Η επικίνδυνη παρακμή της Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επικίνδυνη παρακμή της Κίνας

Η Ουάσινγκτον πρέπει να προσαρμοστεί καθώς αυξάνονται τα προβλήματα του Πεκίνου

Οι δύο τελευταίοι μήνες ήταν από τους πιο σημαντικούς στην πρόσφατη κινεζική ιστορία. Πρώτα ήρθε το 20ό Συνέδριο του Κόμματος, το οποίο ο πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, χρησιμοποίησε για να εξοντώσει τους λίγους εναπομείναντες αντιπάλους του. Στην συνέχεια, λίγες εβδομάδες αργότερα, στην χώρα ξέσπασαν οι πιο εκτεταμένες διαμαρτυρίες που έχει δει η Κίνα από τις μαζικές διαδηλώσεις στην πλατεία Τιενανμέν και αλλού το 1989. Και τότε, μόλις μια εβδομάδα αργότερα, ήρθε η αναπάντεχη κατάληξη: σε μια σπάνια (αν και μη αναγνωρισμένη) παραχώρηση, το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι χαλάρωσε ορισμένες από τις πολιτικές μηδενικής COVID που είχαν οδηγήσει τόσους πολλούς εξαγριωμένους ανθρώπους στους δρόμους.

20122022-1.jpg

Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, μιλά στην τελετή έναρξης του 20ου Εθνικού Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, στο Πεκίνο, τον Οκτώβριο του 2022. Tingshu Wang / Reuters
----------------------------------------------------

Ήταν μια περίοδος που έφερε τα πάνω κάτω, ακόμη και για τα ταραχώδη δεδομένα της σύγχρονης Κίνας. Αλλά πίσω από τον θόρυβο, τα γεγονότα έφεραν όλα το ίδιο μήνυμα: ότι η Κίνα, μακριά από ένα ανερχόμενο μεγαθήριο, όπως συχνά παρουσιάζεται από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης και τους Αμερικανούς ηγέτες, ακροβατεί στο χείλος του γκρεμού. Δέκα χρόνια «μεταρρυθμίσεων» του προέδρου, Σι Τζινπίνγκ [2], -που χαρακτηρίζονται ευρέως στην Δύση ως επιτυχημένα παιχνίδια εξουσίας- έχουν καταστήσει την χώρα αδύναμη και εύθραυστη, επιδεινώνοντας τα υποκείμενα προβλήματά της και δημιουργώντας παράλληλα νέα. Παρόλο που ένας αυξανόμενος αριθμός Δυτικών αναλυτών -μεταξύ των οποίων οι Michael Beckley, Jude Blanchette, Hal Brands, Robert Kaplan, Susan Shirk, και Fareed Zakaria- έχουν αρχίσει να αναδεικνύουν αυτήν την πραγματικότητα, πολλοί Αμερικανοί σχολιαστές και οι περισσότεροι πολιτικοί (από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, μέχρι τον πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν) εξακολουθούν να πλαισιώνουν την διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας με όρους ανόδου του Πεκίνου. Και αν όντως αναγνωρίζουν τις αυξανόμενες κρίσεις της Κίνας, συχνά τις παρουσιάζουν είτε ως ουδέτερες είτε ως θετικές εξελίξεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά το αντίθετο είναι αληθές. Μια αδύναμη, στάσιμη, ή καταρρέουσα Κίνα [3] θα ήταν ακόμη πιο επικίνδυνη από μια ακμάζουσα -όχι μόνο για την ίδια την χώρα, αλλά και για τον κόσμο. Η αντιμετώπιση μιας αποτυχημένης Κίνας θα μπορούσε επομένως να αποδειχθεί δυσκολότερη για τις Ηνωμένες Πολιτείες από όσο ήταν η αντιμετώπιση της εναλλακτικής [κατάστασης]. Αν η Ουάσινγκτον ελπίζει να το κάνει με επιτυχία -ή τουλάχιστον να αποφύγει τις χειρότερες συνέπειες- πρέπει να επαναπροσανατολίσει την εστίασή της, και μάλιστα γρήγορα.

