οι δύο βασικοί αμφισβητίες των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται να προελαύνουν και να υπαγορεύουν τις αποφάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον. Η Ρωσία διέψευσε τις προσδοκίες πολλών παρατηρητών εισβάλλοντας στην Ουκρανία, και δεν δείχνει κανένα σημάδι υποχώρησης εννέα μήνες μετά την έναρξη της βίαιης εκστρατείας της. Εν τω μεταξύ, μετά την επίσκεψη στην Ταϊβάν της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόσι, τον Αύγουστο, η Κίνα εκτόξευσε μια σειρά συμβατικών βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς -συμπεριλαμβάνοντας, για πρώτη φορά, [την περιοχή] πάνω από την Ταϊβάν- διέκοψε τον στρατιωτικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και δήλωσε ότι θα διεξάγει τακτικές περιπολίες γύρω από την Ταϊβάν, αυξάνοντας την ανησυχία ότι το Πεκίνο μπορεί σύντομα να κινηθεί εναντίον της Ταϊπέι.

25112022-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, στην Σαμαρκάνδη, στο Ουζμπεκιστάν, τον Σεπτέμβριο του 2022. Sergey Bobylev / Sputnik / Reuters
--------------------------------------------------------

Πέρα από την πιεστική ανησυχία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βρεθούν σε ταυτόχρονο πόλεμο με δύο πυρηνικές δυνάμεις, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν έναν ευρύτερο φόβο: ότι η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων θα μπορούσε να βρεθεί σε ένα ανησυχητικό σημείο καμπής. Στην στρατηγική εθνικής ασφάλειας [2] που δημοσίευσε τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν προειδοποιεί ότι «οι όροι του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα καθοριστούν» κατά την επόμενη δεκαετία. Η διοίκηση ανησυχεί περισσότερο για «δυνάμεις που επιστρώνουν την αυταρχική διακυβέρνηση με μια αναθεωρητική εξωτερική πολιτική», ιδίως την Ρωσία και την Κίνα.

Μέσα σε αυτό το δυσοίωνο γεωπολιτικό σκηνικό, ίσως να φαίνεται παράλογο να τολμήσει κανείς να πει ότι η Ουάσιγκτον έχει την ευκαιρία να σταθεροποιήσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της. Το κλειδί για την αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας βρίσκεται σε ένα αντιφατικό συμπέρασμα: αν και η Μόσχα και το Πεκίνο είναι τρομεροί διεκδικητές, είναι όλο και περισσότερο αυτοπεριοριζόμενοι. Με την επιθετικότητά της κατά της Ουκρανίας, η Ρωσία υπονόμευσε τις οικονομικές της προοπτικές, εξάντλησε τα στρατιωτικά της περιουσιακά στοιχεία, και ενίσχυσε το διατλαντικό σχέδιο. Η κινεζική κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, αυξάνει τον έλεγχό της στον ιδιωτικό τομέα, προκαλεί αντισταθμιστικές κινήσεις στην Ασία, και επιφέρει μεγαλύτερο διπλωματικό συντονισμό στην Δύση. Αν το αρχικό λάθος των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν να μην αντιδράσουν επαρκώς στην Ρωσία και την Κίνα, τώρα πρέπει να αποφύγουν το αντίθετο λάθος.

ΑΥΤΟΠΡΟΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΖΗΜΙΑ

Η Ρωσία έχει προσφέρει έναν βάρβαρο σωφρονισμό στους παρατηρητές που κάποτε την απέρριπταν ή ακόμη και σήμερα την απορρίπτουν. Η εισβολή της στην Ουκρανία έχει αποσταθεροποιήσει τις αγορές ενέργειας, έχει επιδεινώσει την επισιτιστική ανασφάλεια, και έχει θέσει σε κίνδυνο την ήδη εύθραυστη παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19. Όσο πιο έντονες γίνονται αυτές οι συνέπειες, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να διατηρηθεί μια ενιαία απάντηση στην επιθετικότητα της Μόσχας. Αν και οι σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση θα παραμείνουν ανεπανόρθωτες όσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι πρόεδρος, η Μόσχα δεν έχει παραπεμφθεί σε καθεστώς παρία. Αντιθέτως, οι περισσότερες χώρες -συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών ατμομηχανών [όπως] Κίνα, Ινδία, και Βραζιλία- έχουν αρνηθεί να της επιβάλουν κυρώσεις για την εισβολή της, και η αξία των ρωσικών εξαγωγών έχει στην πραγματικότητα αυξηθεί από την έναρξη του πολέμου. Η αυξανόμενη συνεργασία της Ρωσίας με την Σαουδική Αραβία αποδεικνύει περαιτέρω ότι η απομόνωση από την Δύση δεν σημαίνει παγκόσμιο εξοστρακισμό.

Όμως, με το να επιβεβαιώνει ότι είναι μια ανθεκτική δύναμη που μπορεί να προκαλέσει παγκόσμια αναταραχή, η Ρωσία υπονομεύει τον εαυτό της οικονομικά, στρατιωτικά, και διπλωματικά. Ενώ η Ρωσία έχει καταφέρει να αμβλύνει την επίδραση των κυρώσεων επιβάλλοντας αυστηρούς κεφαλαιακούς ελέγχους (capital controls) και εκμεταλλευόμενη τις υψηλές τιμές της ενέργειας, ο Pierre-Olivier Gourinchas, επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σημείωσε [3] τον Ιούλιο ότι ο αντίκτυπος των κυρώσεων θα βαθαίνει με την πάροδο του χρόνου, περιορίζοντας σταθερά την πρόσβαση της Ρωσίας σε κεφάλαια και τεχνολογία. Και με το να αναγκάσει την Ευρώπη να βρει εναλλακτικές λύσεις για το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο υπό ένα επιταχυνόμενο χρονοδιάγραμμα, η Μόσχα έχει αποδυναμώσει δραματικά την ενεργειακή της επιρροή μακροπρόθεσμα. Η ήπειρος προετοιμάζεται για δύσκολους χειμώνες φέτος και του χρόνου, αλλά οι πόνοι προσαρμογής της Ευρώπης δεν θα εκτροχιάσουν την ενεργειακή της διαφοροποίηση.

Η Ρωσία θα δυσκολευτεί επίσης να ανασυγκροτήσει την στρατιωτική της ισχύ. Η διαταγή του Πούτιν τον Σεπτέμβριο να επιστρατεύσει τους Ρώσους στρατεύσιμους δείχνει πόσο σημαντικές ήταν οι απώλειες σε προσωπικό και υλικό και πόσο αισθητά έχει μετατοπιστεί η δυναμική στο πεδίο της μάχης υπέρ της Ουκρανίας. Εκτός από την χρήση παλιού εξοπλισμού για να στηρίξει την εκστρατεία της, η Ρωσία στρέφεται προς την Συρία και το Ιράν για στρατιωτική βοήθεια. Το Royal United Services Institute, ένα think tank με έδρα το Λονδίνο που επικεντρώνεται στην ασφάλεια, διαπίστωσε [4] ότι 27 από τα στρατιωτικά συστήματα-κλειδιά της Ρωσίας βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε περίπου 450 μικροηλεκτρονικά εξαρτήματα που κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη, και την Ασία. Η διατήρηση αυτών των συστημάτων και της αμυντικής βιομηχανικής βάσης που τα στηρίζει θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη και δαπανηρή καθώς οι κυρώσεις περιορίζουν σταθερά την ικανότητα της Μόσχας να προμηθεύεται ημιαγωγούς.