Ο πόλεμος του Πούτιν με την ιστορία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πόλεμος του Πούτιν με την ιστορία

Ο χιλιετής αγώνας σχετικά με την Ουκρανία*

Στην πραγματικότητα, για το μεγαλύτερο μέρος των επόμενων επτά αιώνων μετά την βασιλεία του Volodymyr, η Ουκρανία βρισκόταν εκτός Μοσχοβίτικου ελέγχου. Καθώς η κυριαρχία των Μογγόλων κατέρρευσε το 1300, το έδαφος της σημερινής Ουκρανίας απορροφήθηκε από το αναδυόμενο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, το οποίο με την σειρά του συνδυάστηκε με δυναστικό γάμο με την Πολωνία, έτσι ώστε για τους επόμενους δυόμισι αιώνες, η Ουκρανία να κυριαρχείται από την Κρακοβία. Τελικά, ακόμη και η πίστη της Ουκρανίας απέκτησε Δυτικό επίχρισμα: το 1596, η Ένωση του Μπρεστ-Λιτόφσκ δημιούργησε την Ελληνική Καθολική Εκκλησία, ή Uniat —ένας συμβιβασμός μεταξύ Καθολικών Πολωνών και Ορθοδόξων Ουκρανών που αναγνώριζε τον Πάπα αλλά ήταν ορθόδοξος στο τελετουργικό και επέτρεπε στους ιερείς να παντρεύονται. Ούσα ένα πολιτικά προσεκτικό ημίμετρο ανάμεσα στις δύο θρησκείες, η ένωση βοήθησε στην πολωνοποίηση της ουκρανικής αριστοκρατίας, ως μέρος αυτού που ο Πούτιν βλέπει ως ένα μακρύ σχέδιο της Δύσης να απομακρύνει την Ουκρανία από το νόμιμο Ορθόδοξο σπίτι της.

Μόλις στα τέλη του 17ου αιώνα, η Μόσχα μπήκε δυναμικά στην εικόνα. Μια σειρά εξεγέρσεων από Ουκρανούς Κοζάκους -στρατιωτικοποιημένες συνοριακές ομάδες, με επίκεντρο τον κάτω Δνείπερο- είχαν αποδυναμώσει το Πολωνο-Λιθουανικό βασίλειο. Στην συνέχεια, μετά από έναν μακρύ πόλεμο με την Πολωνία για την Ουκρανία, η επεκτεινόμενη Μοσχοβία μπόρεσε τελικά να προσαρτήσει το Κίεβο το 1686. Για τους Ουκρανούς, ήταν μια στιγμή «από το κακό στο χειρότερο»: η πολωνική κυριαρχία απλώς αντικαταστάθηκε με την σκληρότερη Μοσχοβίτικη. Αλλά σύμφωνα με τα λόγια του Πούτιν, ήταν η αρχή της «συγκέντρωσης του ρωσικού κόσμου», χρησιμοποιώντας μια αρχαϊκή φράση που έχει αναστήσει για να δικαιολογήσει τον πόλεμό του εναντίον της Ουκρανίας σήμερα. Άλλον έναν αιώνα αργότερα, η ίδια η Πολωνία διαιρέθηκε μεταξύ της Αυστρίας, της Πρωσίας, και της Ρωσίας, με την Ρωσία να καταλήγει στην σημερινή Λευκορωσία και την κεντρική Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου, και την Αυστρία [να καταλήγει] με την σημερινή δυτική Ουκρανία, τότε γνωστή ως ανατολική Γαλικία, η οποία περιλάμβανε την Lviv.

