Η Ταϊβάν είναι ήδη ανεξάρτητη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ταϊβάν είναι ήδη ανεξάρτητη

Γιατί οι περισσότεροι πολίτες του νησιού δεν επιθυμούν μια επίσημη ανακήρυξη

Για τον λαό της Ταϊβάν, η ένωση με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) δεν ήταν ποτέ λιγότερο ελκυστική. Σύμφωνα με μια συχνά αναφερόμενη κυλιόμενη έρευνα του Εθνικού Πανεπιστημίου Chengchi, το ποσοστό των κατοίκων της Ταϊβάν που επιθυμούν την άμεση ένωση με την ηπειρωτική χώρα ήταν πάντα μικροσκοπικό, σταθερά λιγότερο από το 3%. Αλλά το ποσοστό που πιστεύει ότι η Ταϊβάν θα πρέπει τελικά να προχωρήσει προς την ενοποίηση -δηλαδή, όχι απαραίτητα με το σημερινό κινεζικό καθεστώς- έχει μειωθεί δραματικά, από 20% το 1996 σε 5%. Στις δύο τελευταίες προεδρικές εκλογές, το ιστορικά υπέρ της ενοποίησης κόμμα Kuomintang (KMT) υπέστη συντριπτικές ήττες, αποτυγχάνοντας να συγκεντρώσει έστω και το 40% των ψήφων κάποια από τις δύο φορές.

15122022-1.jpg

Η πρόεδρος της Ταϊβάν, Tsai Ing-wen, μιλάει σε συγκέντρωση στην Ταϊπέι, τον Νοέμβριο του 2022. Ann Wang / Reuters
---------------------------------------------------------

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η ενοποίηση είναι τόσο αντιδημοφιλής. Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η Ταϊβάν [1] έχει μετατραπεί σε μια φιλελεύθερη, ανεκτική, πλουραλιστική δημοκρατία, ενώ η Κίνα παρέμεινε μια σκληρή απολυταρχία, ανέπτυξε ένα παρεμβατικό κράτος επιτήρησης, και εκτέλεσε μια γενοκτονία κατά του ίδιου της του πληθυσμού. Η ενοποίηση με την ΛΔΚ θα σήμαινε το τέλος σχεδόν όλων των σκληρά κερδισμένων πολιτικών ελευθεριών της Ταϊβάν, κάτι που έγινε φανερό όταν η Κίνα ενσωμάτωσε με την βία το Χονγκ Κονγκ στην ηπειρωτική χώρα, παρά την υπόσχεσή της να επιτρέψει στην περιοχή να παραμείνει αυτοδιοικούμενη σύμφωνα με μια φόρμουλα που ονομάζεται «μια χώρα, δύο συστήματα». Και πολλοί, ή ίσως οι περισσότεροι, κάτοικοι της Ταϊβάν δεν θα ήθελαν να ενωθούν με την Κίνα ανεξάρτητα από την φύση της κυβέρνησής της. Η Ταϊβάν έχει δική της ιστορία, πολιτισμό, ταυτότητα, και αίσθηση εθνικής υπερηφάνειας.

Ωστόσο, αν και τα δεδομένα της κοινής γνώμης καθιστούν σαφές ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Ταϊβάν δεν ενδιαφέρεται να κυβερνάται από το Πεκίνο, αυτό δεν σημαίνει ότι επιθυμεί επίσημη ανακήρυξη ανεξαρτησίας. Τόσο στο ευρύ κοινό όσο και στις πολιτικές ελίτ, η αντίληψη της χώρας περί ανεξαρτησίας έχει εξελιχθεί σημαντικά κατά την τελευταία γενιά. Τις προηγούμενες δεκαετίες, η ανεξαρτησία θεωρείτο συνήθως ότι απαιτούσε μια ξεκάθαρη, επίσημη ρήξη με οποιουσδήποτε νομικούς ή διακηρυγμένους δεσμούς με την Κίνα [2]. Αλλά σήμερα, μια τέτοια κίνηση θεωρείται ευρέως περιττή. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η Ταϊβάν είναι ήδη μια πλήρως κυρίαρχη χώρα, όχι απλώς ένα αυτοδιοικούμενο νησί που βρίσκεται σε κατάσταση εκκρεμότητας. Δεν υπάρχει λόγος να ταράξουν τα νερά δηλώνοντας επίσημα αυτό που ήδη ισχύει, ιδίως δεδομένου ότι είναι βέβαιο ότι το Πεκίνο θα είχε μια οργισμένη αντίδραση σε μια τέτοια ενέργεια. Και δεδομένου ότι οι πολιτικοί της Ταϊβάν πρέπει να ανταποκρίνονται στην κοινή γνώμη, οι πολιτικές ελίτ που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία έχουν καταλήξει σε μεγάλο βαθμό στο ίδιο συμπέρασμα με τον λαό της χώρας: αντί να αμφισβητούν δονκιχωτικά το status quo, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν αποφασίσει ότι οι όποιες διαφορές μεταξύ της ιδανικής τους θέσης και του status quo είναι μικρές -και δεν αξίζει να πολεμήσουν γι' αυτές.

