Τρομερές αλλά όχι ανίκητες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τρομερές αλλά όχι ανίκητες

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να αντιδράσουν υπερβολικά στην Κίνα και την Ρωσία

Παραδόξως, ωστόσο, η ευρεία απήχηση αυτού του πλαισίου -που υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό τις ιδεολογικές διαιρέσεις- αντανακλά επίσης μια αίσθηση γραφειοκρατικής άνεσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική τους πολιτική γύρω από τρεις εξωτερικούς διεκδικητές: την αυτοκρατορική Ιαπωνία, τη ναζιστική Γερμανία, και την Σοβιετική Ένωση. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποδείχθηκε μια πύρρειος νίκη για την Ουάσινγκτον, καθώς η ύπαρξη της σοβιετικής απειλής είχε συμβάλει στον καθορισμό του ρόλου της στον κόσμο για σχεδόν 50 χρόνια. Για περίπου ένα τέταρτο του αιώνα που ακολούθησε, οι Ηνωμένες Πολιτείες αγωνίστηκαν να καταλήξουν σε μια δομή για να αγκυροβολήσουν, πειραματιζόμενες ποικιλοτρόπως με την «εμπλοκή και την διεύρυνση», τον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», και την «στροφή προς την Ασία». Μια ρεβανσιστική Μόσχα και ένα αναγεννημένο Πεκίνο φαίνεται ότι θα επέτρεπαν στην Ουάσινγκτον να επιστρέψει σε ένα οικείο εγχειρίδιο, αποκαθιστώντας την σαφήνεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και ίσως ακόμη και καλλιεργώντας μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ ενός διχασμένου αμερικανικού κοινού.

Αλλά αυτές οι ελπίδες είναι αμφισβητήσιμες. Η Ιαπωνία και η Γερμανία ηττήθηκαν στρατιωτικά κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα, ωστόσο, ενόψει της πιθανότητας ο πόλεμος των μεγάλων δυνάμεων με την Ρωσία ή την Κίνα να κλιμακωθεί σε πυρηνικό επίπεδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ζωτικό εθνικό συμφέρον να αποφύγουν μια τέτοια αντιπαράθεση. Και παρόλο που η Μόσχα και το Πεκίνο αντιμετωπίζουν αμφότερες πολυάριθμες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις, καμία από τις δύο δεν φαίνεται έτοιμη για μια κατάρρευση σοβιετικού τύπου. Επιπλέον, ενώ ακόμη και η περιορισμένη συνεργασία μεγάλων δυνάμεων μπορεί να φαίνεται προς το παρόν αδιανόητη, οι διακρατικές προκλήσεις θα συνεχίσουν να εμπλέκουν την κοινωνία και την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών με εκείνες της Ρωσίας και της Κίνας -ανεξάρτητα από το πόσο σθεναρά η Ουάσινγκτον και οι ανταγωνιστές της προσπαθούν να αποσυνδεθούν η μεν από τους δε. Τέλος, αν και το άγχος του ανταγωνισμού μπορεί να προωθήσει την εσωτερική ανανέωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει ούτε να το χρησιμοποιούν ως δεκανίκι ούτε να υποθέτουν ότι ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων θα χαλαρώσει την πολιτική πόλωση στο εσωτερικό τους.

Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εξετάσουν όχι πώς μπορούν να επιτύχουν έναν επίπλαστο θρίαμβο επί των ανταγωνιστών τους, αλλά πώς μπορούν να διατηρήσουν μια δυσάρεστη συμβίωση μαζί τους. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει έτοιμο σχέδιο για την πλοήγηση σε αυτήν την αμφισημία σημαίνει ότι, ακόμη και αν συνεχίζει να αντλεί καθοδήγηση από την ιστορία της, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αναπτύξει ένα ουσιαστικά νέο σχέδιο.

Η διαχείριση των τριβών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα παραμείνει βασικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, επειδή το διακύβευμα της αποφυγής ένοπλων συγκρούσεων με την Ρωσία και την Κίνα είναι τόσο υψηλό. Πέρα από την λήψη μέτρων τα οποία υπηρετούν αυτήν την επιταγή, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται με τους συμμάχους και τους εταίρους τους για να ενισχύσουν την δημοκρατική ανθεκτικότητα έναντι των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας και του οικονομικού καταναγκασμού, να διαμορφώσουν τεχνολογικά πρότυπα επόμενης γενιάς, να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη του παγκόσμιου Νότου, και να οικοδομήσουν νέους συνασπισμούς για την αντιμετώπιση των διακρατικών προκλήσεων, συνεργαζόμενες με την Ρωσία και την Κίνα, όπου αυτό είναι δυνατόν.

Ωστόσο, ακόμη και αν υιοθετούν τον επιλεκτικό ανταγωνισμό, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να υιοθετήσουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων ως πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής. Αν το έκαναν αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κινδύνευαν να εμπλακούν σε έναν παγκόσμιο αγώνα με την Ρωσία και την Κίνα που θα υπονόμευε την γεωπολιτική τους θέση. Αν ακολουθούσαν αυτόν τον δρόμο, θα ανάγκαζαν επίσης τις δύο αυτές χώρες να έρθουν ακόμη πιο κοντά απ' ό,τι θα έκαναν διαφορετικά και θα περιόριζαν την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να κάνουν διπλωματικές παρεμβάσεις σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική, η Νοτιοανατολική Ασία, και η υποσαχάρια Αφρική. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει αντ' αυτού να κάνει μια αποφασιστική ρήξη με την αδράνεια που για περίπου οκτώ δεκαετίες έχει συνδέσει την εξωτερική της πολιτική με τις ενέργειες -και κατά καιρούς με την αναζήτηση- εξωτερικών ανταγωνιστών. Θα πρέπει να δώσει κύρια προτεραιότητα στην ανανέωση των μοναδικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της, αποδεικνύοντας εκ νέου ότι έχει διαρκή ικανότητα να ενισχύει τα κοινωνικοοικονομικά της θεμέλια στο εσωτερικό και να κινητοποιεί συλλογική δράση στο εξωτερικό για να αντιμετωπίσει όλο το φάσμα των πλανητικών προκλήσεων.

Η Μόσχα και το Πεκίνο είναι τρομεροί διεκδικητές. Τα καλά νέα είναι ότι τα λάθη τους δίνουν στην Ουάσινγκτον την ευκαιρία να ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική που θα έχει τις ρίζες της λιγότερο στο να απαντά σε κάθε τους ελιγμό παρά στο να διαρθρώνει τις δικές της φιλοδοξίες.