Το ιστορικό της Ουάσινγκτον στην αντιμετώπιση αντιπάλων που βρίσκονται σε παρακμή δεν είναι ευοίωνο, και η χάραξη μιας νέας πολιτικής για την διαχείριση της παρακμής της Κίνας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, δεν είναι σαφές αν η κυβέρνηση Μπάιντεν [4] έχει αρχίσει να εργάζεται πάνω στο πρόβλημα. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος απόγνωσης. Υπάρχουν πολλές αλλαγές, ορισμένες σχετικά εύκολες, που θα μπορούσαν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι οποίες θα βελτίωναν σημαντικά τις πιθανότητές τους -ιδιαίτερα αν αρχίσουν να τις κάνουν σύντομα.

ΤΑ ΑΣΧΗΜΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Για πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του Μάο Τσετούνγκ, η Κίνα ήταν η εξαιρετική αυτοκρατορία στον κόσμο: το μοναδικό μεγάλο αυταρχικό κράτος που φαινόταν να αψηφά τους νόμους της πολιτικής και οικονομικής βαρύτητας. Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 υπό τον διάδοχο του Μάο, Ντενγκ Σιαοπίνγκ, η Κίνα άνοιξε σταδιακά τις αγορές της, μοίρασε την εκτελεστική εξουσία, επέβαλε εσωτερικούς ελέγχους, προώθησε τον εσωτερικό διάλογο, χρησιμοποίησε δεδομένα για την λήψη αποφάσεων, επιβράβευσε αξιωματούχους για καλά αποτελέσματα, και ακολούθησε μια γενικά μη απειλητική εξωτερική πολιτική. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις επέτρεψαν στην χώρα να αποφύγει την θλιβερή μοίρα που υπέστησαν τα περισσότερα καταπιεστικά καθεστώτα -συμπεριλαμβανομένης της πείνας και της αστάθειας που η ίδια η Κίνα είχε βιώσει κατά την διάρκεια της μακράς βασιλείας του Μάο. Υπό τον Ντενγκ και τους διαδόχους του, Τζιανγκ Ζεμίν [5] και Χου Τζιντάο, η Κίνα δεν απέφυγε απλώς τέτοια προβλήματα, αλλά ευημέρησε, αυξάνοντας την οικονομία της κατά μέσο όρο σχεδόν κατά 10% ετησίως μεταξύ 1978 και 2014 και βγάζοντας από την φτώχεια περίπου 800 εκατομμύρια ανθρώπους (μεταξύ πολλών άλλων επιτευγμάτων).

Από την ανάληψη των καθηκόντων του το 2012, ωστόσο, ο Σι, στην μονόπλευρη επιδίωξη της προσωπικής του εξουσίας, διέλυσε συστηματικά σχεδόν κάθε μεταρρύθμιση που είχε ως στόχο να εμποδίσει την άνοδο ενός νέου Μάο -για να αποτρέψει αυτό που ο Φράνσις Φουκουγιάμα [6] αποκάλεσε πρόβλημα του «Κακού Αυτοκράτορα». Δυστυχώς για την Κίνα, οι μεταρρυθμίσεις που έβαλε στο στόχαστρο ο Σι ήταν οι ίδιες που την είχαν κάνει τόσο επιτυχημένη στο διάστημα που μεσολάβησε. Κατά την διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, έχει εδραιώσει την εξουσία στα χέρια του και έχει εξαλείψει τα γραφειοκρατικά κίνητρα για την αφήγηση της αλήθειας και την επίτευξη επιτυχημένων αποτελεσμάτων, αντικαθιστώντας τα με ένα σύστημα που ανταμείβει μόνο ένα πράγμα: την αφοσίωση. Εν τω μεταξύ, έχει επιβάλει νέους δρακόντειους νόμους ασφαλείας και ένα σύστημα παρακολούθησης υψηλής τεχνολογίας, κατέστειλε τους διαφωνούντες, συνέτριψε τις ανεξάρτητες μη κυβερνητικές οργανώσεις (ακόμη και εκείνες που ευθυγραμμίζονται με τις πολιτικές του), απέκοψε την Κίνα από τις ξένες ιδέες, και μετέτρεψε την δυτική περιοχή, Xinjiang, σε ένα γιγαντιαίο στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους Μουσουλμάνους Ουιγούρους. Και τον τελευταίο χρόνο, εξαπέλυσε επίσης πόλεμο κατά των δισεκατομμυριούχων της Κίνας, χτύπησε τις κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας, και αύξησε την δύναμη και την χρηματοδότηση των αναποτελεσματικών και υποαποδοτικών κρατικών επιχειρήσεων της χώρας, στερώντας κεφάλαια από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις κατά την διαδικασία αυτή.