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Εκπλήσσει πολλούς Δυτικούς όταν μαθαίνουν ότι η ανεξαρτησία της Ταϊβάν δεν έχει τις ρίζες της μόνο σε αντικινεζικά αισθήματα, και ότι δεν είναι μια ιδέα που προέκυψε μόλις μετά το 1949, όταν ο ηγέτης της Δημοκρατίας της Κίνας (ROC), Chiang Kai-shek, και το ενάμισι εκατομμύριο οπαδών του κατέφυγαν στο νησί μετά την ήττα τους στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο. Το έτος 1895, όταν το Πεκίνο παραχώρησε την Ταϊβάν στην Ιαπωνία αφού ηττήθηκε από το Τόκιο σε έναν πόλεμο, ήταν αναμφισβήτητα εξίσου κομβικό με το 1949. Μια σύγχρονη αίσθηση της εθνικής ταυτότητας της Ταϊβάν άρχισε να διαμορφώνεται και υπήρξαν εκκλήσεις για αυτονομία και ανεξαρτησία της Ταϊβάν καθ' όλη την διάρκεια της ιαπωνικής αποικιακής εποχής. Ο ακτιβιστής για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, Su Beng, σπρώχνει το χρονοδιάγραμμα αυτό ακόμη πιο πίσω, υποστηρίζοντας στο θεμελιώδες έργο του 1962, «Taiwan's 400 Year History», ότι η Ταϊβάν ήταν ένα ξεχωριστό έθνος και κοινωνία από τότε που άρχισε η μεγάλης κλίμακας μετανάστευση των Χαν στο νησί στις αρχές της δεκαετίας του 1600. Για τον Su, η ιστορία της Ταϊβάν σημαδεύτηκε από επανειλημμένη αποικιοποίηση και εκμετάλλευση από εξωτερικές δυνάμεις, καθώς οι Ολλανδοί, οι Ισπανοί, οι διεκδικητές του θρόνου της διαλυόμενης δυναστείας Μινγκ, η δυναστεία Τσινγκ, οι Ιάπωνες, και η Kuomintang του Chiang (KMT) εγκατέστησαν καθεστώτα στην Ταϊβάν για δικούς τους σκοπούς -αρνούμενοι στον ταϊβανέζικο λαό τον έλεγχο του πεπρωμένου του.

Το καθεστώς του Chiang στην Ταϊβάν βασιζόταν στην ιδέα ότι η ROC δεν είχε χάσει τον εμφύλιο πόλεμο και εξακολουθούσε να είναι η νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρης της Κίνας. Παρόλο που η ROC αυτο-ανακηρύχθηκε ως δημοκρατία, το KMT δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει οποιαδήποτε ανοιχτή αμφισβήτηση αυτού του ισχυρισμού, και έτσι κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Οι εκπρόσωποι σε εθνικό επίπεδο παγιώθηκαν στο αξίωμά τους χωρίς να χρειάζεται να επανεκλεγούν και η κυβέρνηση φίμωνε συστηματικά την πολιτική αντιπολίτευση. Το ΚΜΤ διατήρησε σταθερό έλεγχο ολόκληρου του πολιτικού οικοδομήματος της χώρας μέσω του ελέγχου του κρατικού μηχανισμού, ιδίως του στρατού. Οποιεσδήποτε εκκλήσεις με επίκεντρο την Ταϊβάν, ειδικά για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, θεωρήθηκαν ως άμεση προσβολή της νομιμότητας του καθεστώτος και καταστέλλονταν ανελέητα. Καθ' όλη την διάρκεια της αυταρχικής εποχής του KMT, λοιπόν, η κυβέρνηση της ROC ήταν το πρωταρχικό εμπόδιο για την πολιτική εξουσία και την αυτοδιοίκηση της Ταϊβάν.

