Πώς η Ευρώπη ξαναβρήκε το χάρισμά της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η Ευρώπη ξαναβρήκε το χάρισμά της

Η ΕΕ διαχειρίστηκε επιδέξια τον πληθωρισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία

Λίγες ημέρες μετά την ρωσική εισβολή, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, διακήρυξε ένα Zeitenwende («σημείο καμπής») στην γερμανική εξωτερική πολιτική και γενικά τήρησε την πρόθεσή του να οδηγήσει την χώρα του προς μια νέα κατεύθυνση. Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Γερμανία είχε σχέδια να ξεκινήσει την λειτουργία του Nord Stream 2, ενός αγωγού που θα μετέφερε φυσικό αέριο απευθείας από την Ρωσία στην Γερμανία. Τώρα, το Βερολίνο όχι μόνο εγκατέλειψε αυτό το αμφιλεγόμενο εγχείρημα, αλλά μείωσε και την εξάρτησή του από τον Nord Stream 1, έναν παλαιότερο αγωγό που λειτουργούσε από το 2011. Επιπλέον, ο Σολτς υποσχέθηκε να αυξήσει δραματικά τις γερμανικές αμυντικές δαπάνες δημιουργώντας ένα νέο ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 108 δισεκατομμυρίων δολαρίων) για τον εκσυγχρονισμό του γερμανικού στρατού. Η Γερμανία ξεπέρασε επίσης τα προηγούμενα ταμπού της στέλνοντας φονικά όπλα απευθείας στο Κίεβο και αποτελώντας έναν από τους πιο γενναιόδωρους χρηματοδότες της ΕΕ για τις ανθρωπιστικές προσπάθειες στην Ουκρανία. Η απάντηση της Γερμανίας στον πόλεμο του 2022 θα ήταν αδιανόητη στα τέλη του 2021, όταν η «αλλαγή μέσω του εμπορίου» -ή η πεποίθηση ότι ο καλύτερος τρόπος αλλαγής ήταν μέσω των οικονομικών δεσμών- εξακολουθούσε να διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

Εκτός από την αντιμετώπιση του πολέμου στην Ουκρανία, πέρυσι η ΕΕ χρειάστηκε επίσης να βρει έναν συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής για την καταπολέμηση της αύξησης των τιμών. Όταν ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός και το εύκολο χρήμα επικρατούσε στην αγορά, ήταν εύκολο οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης να ξοδεύουν χρήματα για να αντιμετωπίσουν την πανδημία και να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή. Τα κρατικά ελλείμματα διευρύνθηκαν, αλλά η γρήγορη ανάπτυξη και τα χαμηλά επιτόκια σήμαιναν ότι η αναλογία του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παρέμενε διαχειρίσιμη. Αυτό επέτρεψε στους Υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης να παρακάμψουν τις εθνικές και διαρθρωτικές διαφορές τους σχετικά με το δημόσιο χρέος και την ανταγωνιστικότητα.

Ωστόσο, οι περιορισμοί στην προσφορά που προκλήθηκαν από την πανδημία, η υψηλότερη από την αναμενόμενη ζήτηση μετά την ανάκαμψη της Ευρώπης από την COVID-19, και οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας ανάγκασαν την ΕΚΤ να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και να μειώσει σταδιακά τα προγράμματα αγοράς ομολόγων τον Μάρτιο του 2022. Τον Ιούλιο του 2022, η ΕΚΤ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια. Αυτό δημιούργησε τριβές μεταξύ των βόρειων και των νότιων μελών της ευρωζώνης. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν πολύ περισσότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό των εθνικών τους εισοδημάτων από την Γερμανία και την Ολλανδία. Όπως και στην κρίση του ευρώ το 2010–12, τα αυξανόμενα επιτόκια κινδύνευαν να ωθήσουν τους επενδυτές να ζητήσουν και πάλι πολύ υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου για την διατήρηση του χρέους της Νότιας Ευρώπης, αυξάνοντας τις διαφορές μεταξύ των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων. Μια τέτοια δυναμική θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους και να διακινδυνεύσει μια άτακτη κρατική χρεοκοπία.