Το πρόσφατο συνέδριο του κόμματος ήταν απλώς το κερασάκι σε αυτή την τοξική τούρτα. Ο Σι χρησιμοποίησε το γεγονός για να ταπεινώσει τον Χου, τον προκάτοχό του και τον τελευταίο Κινέζο ηγέτη που είχε επιλεγεί από τον Ντενγκ. Αντικατέστησε επίσης τον πρωθυπουργό, Λι Κεκιάνγκ, και γέμισε το Πολιτικό Γραφείο και την ισχυρή Μόνιμη Επιτροπή του με πιστούς αξιωματούχους (οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν υπόβαθρο ασφαλείας και όχι τεχνοκρατικό). Περισσότερο από μια επίδειξη του μεγαλείου της Κίνας, το γεγονός χρησίμευσε για να αναδείξει τα αυξανόμενα ελαττώματά της. Ήταν η στέψη του Σι ως ο τελευταίος Κακός Αυτοκράτορας της Κίνας.

Η ζημιά που προκάλεσε ο Σι έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται με πολλούς τρόπους. Η οικονομία της Κίνας έχει καταρρεύσει κάτω από την ιδιότροπη παρέμβασή του και υπό το βάρος της μηδενικής COVID [7] (περισσότεροι από 313 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονταν πρόσφατα υπό κάποιας μορφής lockdown). Οι μέρες της ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ κατά 10% έχουν περάσει προ πολλού˙ ενώ η κυβέρνηση προβλέπει ότι η Κίνα θα φτάσει το 5,5% φέτος, πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι θα είναι τυχερή αν φτάσει στο μισό από αυτό το ποσοστό. Η αξία του γουάν έφτασε πρόσφατα στο πιο χαμηλό εντός 14 ετών, και οι λιανικές πωλήσεις, τα εταιρικά κέρδη, η βιομηχανική παραγωγή, και οι επενδύσεις σε ακίνητα είναι όλα πολύ χαμηλά. Εν τω μεταξύ, η ανεργία έχει εκτοξευθεί στα ύψη, αγγίζοντας το 20% μεταξύ των νέων κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Εκτιμάται ότι 4,4 εκατομμύρια μικρές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να κλείσουν πέρυσι, και τα ανεπίσημα στοιχεία (επίσημα στατιστικά στοιχεία δεν υπάρχουν) δείχνουν ότι η χώρα υφίσταται επίσης μαζικό brain drain [μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών] καθώς οι άρχοντες της τεχνολογίας, άλλοι δισεκατομμυριούχοι, και επαγγελματίες της μεσαίας τάξης σπεύδουν προς την έξοδο.

Και τα πράγματα είναι πιθανό να γίνουν πολύ χειρότερα. Καθώς η Κίνα σταματάει, είναι όλο και πιο απίθανο να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Αντιθέτως, με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα να καταπνίγονται και την παραγωγικότητα να μειώνεται, η Κίνα θα βρεθεί βυθισμένη στην παγίδα του μεσαίου εισοδήματος. Το εγχώριο βιοτικό επίπεδο μπορεί να μείνει στάσιμο ή να πέσει. Και οι μικρότεροι προϋπολογισμοί και η γραφειοκρατική ανικανότητα θα δυσκολέψουν το Πεκίνο να αντιμετωπίσει τις πολλές επικίνδυνες προϋπάρχουσες συνθήκες: έναν ταχέως γηράσκοντα πληθυσμό [8], ένα τεράστιο φορτίο χρέους, μια σοβαρή έλλειψη φυσικών πόρων (συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας και του καθαρού νερού), και έναν άγρια υπερθερμασμένο τομέα ακινήτων [9], η πτώχευση του οποίου θα μπορούσε να συμπαρασύρει ολόκληρη την οικονομία. (Τα κινεζικά νοικοκυριά έχουν επενδύσει περισσότερα από τα δύο τρίτα των αποταμιεύσεών τους σε ακίνητα).

Καθώς η κατάσταση επιδεινώνεται και το υπεσχημένο «κινεζικό όνειρο» υποχωρεί, η λαϊκή οργή θα συνεχίσει να ξεχειλίζει, όπως συνέβη και τον περασμένο μήνα. Λίγοι μελετητές της Κίνας προβλέπουν μια πλήρη επανάσταση -ο μηχανισμός καταστολής του Πεκίνου φαίνεται πολύ αποτελεσματικός για κάτι τέτοιο. Αλλά η διαφωνία μεταξύ της άρχουσας τάξης της Κίνας είναι πιο πιθανή, όπως έχει προειδοποιήσει ο Cai Xia [10], πρώην καθηγητής στην Κεντρική Σχολή του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Είναι αλήθεια ότι ο Σι έχει απομακρύνει τους περισσότερους αντιπάλους και έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής ένας εξαιρετικός γραφειοκρατικός μαχαιροβγάλτης. Αλλά οι εκκαθαρίσεις του έχουν τιμωρήσει και ταπεινώσει έως και πέντε εκατομμύρια αξιωματούχους. Αυτοί είναι πολλοί εχθροί για οποιονδήποτε κυβερνήτη -ακόμη και τον πιο αδίστακτο- για να τους διαχειριστεί.

Καθώς προσπαθεί να το κάνει αυτό, ο Σι θα αντιμετωπίσει επίσης εξωτερικά προβλήματα σχεδόν σε όλα τα μέτωπα -και πάλι ως επί το πλείστον δικά του. Έχοντας εγκαταλείψει την ρήση του Ντενγκ ότι η Κίνα «κρύβει την δύναμή της και παίρνει τον χρόνο της», έχει αντ' αυτού επιδιώξει την αντιπαράθεση. Αυτό σήμαινε την επιτάχυνση της αρπαγής γης στη Νότια και Ανατολική Κινεζική Θάλασσα, την απειλή της Ταϊβάν, την χρήση τοκογλυφικών δανείων που προσφέρθηκαν στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Belt and Road (Ζώνη και Δρόμος) για να αποκτήσει τον έλεγχο ξένων υποδομών, την ενθάρρυνση των απεσταλμένων της Κίνας να εμπλακούν σε μια εκφοβιστική διπλωματία «πολεμιστή λύκου» και, πιο πρόσφατα, την υποστήριξη της Ρωσίας στον παράνομο και αντιδημοφιλή της πόλεμο στην Ουκρανία [11]. Οι συνέπειες ήταν προβλέψιμες: σε όλο τον κόσμο, το δημόσιο κύρος του Πεκίνου έχει πέσει σε χαμηλά σχεδόν ή όλων των εποχών, ενώ τα κράτη στην περιφέρεια της Κίνας έριξαν χρήματα στους στρατούς τους, συνωστίστηκαν κάτω από την ομπρέλα ασφαλείας της Ουάσινγκτον, και αγκάλιασαν νέα σύμφωνα ασφαλείας, όπως ο τετραμερής διάλογος για την ασφάλεια (που συνδέει την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες) και το AUKUS (τριμερές σύμφωνο ασφαλείας μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, και των Ηνωμένων Πολιτειών).

Τα επόμενα χρόνια, τα προβλήματα της Κίνας θα συνεχίσουν να αυξάνονται -και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, πιθανώς θα αιφνιδιάσουν τον Σι, καθώς, στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού του συστήματος, οι χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι τιμωρούνται πλέον για την αποστολή κακών ειδήσεων στην αλυσίδα. Όπως το θέτει ο Shirk, πρώην αναπληρωτής βοηθός υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Overreach: How China Derailed Its Peaceful Rise, «Οι άνθρωποι δεν θα τολμήσουν να πουν [στον Σι] τα πραγματικά μειονεκτήματα και το κόστος των πολιτικών του και τα προβλήματα που δημιουργούν». Ακόμη και ζωτικής σημασίας επικοινωνίες μεταξύ κυβερνήσεων δεν περνούν πλέον, γεγονός που αυξάνει κατακόρυφα τον κίνδυνο μιας τυχαίας σύγκρουσης. Όπως εξήγησε πρόσφατα ο Matthew Pottinger, ο οποίος ήταν κορυφαίος σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, για την Κίνα, «καταλήξαμε στην διαπίστωση κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Τραμπ ότι τα μηνύματα που στέλναμε μέσω των διπλωματικών διαύλων δεν έφταναν στον Σι. Η κυβέρνηση Μπάιντεν κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα».

ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΕΥΧΕΣΑΙ

Τα αμερικανικά «γεράκια» θα μπουν στον πειρασμό να πανηγυρίσουν τις δυσκολίες της Κίνας. Αλλά θα πρέπει να αναβάλουν το πάρτι, γιατί μια Κίνα που παρακμάζει θα μπορούσε να είναι πολύ πιο επικίνδυνη από μια Κίνα που ανθεί. Δεδομένης της αλληλεξάρτησης ΗΠΑ-Κίνας, μια ασθενέστερη κινεζική οικονομία -ειδικά μια οικονομία που επιβαρύνεται από το αναπόφευκτο τσουνάμι λοιμώξεων που θα έρθει καθώς το Πεκίνο χαλαρώνει τους κανόνες για την COVID [12]- θα σημαίνει μια ασθενέστερη αμερικανική οικονομία. (Σκεφτείτε μόνο τα παγκόσμια προβλήματα που υπέστη πρόσφατα η Apple όταν στο σύμπλεγμα Zhengzhou της Foxconn ξέσπασαν εργατικές διαμάχες). Αν και ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Κίνα τείνει να γίνεται εσωστρεφής όταν παλεύει με προβλήματα στο εσωτερικό της, η παρακμή μπορεί να έχει και είχε το αντίθετο αποτέλεσμα σε άλλες χώρες, κάνοντάς τες πιο απρόβλεπτες και πολεμοχαρείς. Ο Μπραντς, για παράδειγμα, έχει επισημάνει την Γερμανία στην πορεία προς τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την απόφαση της Ιαπωνίας να επιτεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για να υποστηρίξει ότι «κίνδυνος μπορεί να προκύψει όταν μια χώρα που ανεβαίνει, περιμένοντας με ανυπομονησία την στιγμή της στον ήλιο, κορυφώνεται και αρχίζει να παρακμάζει πριν εκπληρωθούν τα συμφέροντά της».

Οι κίνδυνοι είναι ιδιαίτερα μεγάλοι όταν ο ηγέτης της χώρας αυτής έχει στηρίξει το κύρος του σε μεγάλες υποσχέσεις που θεωρεί ότι πρέπει να τηρήσει, όπως ακριβώς έκανε ο Σι. Όλο και περισσότερο αγχωμένος να ενισχύσει την αξιοπιστία του -ιδιαίτερα μετά την πολύ δημόσια αποτυχία και την αμήχανη ανατροπή της πολιτικής της μηδενικής COVID- και μη μπορώντας να βασιστεί στην οικονομική ανάπτυξη για τη νομιμοποίησή του (όπως έκαναν οι προηγούμενοι Κινέζοι ηγέτες), ίσως να στραφεί στο άλλο βέλος στην φαρέτρα του δικτάτορα: τον εθνικισμό. Αν το κάνει, το αποτέλεσμα θα είναι μια Κίνα που θα μοιάζει και θα ενεργεί περισσότερο με μια υπερμεγέθη Βόρεια Κορέα: ένα ταμειακά ταλαιπωρημένο, καταπιεστικό καθεστώς που προκαλεί και απειλεί τους αντιπάλους του προκειμένου να αποσπάσει παραχωρήσεις, να λαμπρύνει την υπερηφάνειά του, και να αποσπάσει την προσοχή του κοινού του.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, φυσικά, θα ήταν μια στρατιωτική κίνηση στην Ταϊβάν. Οι παραλληλισμοί εδώ με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, και τον ολέθριο πόλεμό του στην Ουκρανία είναι ανατριχιαστικοί. Όπως έχει γράψει [13] ο Blanchette, «ένα περιβάλλον στο οποίο ένας παντοδύναμος ηγέτης με μονοσήμαντη εστίαση δεν μπορεί να ακούσει δυσάρεστες αλήθειες, είναι μια συνταγή για καταστροφή». Ωστόσο, αυτό είναι ακριβώς το είδος του συστήματος που δημιούργησε ο Σι.

ΜΕΙΝΕΤΕ ΤΑΠΕΙΝΟΙ

Μια αμερικανο-κινεζική πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη της όλους αυτούς τους κινδύνους θα απαιτούσε μια σειρά από αλλαγές στην τρέχουσα προσέγγιση της Ουάσιγκτον. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες [14] θα πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να διασφαλίσουν ότι το δικό τους μοντέλο είναι όσο το δυνατόν πιο ελκυστικό. Καθώς μια αποτυχημένη Κίνα γίνεται όλο και λιγότερο δελεαστική για άλλες χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βελτιώσουν την δική τους ελκυστικότητα. Ένας καλός τρόπος για να ξεκινήσουν θα ήταν να αντιμετωπίσουν την πολιτική δυσλειτουργία των ΗΠΑ. Αλλά προς το παρόν, οι προοπτικές να γίνει αυτό και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στους αμερικανικούς θεσμούς, φαίνονται αμυδρές.

Ένας πιο εφικτός στόχος θα ήταν να αποφευχθεί η απάντηση στις κινεζικές προκλήσεις με τρόπους που προδίδουν τις αμερικανικές αξίες. Όπως υποστηρίζει η πολιτικός επιστήμονας και πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν, Τζέσικα Τσεν Βάις [15], κάνοντας πράγματα όπως ο αποκλεισμός της πρόσβασης στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης και ο περιορισμός των κινεζικών θεωρήσεων, «οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απομακρυνθεί περισσότερο από τις αρχές της διαφάνειας και της μη διάκρισης που αποτελούν εδώ και καιρό συγκριτικό πλεονέκτημα».

Σχετικά με αυτό, οι Αμερικανοί πολιτικοί θα πρέπει να σταματήσουν να ανταγωνίζονται την Κίνα για στενούς εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς. Οι υπαινιγμοί ότι η Ουάσινγκτον επιδιώκει αλλαγή καθεστώτος στο Πεκίνο, όπως έκαναν οι βοηθοί του Τραμπ σε πολλές περιπτώσεις, δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο από το να αυξήσουν την ανασφάλεια της Κίνας. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις καθαρά συμβολικές και προκλητικές χειρονομίες, όπως το ταξίδι της τότε προέδρου της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν τον Αύγουστο [16].

Όσο πιο εθνικιστικό γίνεται το Πεκίνο, τόσο πιο σκληρά ίσως να προσπαθήσει ο Σι για μια αντιπαράθεση -οπότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποφύγουν να του δώσουν επιπλέον πυρομαχικά. Το δύσκολο, βέβαια, είναι ότι το να «προκαλούν το τέρας» είναι μια μακρόχρονη αμερικανική παράδοση για έναν λόγο: παίζει καλά στο εσωτερικό. Επομένως, η αλλαγή αυτής της προσέγγισης δεν θα είναι εύκολη, ειδικά καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες οδεύουν προς τις προεδρικές εκλογές. Αλλά η αποφυγή των αχρείαστων προκλήσεων δεν είναι ένδειξη αδυναμίας ή το ίδιο πράγμα με τον κατευνασμό. Για να γίνει αυτό σαφές, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ενισχύσει ορατά την ικανότητά της να συγκρατεί μια παραπαίουσα Κίνα, να διατυπώσει σαφείς κόκκινες γραμμές, και να τερματίσει την πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» για την Ταϊβάν (όπως έχουν υποστηρίξει ο πολιτικός επιστήμονας, Richard Haass [17], και άλλοι), ενώ παράλληλα θα πρέπει να επαναλάβει ότι η Ουάσινγκτον θα αντιταχθεί σε οποιαδήποτε κίνηση της Ταϊβάν προς την ανεξαρτησία. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να στείλουν αυτά τα τελευταία μηνύματα αθόρυβα, σε απευθείας συνομιλίες με την Ταϊπέι και το Πεκίνο, για να αποφύγουν την διατύπωση μιας δημόσιας πρόκλησης στην οποία ο Σι θα αισθάνεται υποχρεωμένος να απαντήσει. Για να αλλάξει περαιτέρω τον υπολογισμό της, η Ουάσινγκτον θα πρέπει επίσης να ενισχύσει τα στρατιωτικά μέσα των ΗΠΑ σε περιοχές πιθανής αντιπαράθεσης, όπως ο δυτικός Ειρηνικός, και θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να καταστήσει την Ταϊβάν πιο δύσκολο στόχο (ένα έργο που έχει καθυστερήσει εδώ και καιρό και επιτέλους δρομολογείται).