Ως αποτέλεσμα, οι Ταϊβανέζοι εθνικιστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος για να απελευθερωθεί ο λαός της Ταϊβάν ήταν να ξεφορτωθεί ολόκληρη αυτήν την πολιτική δομή. Το KMT, η ROC, και κάθε δεσμός με την Κίνα έπρεπε να σταματήσουν. Αλλά καθώς η Ταϊβάν εκδημοκρατίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτοί οι ακτιβιστές ανακάλυψαν ότι το όραμά τους είχε περιορισμένη απήχηση. Το 1991, οι γηραιότεροι αξιωματούχοι της χώρας αναγκάστηκαν τελικά να συνταξιοδοτηθούν, και η Ταϊβάν μπόρεσε να επανεκλέξει πλήρως ένα αντιπροσωπευτικό σώμα σε εθνικό επίπεδο για πρώτη φορά, καθώς διακυβευόταν κάθε έδρα στην Εθνοσυνέλευση, ένα όργανο με την εξουσία να εκλέγει τον πρόεδρο και να τροποποιεί το σύνταγμα. Το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) -η κύρια αντιπολίτευση του KMT- ζήτησε με αυτοπεποίθηση την αντικατάσταση της Δημοκρατίας της Κίνας με μια τυπικά ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ταϊβάν. Ήταν μια καταστροφή˙ το DPP κέρδισε μόλις το 23% των ψήφων. Η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος ήταν ότι η επίσημη ανεξαρτησία ήταν απλά πολύ ριζοσπαστική, και για μια γενιά μετά, η κοινή πολιτική σοφία της χώρας ήταν ότι η ανεξαρτησία της Ταϊβάν ήταν δηλητήριο όσον αφορά τις κάλπες.

Εκείνη την εποχή, βέβαια, φαινόταν ακόμη πιθανό ότι η Ταϊβάν θα ενωνόταν τελικά με την ηπειρωτική χώρα. Για δεκαετίες, το αυταρχικό καθεστώς είχε διδάξει στον πληθυσμό ότι η ενοποίηση ήταν επιθυμητή και αναπόφευκτη. Ο σταδιακός εκδημοκρατισμός της Ταϊβάν δεν παρουσίασε μια απότομη ρήξη με το παρελθόν, έτσι το KMT παρέμεινε στην εξουσία ακόμη και όταν ο κόσμος μπορούσε να ψηφίσει, και οι Κινέζοι εθνικιστές που τάσσονταν υπέρ της ενοποίησης διατήρησαν υπέρμετρη πολιτιστική και πολιτική επιρροή. Εν τω μεταξύ, η Κίνα βίωνε το είδος της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης που είχε απολαύσει η Ταϊβάν τις προηγούμενες δεκαετίες -το είδος της ανάπτυξης που είχε βοηθήσει την Ταϊβάν να εκδημοκρατιστεί. Πολλοί Ταϊβανέζοι πίστευαν ότι η ηπειρωτική χώρα θα βίωνε σίγουρα παρόμοιες πολιτικές μεταρρυθμίσεις καθώς η οικονομία της επεκτεινόταν συνεχώς. Οι Κινέζοι εθνικιστές στην Ταϊβάν περίμεναν ότι, μόλις η Κίνα άλλαζε και τα δύο κράτη επανενώνονταν, η Ταϊβάν θα έπαιζε σημαίνοντα (και ίσως κυρίαρχο) ρόλο στην διαμόρφωση του κοινού τους μέλλοντος. Ακόμη και ανεπίσημοι φορείς από τις δύο πλευρές συναντήθηκαν και το 1992 και το 1993, κάνοντας τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας τακτικών διαύλων επικοινωνίας. Το ζήτημα της κυριαρχίας απεικόνιζε τόσο τις ελπίδες για ρεαλιστική συνεργασία όσο και το πόσο δύσκολος θα ήταν ο συμβιβασμός. Εφόσον η σύναψη μιας αμοιβαία αποδεκτής γραπτής δήλωσης ήταν αδύνατη, οι εκπρόσωποι συμφώνησαν ανεπίσημα να συζητήσουν κυριολεκτικά ο ένας δίπλα στον άλλο σε αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν (ειρωνικά) η Συναίνεση του 1992. Κάθε πλευρά δήλωσε προφορικά την δική της εκδοχή για την αρχή της «μιας Κίνας», προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε την άλλη πλευρά, και αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι θα μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία.

