Μπορεί ο Πούτιν να επιβιώσει; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί ο Πούτιν να επιβιώσει;

Τα μαθήματα από την σοβιετική κατάρρευση*

Η αλλαγή αισθημάτων ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή στην περίπτωση των Ρώσων. Κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρώσοι είχαν κάνει το μεγαλύτερο μέρος των μαχών για λογαριασμό της Σοβιετικής Ένωσης, και πολλοί στην Δύση είδαν την κομμουνιστική αυτοκρατορία ως μια απλή προέκταση της Ρωσίας. Αλλά το 1990-91, ήταν κυρίως δεκάδες εκατομμύρια Ρώσοι, με επικεφαλής τον Μπόρις Γέλτσιν, που γκρέμισαν το σοβιετικό κράτος. Ήταν μια εκλεκτική ομάδα, που περιλάμβανε φιλελεύθερους διανοούμενους από τη Μόσχα, επαρχιώτες Ρώσους απαράτσικ [στμ: μέλη του κομματικού μηχανισμού], ακόμη και αξιωματικούς της KGB και του στρατού. Αυτό που τους ένωσε ήταν η απόρριψη του Γκορμπατσόφ και η αποτυχημένη διακυβέρνησή του. Η αντιληπτή αδυναμία του σοβιετικού ηγέτη, με την σειρά της, προκάλεσε απόπειρα πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1991. Οι οργανωτές του έθεσαν τον Γκορμπατσόφ σε κατ' οίκον περιορισμό και έστειλαν τανκς στη Μόσχα με την ελπίδα να σοκάρουν τον κόσμο και να τον υποτάξουν, αλλά απέτυχαν και στα δύο μέτωπα. Αντίθετα, δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ωμή βία και ενέπνευσαν μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στον έλεγχο του Κρεμλίνου. Αυτό που ακολούθησε ήταν η αυτοκαταστροφή των δομών εξουσίας της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Γέλτσιν παραμέρισε τον Γκορμπατσόφ, απαγόρευσε το Κομμουνιστικό Κόμμα, και ενήργησε ως κυρίαρχος ηγέτης. Στις 8 Δεκεμβρίου 1991, ο Γέλτσιν και οι ηγέτες της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας δήλωσαν ότι η Σοβιετική Ένωση «έπαψε να υπάρχει ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και της γεωπολιτικής πραγματικότητας».

Αλλά χωρίς την δήλωση του Γέλτσιν, η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να είχε συνεχίσει να προσπαθεί. Ακόμη και αφού έπαυσε να υπάρχει επίσημα, η αυτοκρατορία συνέχισε να ζει για χρόνια ως μια κοινή ζώνη ρουβλίου χωρίς σύνορα και τελωνεία. Τα μετασοβιετικά κράτη δεν είχαν οικονομική ανεξαρτησία. Ακόμη και μετά τα εθνικά δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία, ακολουθούμενα από εορτασμούς για τη νέα ελευθερία, χρειάστηκαν δεκαετίες ώστε δεκάδες εκατομμύρια πρώην Σοβιετικοί πολίτες εκτός Ρωσίας να αναπτύξουν μετα-αυτοκρατορικές ταυτότητες, να σκέφτονται και να ενεργούν σαν πολίτες της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας, και των άλλων νέων κρατών. Υπό αυτή την έννοια, η Σοβιετική Ένωση αποδείχθηκε πιο ανθεκτική παρά εύθραυστη. Δεν διέφερε από άλλες αυτοκρατορίες στο ότι χρειάστηκαν δεκαετίες, κι όχι μήνες, για να διαλυθεί.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ο Πούτιν είναι βαθιά εξοικειωμένος [8] με αυτήν την ιστορία. Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε κάποτε ότι «η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή» του 20ου αιώνα και έχει δομήσει το καθεστώς του για να αποφύγει την ίδια μοίρα. Αναγνώρισε ότι ο Μαρξ και ο Λένιν έκαναν λάθος σχετικά με τα οικονομικά, και εργάστηκε δυναμικά για να καταλάβει το πώς η Ρωσία θα μπορούσε να επιβιώσει και να ευδοκιμήσει υπό τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Έφερε ικανούς οικονομολόγους και έθεσε τη μακροοικονομική σταθερότητα και τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό στις κορυφαίες προτεραιότητές του. Κατά την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής του, οι αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου γέμισαν τα ταμεία της Ρωσίας και ο Πούτιν ολοκλήρωσε γρήγορα την αποπληρωμή του χρέους των 130 δισεκατομμυρίων δολαρίων που η Ρωσία όφειλε στις Δυτικές τράπεζες. Διατήρησε τα μελλοντικά χρέη στο ελάχιστο, και η κυβέρνησή του άρχισε να συσσωρεύει αποθέματα σε ξένο νόμισμα και χρυσό. Αυτές οι προφυλάξεις απέδωσαν καρπούς κατά την διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όταν η Ρωσία μπόρεσε να διασώσει άνετα εταιρείες ζωτικής σημασίας για την οικονομία της (οι οποίες διοικούνταν όλες από συνεργάτες του Πούτιν).

Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας [9] από τον Πούτιν το 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο και σε άλλες βιομηχανίες, και οι τιμές του πετρελαίου κατρακύλησαν όσο και επί Γκορμπατσόφ. Όμως η ρωσική κυβέρνηση αντέδρασε επιδέξια. Υπό την ηγεσία της προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας, Elvira Nabiullina, και του υπουργού Οικονομικών, Anton Siluanov, η κυβέρνηση επέτρεψε στο ρούβλι να υποτιμηθεί, αποκαθιστώντας τη μακροοικονομική σταθερότητα. Μετά από μια σύντομη πτώση, η ρωσική οικονομία ανέκαμψε. Ακόμη και κατά την διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η χώρα διατήρησε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Ενώ τα Δυτικά κράτη τύπωναν τρισεκατομμύρια δολάρια για να επιδοτούν τις οικονομίες τους, η Ρωσία αύξησε το δημοσιονομικό της πλεόνασμα. Οι οικονομολόγοι της κυβέρνησης «είναι πιο αφοσιωμένοι από τον Πάπα στην εφαρμογή» της προσέγγισης που υποστηρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δήλωσε ο Ντμίτρι Νεκράσοφ, Ρώσος πρώην κρατικός οικονομολόγος. «Κατά την διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών δεν υπήρξε χώρα στον κόσμο που θα είχε ασκήσει μια τόσο συνεπή, συντηρητική και σκληρών αρχών πολιτική βασισμένη σε [ένα] φιλελεύθερο μοντέλο μακροοικονομίας». Μέχρι το 2022, το κράτος του Πούτιν είχε συγκεντρώσει περισσότερα από 600 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοοικονομικά αποθέματα, ένα από τα μεγαλύτερα αποθέματα στον κόσμο.

Αλλά για τον Πούτιν, ο πρωταρχικός σκοπός αυτής της υγιούς χάραξης οικονομικής πολιτικής δεν ήταν να κερδίσει διεθνείς επαίνους ή ακόμη και να βοηθήσει τους απλούς Ρώσους να διατηρήσουν τις αποταμιεύσεις τους. Το θέμα ήταν να ενισχύσει την δύναμή του. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε τα συσσωρευμένα αποθέματα για να αποκαταστήσει τα νεύρα του αυταρχικού κράτους χτίζοντας τις υπηρεσίες ασφαλείας, επεκτείνοντας την στρατιωτική και εξοπλιστική βιομηχανία της Ρωσίας, και πληρώνοντας τον επικεφαλής της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ, και τον παραστρατό του -έναν άλλο πυλώνα της δικτατορίας του Κρεμλίνου.