ΚΡΑΤΟΣ ΑΓΩΝΩΝ

Το σύγχρονο εθνικό κίνημα της Ουκρανίας ξεκίνησε την δεκαετία του 1840, υπό την ηγεσία του πρώτου μεγάλου ουκρανόφωνου συγγραφέα, Τάρας Σεφτσένκο. Γεννημένος σε μια δουλοπάροικη αγροτική οικογένεια σε ένα χωριό κοντά στο Κίεβο, προέτρεψε τους Ουκρανούς να αποτινάξουν τον ρωσικό ζυγό και εξόντωσε πολλούς που ρωσοποιήθηκαν για να ανέβουν στην κοινωνικοοικονομική κλίμακα. (Αυτές οι απόψεις τού χάρισαν δέκα χρόνια στην Σιβηρία). Καθώς ο αιώνας προχωρούσε, και ειδικά μετά την δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β' από αναρχικούς το 1881, η τσαρική κυριαρχία έγινε πιο κατασταλτική. Εκατοντάδες Ουκρανοί σοσιαλιστές ακολούθησαν τον Σεφτσένκο στην εξορία, και τα βιβλία και η εκπαίδευση στην ουκρανική γλώσσα απαγορεύτηκαν. Σε αυτό το σημείο, το χάσμα Ανατολής-Δύσης της Ουκρανίας μετατράπηκε σε πλεονέκτημα -τουλάχιστον για όσους ζούσαν στο δυτικό τμήμα- επειδή στην Γαλικία που διοικείτο από την Αυστρία, οι Ουκρανοί μπόρεσαν να υιοθετήσουν την πιο ελεύθερη αστική κουλτούρα που ρίζωσε τότε στην Ευρώπη. Στην Λβιβ, εξέδιδαν τις δικές τους εφημερίδες και οργάνωσαν αναγνωστήρια, συνεταιρισμούς, πιστωτικές ενώσεις, χορωδίες, και αθλητικούς συλλόγους -όλα καινοτομίες που δανείστηκαν από τους Τσέχους οι οποίοι διοικούνταν από την Αυστρία. Αν και μειονεκτούσαν λόγω ενός συστήματος ψηφοφορίας που ευνοούσε τους Πολωνούς γαιοκτήμονες, μπόρεσαν να ιδρύσουν το δικό τους πολιτικό κόμμα, και έστειλαν εκπροσώπους στην επαρχιακή συνέλευση της Λβιβ, στην οποία ο τυπικός Ουκρανός βουλευτής δεν ήταν ένας φλογερός επαναστάτης αλλά ένας διοπτροφόρος, ήπια σοσιαλιστής ακαδημαϊκός ή δικηγόρος.

Η φήμη της Ουκρανίας ως καταραμένης γης λόγω της πολιτικής γεωγραφίας -τμήμα των «εδαφών αίματος» (“bloodlands”) στον τίτλο του πιο ευπώλητου βιβλίου του ιστορικού Timothy Snyder- αποκτήθηκε κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Όταν το τσαρικό καθεστώς κατέρρευσε ξαφνικά το 1917, μια ουκρανική κοινοβουλευτική κυβέρνηση, ή «Rada», αυτοανακηρύχθηκε στο Κίεβο, αλλά εξαφανίστηκε μόνο λίγους μήνες αργότερα, πρώτα από τις πολιτοφυλακές των Μπολσεβίκων και μετά από τον γερμανικό στρατό, ο οποίος κατέλαβε την Ουκρανία υπό την Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ του Μαρτίου 1918. Μετά την ανακωχή τον Νοέμβριο που τερμάτισε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία αποσύρθηκε ξανά, αφήνοντας τον Κόκκινο Στρατό, τον αντιδραστικό Ρωσικό Λευκό Στρατό, τον πολωνικό στρατό, έναν ουκρανικό στρατό υπό τον σοσιαλιστή υπουργό Rada Symon Petlyura, και μια ποικιλία ανεξάρτητων πολέμαρχων για να καλύψουν το κενό εξουσίας. Στον χαοτικό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, η ομάδα που επλήγη περισσότερο ήταν οι Εβραίοι της Ουκρανίας. Σφαγιασμένοι από όλες τις πλευρές, περισσότεροι από 100.000 σκοτώθηκαν το 1919, σε μια σειρά από σφαγές που δεν είχαν όμοιες από το 1600. Ηττημένος από τους Κόκκινους, ο Petlyura σχημάτισε μια τελευταία συμμαχία με την Πολωνία, πριν καταφύγει στο Παρίσι όταν η Πολωνία και η Σοβιετική Ένωση έκαναν μια ειρήνη που χώρισε ξανά την Ουκρανία, με τους Ρώσους να παίρνουν την ανατολή και το κέντρο, και τους Πολωνούς την δύση. Δύο μικρές παραμεθόριες περιοχές —η σημερινή Μπουκοβίνα και η Υπερκαρπαθία— πήγαν στη νέα ανεξάρτητη Ρουμανία και την Τσεχοσλοβακία, αντίστοιχα.