Όμως οι ελπίδες ότι οι δύο πλευρές θα έρχονταν σταδιακά πιο κοντά και θα οδηγούνταν σε μια αμοιβαία αποδεκτή πολιτική ένωση ήταν άστοχες. Καθώς η δημοκρατία της Ταϊβάν βάθυνε, οι εκκλήσεις στον κινεζικό εθνικισμό έβρισκαν όλο και μικρότερο δεκτικό ακροατήριο στον πληθυσμό του νησιού. Ταυτόχρονα, αντί να εκδημοκρατίζεται καθώς γινόταν πλουσιότερη και ισχυρότερη, η ΛΔΚ έγινε πιο άκαμπτη και κυριαρχική.

Το τόξο της Συναίνεσης του 1992 ενσωματώνει αυτές τις αποτυχημένες ελπίδες. Αφού έχασε τις προεδρικές εκλογές του 2000 από το DPP, ο πρόεδρος του KMT, Lien Chan, ανοικοδόμησε το κόμμα του με ένα όραμα να κάνει την Ταϊβάν πλούσια και να διασφαλίσει την ειρήνη με την ενσωμάτωση της οικονομίας της Ταϊβάν στην οικονομία της Κίνας. Για να εγγυηθεί ότι οι αξιωματούχοι της ΛΔΚ θα ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους Ταϊβανέζους ομολόγους τους, ο Lien επινόησε μια φόρμουλα βασισμένη σε αυτό που υποτίθεται ότι είχαν συμφωνήσει οι δύο πλευρές το 1992: «Μια Κίνα, κάθε πλευρά με την δική της ερμηνεία». Οι απλοί ψηφοφόροι της Ταϊβάν καθησυχάστηκαν ότι το status quo θα διατηρείτο, αφού η ερμηνεία της Ταϊβάν ήταν ότι «μια Κίνα» σήμαινε την ROC. Αυτή η φόρμουλα έθεσε τα θεμέλια για την προεδρία του πολιτικού του KMT, Ma Ying-jeou, η οποία παρουσίασε πολλές επίσημες επαφές με την Κίνα και οικονομική αλληλεπίδραση. Αλλά η ΛΔΚ γινόταν όλο και πιο επίμονη στο ότι η συναίνεση του 1992 ήταν απλώς ότι υπήρχε «μια Κίνα» -η ΛΔΚ- και απαιτούσε συγκεκριμένη πρόοδο προς την ενοποίηση. Ποτέ δεν αναγνώρισε το μέρος της εξίσωσης «κάθε πλευρά με την δική της ερμηνεία», και έτσι η ενοποίηση θα σήμαινε ότι η ROC θα έπαυε να υπάρχει. Αυτό όχι μόνο έπνιξε την συναίνεση μέχρι θανάτου στερώντας της κάθε ασάφεια ή ευελιξία, αλλά κατέστησε σαφές ότι το KMT και η ROC δεν ήταν ίσοι –ούτε καν άνισοι- εταίροι με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και την ΛΔΚ στον καθορισμό του μέλλοντος της Κίνας. Τα όνειρα του KMT για την δημιουργία μιας ειρηνικής, ευημερούσας, και δημοκρατικής ενοποιημένης Κίνας απαξιώθηκαν πλήρως, και το ασυμβίβαστο της θέσης της ΛΔΚ με την διατήρηση της ROC κατέστησε την ενοποίηση το νέο δηλητήριο για τις κάλπες.