Φυσικά, η αποστολή σιωπηλών μηνυμάτων απαιτεί ένα μέσο μέσω του οποίου μπορεί να γίνει. Επομένως, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αποκαταστήσει ένα ισχυρό κανάλι για την επικοινωνία σε περίπτωση κρίσης και να επανασυνδεθεί διπλωματικά με την Κίνα με έναν τρόπο που οι Ηνωμένες Πολιτείες απέφυγαν ως επί το πλείστον τα τελευταία έξι χρόνια -όχι για να επιβραβεύσει την Κίνα για την κακή συμπεριφορά της, αλλά για να διασφαλίσει ότι οι δύο κυβερνήσεις μπορούν να μιλήσουν όταν χρειάζεται.

Όσον αφορά την οικονομία, στην κυβέρνηση Μπάιντεν αξίζουν κάποια εύσημα για τις πρόσφατες κινήσεις της, όπως η ψήφιση του νόμου CHIPS and Science Act και η καθιέρωση ελέγχων επί των εξαγωγών που θα περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας σε ημιαγωγούς και υλικά που απαιτούνται για την κατασκευή τους. Αυτά τα βήματα θα πρέπει να μειώσουν την οικονομική και στρατηγική εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών και να επιβραδύνουν την στρατιωτική πρόοδο της Κίνας χωρίς να την προκαλούν υπερβολικά. Αλλά η Ουάσινγκτον θα πρέπει να σκεφτεί περισσότερο για τα ανταλλάγματα που συνεπάγεται η συνέχιση της αποσύνδεσης. Αν και τέτοιες κινήσεις μπορεί να βοηθήσουν στην περαιτέρω προστασία της αμερικανικής οικονομίας, αναμφισβήτητα προωθούν τον προστατευτισμό και θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μειώνοντας τη μόχλευση της Ουάσινγκτον και μειώνοντας τα κίνητρα του Πεκίνου για συνεργασία.

Οι δυσκολίες που σχετίζονται με την επίτευξη της σωστής ισορροπίας οδηγούν σε έναν τελικό κανόνα: καθώς η Ουάσινγκτον επαναπροσδιορίζει την πολιτική της για την Κίνα, πρέπει να είναι μετριοπαθής, υπό δύο σημαντικές έννοιες. Πρώτον, αν και όταν η Κίνα αρχίσει να επιδεινώνεται ορατά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποφύγουν το είδος της θριαμβολογίας που συνόδευσε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης (παρά τις προσπάθειες του προέδρου, Τζορτζ Μπους, να αποφύγει την ταπείνωση του σοβιετικού ηγέτη, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ). Η δημόσια χλεύη για έναν αντίπαλο που αγωνίζεται μπορεί να είναι κάτι δελεαστικό, αλλά δεν θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα κανενός. Οι Αμερικανοί πολιτικοί, παρά την κατανοητή προθυμία τους να κερδίσουν πόντους στο εσωτερικό, πρέπει να θυμούνται ότι καθώς η Κίνα παρακμάζει, τα πολιτικά κίνητρα του Σι για να ξεκινήσει μάχες ίσως να αυξηθούν -αλλά το ίδιο θα συμβεί και με τα υλικά κίνητρά του για συνεργασία, αφού το Πεκίνο θα έχει πολύ λιγότερα χρήματα και προσοχή να χρησιμοποιήσει για την επίλυση προβλημάτων. Η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να χρειάζεται την συνεργασία του Πεκίνου σε μια σειρά από ζητήματα, όπως η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η πρόληψη μελλοντικών πανδημιών, και θα πρέπει να καταστήσει αυτήν την συνεργασία όσο το δυνατόν πιο εύκολη για τον Σι. Τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει να μειώσει τις αχρείαστες σκληρές κουβέντες. Και, όπως προτείνει ο Shirk, τούτο σημαίνει ότι πρέπει να δοθεί «λόγος στον Σι να πιστέψει ότι αν κάνει πιο μετριοπαθείς τις πολιτικές του, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα το παρατηρήσουν, θα το αναγνωρίσουν, και θα ανταποδώσουν με τρόπους που θα είναι καλοί για την Κίνα».

