Η αμερικανική επιρροή μετά το Ιράκ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμερικανική επιρροή μετά το Ιράκ

Στη Μέση Ανατολή, η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να πληρώνει για τον πόλεμό της

Ορισμένοι περιφερειακοί ηγέτες, όπως ο Λίβυος δικτάτορας, Muammar al-Qaddafi, φοβήθηκαν ότι θα ανατραπούν οι ίδιοι στην συνέχεια. Αν η λεγόμενη αποστολή είχε πράγματι ολοκληρωθεί με τόσο γρήγορο τρόπο, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αισθανθούν το θάρρος να αναμετρηθούν με άλλο ένα καθεστώς που θεωρείτο εχθρικό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχοντας αυτό κατά νου, το Ιράν εργάστηκε για να υπονομεύσει τις αμερικανικές προσπάθειες στο Ιράκ και να διασφαλίσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βαλτώσουν εκεί. Άρχισε να εξοπλίζει και να εκπαιδεύει ιρακινές πολιτοφυλακές που επιτίθονταν τόσο στις ιρακινές όσο και στις αμερικανικές δυνάμεις.

Την άνοιξη του 2004, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν ένα πολύπλοκο πλέγμα προβλημάτων, με σημαντικότερο τον ταχέως αυξανόμενο αριθμό νεκρών Αμερικανών στρατιωτών και Ιρακινών πολιτών. Τοπικές μαχητικές ομάδες πραγματοποιούσαν θανατηφόρες επιθέσεις μέσα σε λίγους μήνες από την έναρξη του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας του Ezzedine Salim, επικεφαλής του Ιρακινού Κυβερνητικού Συμβουλίου, το 2004. Ο θάνατός του ήταν προάγγελος της αιματοχυσίας που θα ακολουθούσε. Το 2006, το ιατρικό περιοδικό The Lancet υπολόγισε [4] ότι πάνω από 655.000 Ιρακινοί είχαν πεθάνει ως αποτέλεσμα του πολέμου.

Ταυτόχρονα, ο αμερικανικός στρατός υπέστη σοβαρά πλήγματα στην φήμη του. Τον Απρίλιο του 2004, ξέσπασε το σκάνδαλο των φυλακών Abu Ghraib. Οι εικόνες των Αμερικανών στρατιωτικών που βασάνιζαν και εξευτέλιζαν Ιρακινούς κρατούμενους χαράχτηκαν στο μυαλό των Ιρακινών και άλλων Αράβων εκείνης της γενιάς. Το σοκ δεν περιοριζόταν μόνο στην αθλιότητα των εικόνων˙ προήλθε επίσης από το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, με όλο τον διακηρυγμένο σεβασμό τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είχαν έναν στρατό που εκτελούσε τέτοια βασανιστήρια. Ταυτόχρονα, άλλα σκάνδαλα έρχονταν στο φως, όπως το αμερικανικό στρατόπεδο κράτησης στο Γκουαντάναμο, στην Κούβα, και οι έκτακτες εκδόσεις και τα βασανιστήρια υπόπτων για τρομοκρατία από την CIA. Για όσους μισούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Abu Ghraib ήταν η δικαίωση. Για όσους θαύμαζαν και εκτιμούσαν την χώρα, ήταν πηγή βαθιάς ντροπής.

Το σχίσμα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μέσης Ανατολής διευρυνόταν και η κυβέρνηση Bush [ο νεώτερος] το γνώριζε. Προσπάθησε να μετατοπίσει την εστίαση το 2004 υποσχόμενη να εργαστεί για μια λύση δύο κρατών στην σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, αλλά πέτυχε ελάχιστη πρόοδο. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο Bush έγραψε μια ανοιχτή επιστολή προς τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Ariel Sharon, με την οποία τον προέτρεπε να προχωρήσει προς μια λύση δύο κρατών. Τον Νοέμβριο του 2007, ο Bush φιλοξένησε μια διάσκεψη στην Ανάπολη, στο Μέριλαντ, με στόχο την αναζωογόνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Τον Μάιο του 2008, ο Bush συμμετείχε σε μια περιφερειακή συνάντηση στο Sharm al-Sheikh, όπου εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία πριν από την λήξη της θητείας του τον Ιανουάριο. Καμία από αυτές τις προσπάθειες δεν οδήγησε σε απτές λύσεις, αλλά κατέδειξαν την αναγνώριση από την Ουάσινγκτον ότι έπρεπε να επαναπροσεγγίσει τους περιφερειακούς ηγέτες.

Η κυβέρνηση Bush, εν τω μεταξύ, απογοητευόταν όλο και περισσότερο από το γεγονός ότι οι Άραβες σύμμαχοί της δεν ήταν πιο δεκτικοί απέναντι στο νέο ιρακινό πολιτικό κατεστημένο. Αν και πολλά από τα πρόσωπα στο Ιράκ ήταν γνωστά στον Κόλπο, καθώς η Σαουδική Αραβία είχε φιλοξενήσει δεκάδες πρόσωπα της ιρακινής αντιπολίτευσης, υπήρχε μια αυξανόμενη αίσθηση ότι το Ιράν είχε το πάνω χέρι στην Βαγδάτη και η πολιτική τάξη είχε επιβληθεί από το εξωτερικό, και έτσι υπήρχε μια επιφυλακτικότητα να συνεργαστούν με την εκεί κυβέρνηση. Για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν, η Ουάσινγκτον πίεσε για στενότερους δεσμούς μεταξύ του Ιράκ και του υπόλοιπου αραβικού κόσμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούσαν τις αραβικές επενδύσεις για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της ιρακινής οικονομίας, αλλά υπήρχαν βαθιές ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια. Θέλοντας να δημιουργήσουν δεσμούς με το Ιράκ, η Αλγερία και η Αίγυπτος ήταν μεταξύ των χωρών που άνοιξαν εκ νέου τις πρεσβείες τους. Τον Ιούλιο του 2005, η Αλ Κάιντα στο Ιράκ απήγαγε και σκότωσε τον κορυφαίο απεσταλμένο της Αιγύπτου και δύο Αλγερινούς διπλωμάτες στην Βαγδάτη. Οι μαχητές επιθυμούσαν να κρατήσουν το Ιράκ απομονωμένο από τους Άραβες γείτονές του.

Ο διευρυμένος ρόλος του Ιράν συνέπεσε με την άνοδο της θρησκευτικής πολιτικής στην περιοχή. Ενώ η κυβέρνηση Bush ήταν υπεύθυνη για την δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος που στηρίχθηκε σε θρησκευτικές και εθνοτικές διαιρέσεις στο Ιράκ, ήταν η κυβέρνηση Ομπάμα που επανειλημμένα απεικόνισε την περιοχή ως διαιρεμένη μεταξύ σουνιτικών και σιιτικών συστημάτων πεποιθήσεων, πολιτικών φορέων, και κοινοτήτων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από τους πολιτικούς πράκτορες στο Ιράκ, καλλιέργησαν αυτήν την αίσθηση του σεχταρισμού. Αμερικανοί αξιωματούχοι προώθησαν την ιδέα της θρησκευτικής και εθνοτικής εκπροσώπησης επειδή την έβλεπαν ως έναν τρόπο εγκαθίδρυσης του δημοκρατικού καθεστώτος στο Ιράκ. Υπέθεσαν ότι οι διάφορες εκλογικές ομάδες θα αισθάνονταν ότι εκπροσωπούνται έχοντας στην κυβέρνηση αξιωματούχους από τις δικές τους κοινότητες. Όμως η πραγματικότητα ήταν ότι οι περισσότεροι Ιρακινοί δεν ταυτίζονταν με θρησκευτικές γραμμές και η εκπροσώπηση ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με γεωγραφικές και κοινωνικές σχέσεις.

Ανάμεσα στις απώλειες του πολέμου στο Ιράκ ήταν και η προώθηση της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή. Σήμερα, οι τρεις δημοκρατικές αραβικές χώρες -το Ιράκ, ο Λίβανος, και η Τυνησία- βρίσκονται όλες σε δεινή θέση. Σύμφωνα με την έρευνα για την αραβική νεολαία του 2022, το 82% των Αράβων ηλικίας 18 έως 24 ετών πιστεύει ότι η σταθερότητα είναι πιο σημαντική από την δημοκρατία [5]. Τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδείχθηκαν ανίκανες να πείσουν τους ανθρώπους στην περιοχή ότι η προώθησή τους για δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης θα οδηγούσε σε ένα καλύτερο μέλλον.

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