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ

Από την εκλογική πανωλεθρία του 1991, το DPP απομακρύνεται σταθερά από μια πλατφόρμα επίσημης ανεξαρτησίας. Μέχρι το 2000, πήρε την θέση ότι η Ταϊβάν ήταν ήδη ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος που ονομαζόταν Δημοκρατία της Κίνας και δεν ήταν απαραίτητη η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Η σημερινή πρόεδρος της Ταϊβάν, Tsai Ing-wen [3], πολιτικός του DPP, έχει αναπτύξει την ιδέα της κυριαρχίας της Ταϊβάν πληρέστερα: η αποφυγή της επίσημης ανεξαρτησίας δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο διαφέρει από τους προηγούμενους ακτιβιστές της ανεξαρτησίας. Η Tsai δίνει έμφαση στην μοναδική, κοινή ιστορία του λαού της Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένης της «λευκής τρομοκρατίας» (της βίαιης καταστολής που άσκησε η απολυταρχία του KMT), των στρατιωτικών αντιπαραθέσεων με το Πεκίνο, της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης, του εκδημοκρατισμού, των αθλητικών θριάμβων, και των φυσικών καταστροφών. Το όραμά της για τον ταϊβανέζικο λαό, ωστόσο, είναι δομημένο πάνω σε 70 χρόνια, όχι 400 χρόνια, κοινής εμπειρίας, επομένως περιλαμβάνει ρητά τους μεταπολεμικούς μετανάστες ως αναπόσπαστο μέρος του πληθυσμού και όχι ως αποικιοκρατικούς παρείσακτους. Έχει μάλιστα τοποθετηθεί ως υπέρμαχος του στρατού, αναδιαμορφώνοντας έναν θεσμό που κάποτε αποτελούσε το θεμέλιο του αυταρχικού καθεστώτος και τον πρωταρχικό εχθρό του ταϊβανέζικου εθνικισμού, ως τον εγγυητή της ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Ταϊβάν.

Οι ιδέες της Tsai δεν κάνουν χαρούμενους τους παραδοσιακούς ακτιβιστές της ανεξαρτησίας˙ υπάρχουν πολλοί σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του DPP που ονειρεύονται ένα δημοψήφισμα ανεξαρτησίας και αισθάνονται ελαφρώς ανήσυχοι όταν ποζάρει με μια σημαία της ROC. Αλλά η θέση της είναι μια θέση που ταιριάζει αρκετά άνετα με αυτό που θέλουν οι περισσότεροι Ταϊβανέζοι. Η κυλιόμενη δημοσκόπηση του Εθνικού Πανεπιστημίου Chengchi σχετικά με την στάση του κοινού απέναντι στην ενοποίηση και την ανεξαρτησία δείχνει ότι, αν και η υποστήριξη για την ανεξαρτησία έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, μια μεγάλη πλειοψηφία των Ταϊβανέζων προτιμά το status quo. Άλλες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι οι κυλιόμενες έρευνες ενδέχεται να υποτιμούν το βάθος της υποστήριξης για το status quo. Δύο μετεκλογικές έρευνες, μια από το 1996 και μια από το 2020, ρώτησαν τους ανθρώπους που προτιμούσαν το status quo αν θα υποστήριζαν την ενοποίηση εάν οι πολιτικές, οικονομικές, και κοινωνικές συνθήκες στην Κίνα και την Ταϊβάν ήταν παρόμοιες (για παράδειγμα, αν η Κίνα γινόταν μια πλούσια δημοκρατία), ή αν θα υποστήριζαν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας εάν αυτό δεν θα προκαλούσε αντίποινα από το Πεκίνο. Το ποσοστό των υποστηρικτών του status quo που είναι ανοιχτοί στην ενοποίηση, ακόμη και υπό αυτές τις ιδανικές υποθετικές συνθήκες, έπεσε κατακόρυφα από το 58% στο 22%. Το ποσοστό των υποστηρικτών του status quo που είναι ανοικτοί στην ανεξαρτησία παρέμεινε περίπου σταθερό, διολισθαίνοντας από το 57% στο 54%.