Το χάσμα Βορρά-Νότου φάνηκε έτοιμο να διευρυνθεί τον Σεπτέμβριο του 2022, όταν η Ιταλία εξέλεξε την Τζόρτζια Μελόνι, την ηγέτιδα του ακροδεξιού κόμματος Αδελφοί της Ιταλίας (Fratelli d'Italia), ως πρωθυπουργό. Η Μελόνι σχημάτισε έναν ανοιχτά δεξιό συνασπισμό με το ακροδεξιό κόμμα Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι, και το κεντροδεξιό Forza Italia, του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο κίνδυνος σύγκρουσης της ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης της Μελόνι με την ΕΕ φόβιζε αρχικά τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτοί οι φόβοι, ωστόσο, μπήκαν στο περιθώριο όταν η Μελόνι δεσμεύτηκε για έναν δημοσιονομικά λιτό προϋπολογισμό σε στενό συντονισμό με τις Βρυξέλλες.

Προς τιμήν της, η ΕΚΤ προέβλεψε την επιστροφή των υψηλότερων ασφαλίστρων κινδύνου για τα νότια κράτη-μέλη το 2022 και ξεκίνησε ένα «μέσο προστασίας μετάβασης» (transmission protection instrument, TPI), ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που αποσκοπεί στην αποτροπή της ανισότητας στο κόστος δανεισμού μεταξύ των κυβερνήσεων της ευρωζώνης. Οι λεπτομέρειες του TPI διατηρήθηκαν εσκεμμένα ασαφείς, και μέχρι στιγμής οι επενδυτές απέφυγαν να το δοκιμάσουν. Σύμφωνα με τους Financial Times, η πλειοψηφία των οικονομολόγων αναμένει τώρα ότι η ΕΚΤ μπορεί να μην χρειαστεί ποτέ καν να χρησιμοποιήσει το μέσο αυτό. Με τα αποκαλυπτήρια του TPI, η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρόεδρος της ΕΚΤ, υποσχέθηκε να μην επιτρέψει άλλη μια κρίση δημόσιου χρέους, γεγονός που καθησύχασε τις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως ακριβώς λειτούργησε αντίστοιχα το 2012 η δέσμευση του Ντράγκι να κάνει «ό,τι χρειαστεί».

ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΚΡΥΟ

Εκτός από τον επιδέξιο χειρισμό της κρίσης του πληθωρισμού, η ΕΕ άρχισε τελικά να τιθασεύει τους εκκολαπτόμενους απολυταρχικούς ηγέτες της Ευρώπης -τον Όρμπαν της Ουγγαρίας και τον de facto ηγέτη της Πολωνίας, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι. Ο Όρμπαν επανεξελέγη για τέταρτη συνεχή θητεία πρωθυπουργός την άνοιξη, αλλά η στενή του συμμαχία με τον Κατσίνσκι επιβαρύνθηκε από διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του Πούτιν. Η Πολωνία -μαζί με την Εσθονία, την Λετονία, και την Λιθουανία- ηγήθηκε της εκστρατείας για αυστηρότερες κυρώσεις στην Ρωσία. Ο Όρμπαν βρέθηκε διχασμένος μεταξύ της επιθυμίας του για φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο και στενούς δεσμούς με τον Πούτιν από τη μια πλευρά, και της ανάγκης για κονδύλια της ΕΕ από την άλλη. Όσο ο Όρμπαν και ο Κατσίνσκι βρίσκονταν στην ίδια πλευρά, ήταν δύσκολο για τις Βρυξέλλες να τους πειθαρχήσουν σε ζητήματα όπως το κράτος δικαίου και η δημοκρατία. Ωστόσο, ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει διχόνοια μεταξύ της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αφήνοντας τον Όρμπαν στριμωγμένο στην γωνία.