Γιατί η Ινδία δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Ινδία δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Κίνα

Τα εμπόδια στην επόμενη άνθηση του Νέου Δελχί

Εκτός από τους αυξημένους κινδύνους, υπάρχουν αρκετοί άλλοι λόγοι για τους οποίους οι διεθνείς επιχειρήσεις είναι πιθανό να παραμείνουν επιφυλακτικές απέναντι στην Ινδία. Ένα από τα βασικά στοιχεία του συστήματος PLI, για παράδειγμα, είναι η αύξηση των δασμών στα εξαρτήματα που κατασκευάζονται στο εξωτερικό. Η ιδέα είναι να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις να μετεγκατασταθούν στην Ινδία για να αγοράζουν εξαρτήματα στην εγχώρια αγορά, αλλά η προσέγγιση αυτή εμποδίζει σημαντικά τις περισσότερες παγκόσμιες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι τα προηγμένα προϊόντα σε πολλούς τομείς αποτελούνται συνήθως από εκατοντάδες ή και χιλιάδες εξαρτήματα που προέρχονται από τους πιο ανταγωνιστικούς παραγωγούς παγκοσμίως. Επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς σε αυτά τα εξαρτήματα, το Νέο Δελχί έχει παράσχει ένα ισχυρό αντικίνητρο για τις επιχειρήσεις που σκέφτονται να επενδύσουν στην χώρα.

Για εταιρείες όπως η Apple που σχεδιάζουν να πωλούν τα προϊόντα τους στην Ινδία, οι υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικό ζήτημα. Αλλά αυτές οι εταιρείες είναι λίγες και σπάνιες, καθώς η αγορά των καταναλωτών της μεσαίας τάξης της Ινδίας παραμένει εκπληκτικά μικρή -όχι περισσότερα από 500 δισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με μια παγκόσμια αγορά περίπου 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με μια μελέτη του Shoumitro Chatterjee και ενός από εμάς (Subramanian). Μόνο το 15% του πληθυσμού μπορεί να θεωρηθεί μεσαία τάξη σύμφωνα με τους διεθνείς ορισμούς, ενώ οι πλούσιοι που αντιπροσωπεύουν μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ τείνουν να αποταμιεύουν μεγάλο μέρος των κερδών τους. Και οι δύο παράγοντες μειώνουν την κατανάλωση της μεσαίας τάξης. Για τις περισσότερες επιχειρήσεις, οι κίνδυνοι της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ινδία υπερτερούν των πιθανών οφελών.

Το Νέο Δελχί, αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη ένταση μεταξύ των προστατευτικών πολιτικών του και του στόχου του να ενισχύσει την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ινδίας, διαπραγματεύτηκε πρόσφατα συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με την Αυστραλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αλλά αυτές οι πρωτοβουλίες -με οικονομίες που είναι μικρότερες και λιγότερο δυναμικές- ωχριούν μπροστά σε εκείνες των ανταγωνιστών της Ινδίας στην Ασία. Το Βιετνάμ, για παράδειγμα, έχει υπογράψει δέκα συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου από το 2010, μεταξύ άλλων με την Κίνα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και με τους περιφερειακούς εταίρους του στην Ένωση Εθνών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN).

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ

Σε οποιαδήποτε χώρα, μια γνωστή προϋπόθεση για την οικονομική απογείωση είναι η ύπαρξη βασικών μακροοικονομικών δεικτών σε εύλογη ισορροπία: τα δημοσιονομικά ελλείμματα και [τα ελλείμματα] επί του εξωτερικού εμπορίου πρέπει να είναι χαμηλά, όπως και ο πληθωρισμός. Αλλά στην Ινδία σήμερα, οι δείκτες αυτοί είναι εκτός ισορροπίας. Από πολύ πριν από την έναρξη της πανδημίας, ο πληθωρισμός βρισκόταν πάνω από το νομικά καθορισμένο στην κεντρική τράπεζα ανώτατο όριο του 6%. Εν τω μεταξύ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ινδίας έχει διπλασιαστεί σε περίπου 4% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2022, καθώς πασχίζει να αυξήσει τις εξαγωγές της ενώ οι εισαγωγές της συνεχίζουν να αυξάνονται.

Φυσικά, πολλές χώρες έχουν μακροοικονομικά προβλήματα, αλλά ο μέσος όρος των τριών αυτών δεικτών στην Ινδία είναι χειρότερος από όσο σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Τουρκία. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Ινδίας, περίπου στο 10% του ΑΕΠ, είναι ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο, με τις πληρωμές τόκων μόνο να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20% του προϋπολογισμού. (Συγκριτικά, οι πληρωμές χρέους αντιπροσωπεύουν μόλις το 8% του προϋπολογισμού των ΗΠΑ). Την κατάσταση επιδεινώνει η δυσχερής θέση των κρατικών εταιρειών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της Ινδίας, οι ζημιές των οποίων ανέρχονται πλέον σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ, πέραν των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Ένα τελευταίο εμπόδιο στην ανάπτυξη είναι μια βαθιά διαρθρωτική αλλαγή που έχει υπονομεύσει τον δυναμισμό και την ανταγωνιστικότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ο πολύ μεγάλος άτυπος τομέας της Ινδίας έχει πληγεί ιδιαίτερα σκληρά: πρώτα από την απόσυρση των χαρτονομισμάτων μεγάλης ονομαστικής αξίας το 2016, η οποία επέφερε καταστροφικό πλήγμα στις μικρότερες επιχειρήσεις που διατηρούσαν το κεφάλαιο κίνησής τους σε μετρητά˙ στην συνέχεια από έναν νέο φόρο αγαθών και υπηρεσιών το επόμενο έτος˙ και τέλος από την πανδημία COVID-19 [7]. Ως αποτέλεσμα, η απασχόληση εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης έχει μειωθεί σημαντικά, και οι πραγματικοί αγροτικοί μισθοί έχουν πράγματι πέσει, αναγκάζοντας τον φτωχό και χαμηλού εισοδήματος πληθυσμό της Ινδίας να περιορίσει την κατανάλωσή του.

Αυτές οι ευαλωτότητες της αγοράς εργασίας αποτελούν μια προειδοποιητική υπενθύμιση ότι ο περιβόητος ψηφιακός τομέας της χώρας -η υπόσχεση του οποίου φαίνεται σχεδόν απεριόριστη- απασχολεί εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης που αποτελούν ένα μικρό κλάσμα του εργατικού δυναμικού. Ως εκ τούτου, η άνοδος της Ινδίας ως ψηφιακή ατμομηχανή, ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένη είναι, φαίνεται απίθανο να δημιουργήσει επαρκή οφέλη σε ολόκληρη την οικονομία για να επιφέρει τον ευρύτερο διαρθρωτικό μετασχηματισμό που χρειάζεται η χώρα.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