Είναι σαφές τόσο από την κύρια δημοσκόπηση παρακολούθησης όσο και από τις απαντήσεις των υποστηρικτών του status quo ότι λιγότεροι άνθρωποι επιθυμούν σήμερα την ενοποίηση. Όσον αφορά όμως την αυξανόμενη υποστήριξη της ανεξαρτησίας, είναι κρίσιμο να θυμόμαστε ότι οι ιδέες σχετικά με το νόημα της ανεξαρτησίας έχουν αλλάξει. Στην πραγματικότητα, μια μελέτη του 2020 διαπίστωσε ότι πάνω από το 70% των Ταϊβανέζων πιστεύουν ότι η χώρα τους είναι ήδη ένα κυρίαρχο κράτος και ότι μόνο ένα μικρό μέρος αισθάνεται την ανάγκη να διακόψει επίσημα τους δεσμούς με την Κίνα. Η αυξημένη υποστήριξη για την ανεξαρτησία τις τελευταίες δεκαετίες, λοιπόν, δεν υποδηλώνει απαραίτητα ότι ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτών ζητάει επιτακτικά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.

Αυτή η μεταστροφή της κοινής γνώμης δεν είχε πάντα ως αποτέλεσμα την εκλογική επιτυχία του DPP. Κατά τις δύο τελευταίες τοπικές εκλογές, το κόμμα σημείωσε καταστροφικές επιδόσεις. Στις 26 Νοεμβρίου, η Tsai αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την προεδρία του κόμματος, αφού το DPP κατάφερε να κερδίσει μόνο πέντε από τις 22 δημαρχιακές εκλογές. Αλλά θα ήταν λάθος να ερμηνεύσει κανείς αυτά τα αποτελέσματα ως μετατόπιση της στάσης του κοινού προς την ενοποίηση ή την απομάκρυνση από την ανεξαρτησία. Οι τοπικές εκλογές αφορούσαν όλα τα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως η κατασκευή δρόμων, τα προγράμματα πρόνοιας, και οι απαντήσεις στην πανδημία -όχι την Κίνα. Οι περισσότεροι από τους [εκλογικούς] αγώνες είναι καλύτερα κατανοητοί ως δημοψηφίσματα για την επίδοση των δημοφιλών στελεχών του ΚΜΤ που διεκδικούν την επανεκλογή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, η κυριαρχία ή ο τρόπος αντιμετώπισης της Κίνας [4] απουσίαζαν σε μεγάλο βαθμό από τις μετεκλογικές συζητήσεις του DPP σχετικά με τους λόγους για το κακό αποτέλεσμα. Ομοίως, κανείς στο KMT δεν πανηγυρίζει ότι αυτό το αποτέλεσμα σημαίνει ότι δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχεί μήπως δεχθεί επίθεση ως κόμμα υπέρ της ενοποίησης.

Όμως, παρόλο που η Tsai μπορεί να μην είναι πλέον πρόεδρος του κόμματος, το μεγάλο της όραμα για το μέλλον της Ταϊβάν -το να εντάξει την Ταϊβάν στην διεθνή κοινότητα των δημοκρατιών, να ενισχύσει τον στρατό της χώρας, και να ενισχύσει την συνεργασία με άλλους στρατούς, να διαφοροποιήσει σταδιακά την οικονομία της Ταϊβάν, να ακολουθήσει προοδευτικές πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας, να υπερασπιστεί την κυριαρχία της Ταϊβάν [5], και μια σειρά από άλλα μέτρα- παραμένει αδιαμφισβήτητο στο εσωτερικό του DPP. Η Κίνα θα απασχολήσει αναπόφευκτα τις εκλογές των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών του 2024. Αν το DPP δεν χάσει την κυρίαρχη θέση του ως υπέρμαχος του status quo επιδιώκοντας απερίσκεπτα την επίσημη ανεξαρτησία, θα πρέπει για άλλη μια φορά να έχει ξεκάθαρο εκλογικό πλεονέκτημα.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/regions/taiwan
[2] https://www.foreignaffairs.com/regions/china
[3] https://www.foreignaffairs.com/authors/tsai-ing-wen
[4] https://www.foreignaffairs.com/china/what-expect-bolder-xi-jinping
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-06-03/china-taiwan-wa...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/taiwan/taiwan-already-independent

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition