Μια νέα τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια νέα τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή;

Η προσέγγιση Ιράν και Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσε να μεταμορφώσει την περιοχή

Τόσο η Τεχεράνη όσο και το Ριάντ πιστεύουν ότι θα επωφεληθούν από την συνεργασία μέσω της Κίνας για την αποκατάσταση των περιφερειακών δεσμών τους. Και για τις δύο χώρες, η συνεργασία με το Πεκίνο είναι μια νέα εξέλιξη. Το 2015, η προτεραιότητα του Ιράν ήταν η βελτίωση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Θεωρούσε τις διαπραγματεύσεις με τους γείτονές του δευτερεύουσες. Το αποτέλεσμα ήταν το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action -JCPOA) -η πυρηνική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα υπόλοιπα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συν την Γερμανία- που περιόρισε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων. Αφότου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απέσυρε την αμερικανική υποστήριξη για το JCPOA το 2018, η Σαουδική Αραβία και το GCC διολίσθησαν πιο κοντά στο Ισραήλ, μια κίνηση που επιταχύνθηκε από μια ιρανική επίθεση σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας το 2019. Το Ιράν με την σειρά του άλλαξε τότε την εστίασή του, δίνοντας νέα έμφαση στην βελτίωση των σχέσεων με τους γείτονές του και στο περιφερειακό εμπόριο. Για τον σκοπό αυτό, η Τεχεράνη αποκατέστησε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα το 2022. Αλλά η συμφωνία του Πεκίνου με τους Σαουδάραβες είναι το μεγαλύτερο βραβείο που επιδίωκε το Ιράν -ένα πραγματικό άνοιγμα στον αραβικό κόσμο, το οποίο θα μπορούσε σύντομα να επεκταθεί στο Μπαχρέιν και την Αίγυπτο.

Η Τεχεράνη καλωσορίζει την εμβάθυνση του ρόλου της Κίνας στη Μέση Ανατολή, επειδή αποδυναμώνει την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή και υπονομεύει το καθεστώς των υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κυρώσεων που έχει παραλύσει την οικονομία του Ιράν. Για τον σκοπό αυτό, οι καλύτεροι δεσμοί με τις χώρες του GCC θα μειώσουν την απειλή που προέκυψε από τις Συμφωνίες του Αβραάμ με τη μεσολάβηση της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία ξεκίνησε τον στενότερο συντονισμό των πληροφοριών και του στρατού μεταξύ του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας, και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (και αργότερα επεκτάθηκε στο Μαρόκο και το Σουδάν), επεκτείνοντας έτσι τον σκιώδη πόλεμο μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ στον Κόλπο. Παρόλο που η Τεχεράνη ίσως να είναι πρόθυμη να δεχτεί διμερείς δεσμούς μεταξύ του GCC και του Ισραήλ, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί μια αραβοϊσραηλινή στρατιωτική συμμαχία με την υποστήριξη των ΗΠΑ εναντίον της. Μια τέτοια συμμαχία θα ήταν ακόμη πιο απειλητική για την Τεχεράνη μετά τις αποτυχημένες πυρηνικές συνομιλίες με την κυβέρνηση Μπάιντεν, τις εγχώριες πολιτικές διαμαρτυρίες, την αυξανόμενη ισραηλινή παρουσία στο Αζερμπαϊτζάν και το Ιράκ, και την αυξανόμενη προθυμία της νέας δεξιάς κυβέρνησης του Ισραήλ να εξετάσει το ενδεχόμενο πολέμου προκειμένου να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Η ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΡΙΑΝΤ

Για την Σαουδική Αραβία, η συμφωνία υπό την ηγεσία του Πεκίνου αποτελεί μια πιο τολμηρή στρατηγική στροφή. Οι σχέσεις μεταξύ του Ριάντ και της Ουάσινγκτον βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Η ικανοποίηση της Σαουδικής Αραβίας από την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή μειώνεται από την εποχή της εισβολής στο Ιράκ το 2003. Το Ριάντ ήταν δυσαρεστημένο με την διάλυση της κυβέρνησης του Ιράκ, προβληματισμένο από την συμφωνία για τα πυρηνικά, θυμωμένο με την απροθυμία των ΗΠΑ να υποστηρίξουν τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας έναντι του Ιράν στην Συρία και την Υεμένη, και ανήσυχο από την αποτυχία τους να υπερασπιστούν το βασίλειο όταν οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του δέχθηκαν επίθεση από το Ιράν το 2019. Το Ριάντ πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες -κάποτε ο σταθερός σύμμαχός του- επικεντρώνονται σε άλλες προτεραιότητες και δεν πιστεύει ότι η Ουάσινγκτον έχει ένα σαφές σχέδιο για την περιφερειακή ασφάλεια μετά την εμπλοκή των πυρηνικών συνομιλιών με το Ιράν. Οι Σαουδάραβες ηγέτες είναι επίσης δυσαρεστημένοι με την τρέχουσα ηγεσία στην Ουάσινγκτον. Ο πρόεδρος Μπάιντεν άργησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις, αφού υποσχέθηκε ως υποψήφιος να αντιμετωπίσει το καθεστώς ως «παρία», μετά την δολοφονία του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi, το 2018.

Καθώς δεν διαθέτει τις προηγμένες στρατιωτικές δυνατότητες των μεγαλύτερων και πιο επιθετικών γειτόνων της, η Σαουδική Αραβία είχε πάντα εμμονή με την άμυνά της. Η μείωση των εντάσεων με την Τεχεράνη δεν θα τερματίσει αυτές τις ανησυχίες, αλλά κερδίζει για το Ριάντ περισσότερο χρόνο ώστε να ενισχύσει την ασφάλειά του και να διαφοροποιήσει τις στρατηγικές επιλογές του. Η επιθυμία για ασφάλεια οδήγησε την Σαουδική Αραβία να επιδιώξει δεσμούς με το Ισραήλ την τελευταία δεκαετία, και η ίδια επιθυμία κινητοποιεί τώρα την καλλιέργεια [δεσμών] με την Κίνας. Η στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας αποσκοπεί στην εγγύηση της ασφάλειάς της. Συγκεντρώνοντας ένα ευρύ δίκτυο εταίρων, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, του Ισραήλ, και των Ηνωμένων Πολιτειών, και βελτιώνοντας τις σχέσεις της με αντιπάλους όπως το Ιράν, την Συρία, και την Τουρκία, το σαουδαραβικό καθεστώς ελπίζει να θωρακίσει τη μακροπρόθεσμη σταθερότητά του.