Η δεύτερη μορφή μετριοπάθειας περιλαμβάνει να ανακληθεί στη μνήμη το πόσο δύσκολο πρόβλημα θα παρουσιάσει μια αποτυχημένη Κίνα -και πόσο κακές ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων στο παρελθόν. Σκεφτείτε το ιστορικό των ΗΠΑ σχετικά με την Βόρεια Κορέα [18]. Είναι αλήθεια ότι η Ουάσινγκτον έχει καταφέρει να αποτρέψει τα χειρότερα σενάρια: αν και υπήρξαν πολλές απειλές, μερικές μικρές αψιμαχίες, και πολλές δοκιμές πυραύλων, η δυναστεία των Κιμ απέφυγε να ξεκινήσει έναν πραγματικό πόλεμο με οποιονδήποτε από το 1950. Αλλά η Ουάσινγκτον έχει ταυτόχρονα αποτύχει να σταματήσει την Πιονγκγιάνγκ από το να εξαθλιώνει τον ίδιο της τον λαό˙ να εξάγει παράνομα ναρκωτικά, πλαστά δολάρια, και όπλα˙ και, το σημαντικότερο, να αναπτύξει ένα σημαντικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Αυτό δεν οφείλεται σε έλλειψη προσπάθειας -οι πρόεδροι των ΗΠΑ, τουλάχιστον από την εποχή του Μπιλ Κλίντον, έχουν ξοδέψει τεράστια ποσά χρόνου και μόχθου προσπαθώντας να αποφύγουν αυτά τα αποτελέσματα. Αλλά όλοι απέτυχαν -πράγμα που λέει κάτι σημαντικό για την δυσκολία της πρόκλησης. Τώρα θυμηθείτε ότι ο πληθυσμός της Κίνας είναι περίπου 54 φορές μεγαλύτερος από εκείνον της Βόρειας Κορέας και ότι το ΑΕΠ της Κίνας είναι σχεδόν χίλιες φορές μεγαλύτερο, και η κλίμακα του προβλήματος έρχεται στο επίκεντρο. Η διαχείριση της παρακμής της Κίνας θα είναι μια μακρά, δύσκολη διαδικασία, με οδυνηρά ανταλλάγματα -στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πιθανώς κανένας τρόπος να μονωθούν πλήρως οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο υπόλοιπος κόσμος από τον πόνο που θα προκαλέσει. Αλλά αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αρχίσουν να επικεντρώνονται σε αυτό τώρα.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Fix-Countries-Crises-Worlds-Problems/dp/1101903007
[2] https://www.foreignaffairs.com/tags/xi-jinping
[3] https://www.foreignaffairs.com/regions/china
[4] https://www.foreignaffairs.com/topics/biden-administration
[5] https://www.foreignaffairs.com/china/chinas-underestimated-leader
[6] https://www.foreignaffairs.com/authors/francis-fukuyama
[7] https://www.foreignaffairs.com/china/problem-zero-xi-pandemic-policy-crisis
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-05-03/chinas-doomed-f...
[9] https://www.foreignaffairs.com/china/beijing-debts-come-due-china-economy
[10] https://www.foreignaffairs.com/china/xi-jinping-china-weakness-hubris-pa...
[11] https://www.foreignaffairs.com/tags/war-ukraine
[12] https://www.foreignaffairs.com/tags/coronavirus
[13] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-06-22/xis-gamble
[14] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states
[15] https://www.foreignaffairs.com/china/china-trap-us-foreign-policy-zero-s...
[16] https://www.foreignaffairs.com/regions/taiwan
[17] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-12-13/growing-danger-...
[18] https://www.foreignaffairs.com/regions/north-korea

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/china/chinas-dangerous-decline

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition