Η επικείμενη κρίση πυρομαχικών της Αμερική
Το κλειδί για την βελτίωση της ικανότητας της αμυντικής βιομηχανικής βάσης είναι η επανεκτίμηση των συνολικών απαιτήσεων σε πυρομαχικά για την αποτροπή και τον πόλεμο κατά της Κίνας και της Ρωσίας.
Ο SETH G. JONES είναι ανώτερος αντιπρόεδρος και διευθυντής του Προγράμματος Διεθνούς Ασφάλειας στο Center for Strategic and International Studies.
- previous-disabled
- Page 1of 4
- next
Οι ηγέτες και των δύο πολιτικών κομμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες συμφωνούν ότι η χώρα βρίσκεται σε στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα. Η Εθνική Στρατηγική Άμυνας της κυβέρνησης Μπάιντεν που κυκλοφόρησε το 2022, δήλωσε ευθέως ότι η Κίνα αποτελεί «την πιο ολοκληρωμένη και σοβαρή πρόκληση για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ». Για να μην τον ξεπεράσει κανείς, ο εκπρόσωπος του Ουισκόνσιν, Μάικ Γκάλαχερ, ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για την Κίνα, μιας ειδικής επιτροπής που συστάθηκε τον Ιανουάριο, περιέγραψε τον ανταγωνισμό Αμερικής-Κίνας ως «έναν υπαρξιακό αγώνα για το πώς θα μοιάζει η ζωή στον εικοστό πρώτο αιώνα». Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι ο σημερινός ανταγωνισμός με την Κίνα μετατρέπεται σε μια παρατεταμένη περιφερειακή σύγκρουση, όπως ένας πόλεμος στα Στενά της Ταϊβάν.
Αντιτορπιλικός πύραυλος αμερικανικής κατασκευής στην Hualien, στην Ταϊβάν, τον Αύγουστο του 2022. Ann Wang / Reuters
-----------------------------------------------------------------------
Ο πόλεμος είναι πάντα τρομακτικός, αλλά είναι ακόμη πιο τρομακτικός όταν η πλευρά σου δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη. Και πράγματι, η αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ είναι ανεπαρκής αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα επρόκειτο να πάνε σε πόλεμο. Το 2022, το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies -CSIS), στο οποίο ο συγγραφέας υπηρετεί ως ανώτερος αντιπρόεδρος, διεξήγαγε ένα πολεμικό παίγνιο που περιελάμβανε μια κινεζική αμφίβια εισβολή στην Ταϊβάν το 2026. Οι ασκήσεις αποκάλυψαν το πόσο γρήγορα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξαντλούσαν τον τρέχοντα ανεφοδιασμό τους σε όπλα κατά τις πρώτες εβδομάδες ενός μεγάλου πολέμου. Ορισμένα κρίσιμα πυρομαχικά -όπως τα πυρομαχικά μεγάλου βεληνεκούς και ακριβείας- πιθανότατα θα εξαντλούνταν σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Για να αποφύγουν αυτές τις ελλείψεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αυξήσουν την παραγωγή όπλων, αλλά αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνει γρήγορα.
Εξίσου ανησυχητικό είναι ότι τα κενά αυτά υπονομεύουν την αποτροπή -τον κεντρικό άξονα της αμυντικής στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών- επειδή αποκαλύπτουν σε όλους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αντέξουν έναν μακρόχρονο πόλεμο. Η Κίνα δεν έχει κάνει το ίδιο λάθος. Το Πεκίνο αποκτά οπλικά συστήματα και εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας πέντε έως έξι φορές ταχύτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Επιπλέον, η Κίνα θα διεξάγει έναν πόλεμο στα Στενά της Ταϊβάν στο κατώφλι της, με εύκολη πρόσβαση στην δική της βιομηχανική βάση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να πολεμήσουν 7.000 μίλια [μακριά] από τις ακτές της Καλιφόρνιας.
Ο χρόνος περνάει. Τον Μάρτιο του 2021, ο ναύαρχος, Phil Davidson, τότε διοικητής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ, προέβλεψε ότι η Κίνα θα μπορούσε να εισβάλει στην Ταϊβάν «κατά την διάρκεια αυτής της δεκαετίας, στην πραγματικότητα, μέσα στα επόμενα έξι χρόνια». Και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επέμβουν στρατιωτικά σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν. Σε αυτό το ανταγωνιστικό διεθνές τοπίο, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια εθνική στρατηγική που θα αναζωογονήσει την υστερούσα αμυντική βιομηχανική βάση τους -όπως η κυβέρνηση Ρούσβελτ επέκτεινε την στρατιωτική ικανότητα της χώρας την δεκαετία του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Ευτυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα ισχυρό θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορούν να βασιστούν, με μια εξαιρετικά ικανή βιομηχανική βάση και μια πλούσια παράδοση τεχνολογικής καινοτομίας.
ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΟΛΑ ΤΑ ΠΥΡΟΜΑΧΙΚΑ
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσε μια από τις πρώτες ενδείξεις ότι υπήρχε πρόβλημα με την αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ. Μετά την εισβολή της Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν στον ουκρανικό στρατό μια σειρά από όπλα, από αντιαρματικά συστήματα Javelin μέχρι συστήματα πυραύλων πυροβολικού υψηλής κινητικότητας (High Mobility Artillery Rocket Systems -HIMARS) και αντιαεροπορικά συστήματα Stinger. Η βοήθεια αυτή ήταν κρίσιμη για να βοηθήσει τον ουκρανικό στρατό να σταματήσει την εισβολή της Ρωσίας. Αλλά η βοήθεια είχε κόστος. Ο ρυθμός με τον οποίο οι στρατιώτες χρησιμοποιούν πυρομαχικά στην Ουκρανία έχει επιβαρύνει την αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ.
Ένα χρόνο μετά την έναρξη της μάχης στην Ουκρανία, η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια έφτασε το ιλιγγιώδες ποσό των 32 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Πολλά από τα οπλικά συστήματα και τα πυρομαχικά προέρχονταν απευθείας από τα αμερικανικά αποθέματα, εξαντλώντας τα αποθέματα της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, παρείχαν στην Ουκρανία πάνω από 8.500 αντιαρματικά συστήματα Javelin, 1.600 αντιαεροπορικά συστήματα Stinger, και 38 HIMARS μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Μαρτίου 2023. Η παροχή αυτής της βοήθειας ήταν η σωστή απόφαση, διότι συνέβαλε στην αποτροπή μιας επιτυχημένης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Αλλά αυτά είναι συστήματα που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιήσει για να εκπαιδεύσουν τα αμερικανικά στρατεύματα ή να τα μαζέψουν ως απόθεμα στον Ινδο-Ειρηνικό για έναν μελλοντικό πόλεμο.
- previous-disabled
- Page 1of 4
- next