Η ρωσική νίκη του Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ρωσική νίκη του Ερντογάν

Η Τουρκία μεταβαίνει από την αντιφιλελεύθερη δημοκρατία στην απολυταρχία τύπου Πούτιν

Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν έχει περάσει μεγάλο μέρος των τελευταίων επτά ετών καλλιεργώντας στενότερους δεσμούς με την Ρωσία και μιμούμενος τις στρατηγικές του Πούτιν για την διατήρηση της εξουσίας. Δεδομένου ότι ο Ερντογάν πέρασε τα πρώτα του χρόνια στην εξουσία, γνωστός ως μετριοπαθής ηγέτης που θα κυριαρχούσε στους στρατηγούς της Τουρκίας και θα έφερνε την χώρα στην Ευρώπη -και δεδομένης της θέσης της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ- η έκταση της πρόσφατης κλίσης του προς την Ρωσία είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Φυσικά, ο Ερντογάν ήταν ένας έξυπνος πολιτικός στρατηγιστής πολύ πριν από τις τρέχουσες εκλογές και η προσέγγισή του στην εξουσία δανείζεται επίσης από άλλες πηγές. Ωστόσο, η επανεκλογή του, παρά τις ισχυρές πιθανότητες, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ένα κρίσιμο ορόσημο: ο Ερντογάν θα μπορούσε τώρα να είναι στην εξουσία για πολλά ακόμη χρόνια, και ο αυξανόμενος ρόλος του Ρώσου προέδρου ως υποστηρικτή και μοντέλου ίσως να περιέχει βασικές γνώσεις για το τι θα σημαίνει η νέα θητεία του Ερντογάν για το μέλλον της Τουρκίας.

Η ΛΥΣΗ ΠΟΥΤΙΝ

Αν και η στροφή του Ερντογάν προς τον Πούτιν έχει αναπτυχθεί σταδιακά, η προέλευσή της εντοπίζεται στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 στην Τουρκία. Αυτή ήταν μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές της θητείας του Ερντογάν, ένα σημείο δραματικής αβεβαιότητας που χρησιμοποίησε ο Πούτιν για να φέρει τον ηγέτη της Τουρκίας πιο κοντά του. Τη νύχτα της 15ης Ιουλίου 2016, συνωμότες εντός των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας προσπάθησαν να ανατρέψουν τον Ερντογάν και να πάρουν τον έλεγχο της χώρας. Ο Ερντογάν, ο οποίος παραλίγο να χάσει την ζωή του, κράτησε την εξουσία και ανέκτησε τον έλεγχο, αλλά συγκλονίστηκε βαθιά. Μόλις δύο εβδομάδες αργότερα, ο Πούτιν τον κάλεσε στην Αγία Πετρούπολη για συνάντηση. Και για τους δύο ηγέτες, η συνάντηση ήταν τέτοια που άλλαζε το παιχνίδι.

Για πολλούς παρατηρητές, η συνάντηση προκάλεσε έκπληξη: πίσω στην οθωμανική εποχή, η Ρωσία ήταν η ιστορική εχθρός της Τουρκίας και εκείνη την στιγμή ο Ερντογάν και ο Πούτιν βρίσκονταν στις αντίθετες πλευρές ενός βάναυσου πολέμου δια πληρεξουσίων στην Συρία, με τον Ερντογάν να υποστηρίζει τις δυνάμεις που προσπαθούσαν να εκδιώξουν το καθεστώς Άσαντ και τον Πούτιν να έχει στείλει ρωσικές δυνάμεις για να τον προστατεύσουν. Επιπλέον, θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος για τους ηγέτες των συμμάχων της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ώστε να απευθύνουν στον Ερντογάν μια παρόμοια πρόσκληση μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Όμως ο Πούτιν είδε μια σπάνια ευκαιρία να φλερτάρει τον Τούρκο ηγέτη, γνωρίζοντας ότι ο Ερντογάν ήταν ευάλωτος και χρειαζόταν υποστήριξη. Συγκεκριμένα, η συνάντηση πρόσφερε μια ευκαιρία στον Πούτιν να δημιουργήσει μια σφήνα μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι χώρες που διαθέτουν τους δύο μεγαλύτερους στρατούς του ΝΑΤΟ. Αλλά πρόσφερε επίσης πλεονεκτήματα στον Ερντογάν, ο οποίος προσπαθούσε με αγωνία να υποστηρίξει την εξουσία του μετά το πραξικόπημα.

Μάλιστα, οι δύο ηγέτες είχαν περισσότερα από λίγα κοινά σημεία. Αμφότεροι είχαν έρθει για πρώτη φορά στην εξουσία γύρω στις αρχές του νέου αιώνα —ο Πούτιν το 1999, ο Ερντογάν το 2003— και αμφότεροι είχαν αρχικά θεωρηθεί ως μετριοπαθείς προσωπικότητες που θα μπορούσαν να ενσωματώσουν τις χώρες τους με την Ευρώπη και την Δύση. Αλλά καθοριστικά για τη μετέπειτα επιδίωξή τους για ανεξέλεγκτη εξουσία, αμφότεροι οι ηγέτες είχαν επίσης αναλάβει καθήκοντα μετά από μια δεκαετία αναταραχής στις χώρες τους. Η άνοδος του Πούτιν ήρθε μετά από χρόνια ρωσικής οικονομικής κατάρρευσης και τον αιματηρό πόλεμο της Τσετσενίας [3], μια εποχή κατά την οποία η Ρωσία κατέβηκε στο επίπεδο δύναμης τρίτης διαλογής. Στην Τουρκία, ο Ερντογάν ανέβηκε στην πρωθυπουργία μετά από τρεις οικονομικές κρίσεις, τη μαζική διαφθορά μεταξύ των ελίτ, και τις συγκρούσεις μεταξύ των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) που είχαν στοιχίσει χιλιάδες ζωές.

Τόσο ο Πούτιν όσο και ο Ερντογάν είχαν υποσχεθεί να τερματίσουν το πολιτικό χάος και να προσφέρουν ευημερία, για το οποίο αρχικά είχαν τεράστια δημοτικότητα. Ωστόσο, αφού έφεραν νέα σταθερότητα και ανάπτυξη στις χώρες τους, αμφότεροι είχαν αναπτύξει έντονη προτίμηση για την ισχύ -για τις χώρες τους και για τους εαυτούς τους. Έτσι, για τον Ερντογάν, ευάλωτο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Πούτιν ήταν ένας ισχυρός ηγέτης που μπορούσε να προσφέρει όχι μόνο κρίσιμη υποστήριξη σε μια περίοδο σημαντικής αβεβαιότητας στην Τουρκία αλλά και προσωπική ασφάλεια σε περίπτωση παρόμοιας απόπειρας πραξικοπήματος στο μέλλον.

Κρισίμως για τον Πούτιν, η συνάντηση του 2016 άνοιξε τον δρόμο στην Ρωσία να φέρει την Τουρκία πιο κοντά στην δική της εξωτερική πολιτική. Οι δύο χώρες συνήψαν μια σειρά συμφωνιών —πρώτα στην Συρία και στην συνέχεια στην Λιβύη και τον Νότιο Καύκασο, όπου η Μόσχα και η Άγκυρα είχαν επίσης εμπλακεί σε πολέμους δια πληρεξουσίων. Στην Συρία, για παράδειγμα, ο Ερντογάν συμφώνησε να σταματήσει τις εντατικές στρατιωτικές εκστρατείες κατά του καθεστώτος Άσαντ, στρέφοντας την προσοχή του τουρκικού στρατού στις κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG), του εταίρου των Ηνωμένων Πολιτειών στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS), προς μεγάλη οργή Αμερικανών στελεχών χάραξης πολιτικής, ειδικά στο Πεντάγωνο.

Μετά την συνάντηση του 2016, ο Ερντογάν δεσμεύτηκε επίσης να αγοράσει το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 από την Ρωσία, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτή η αγορά θα οδηγούσε σε πρόσθετη ρήξη των τουρκο-αμερικανικών δεσμών. (Στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις του Κογκρέσου που προέκυψαν ουσιαστικά πάγωσαν την στρατιωτική συνεργασία των ΗΠΑ με την Τουρκία). Έτσι ο Πούτιν μπόρεσε να δημιουργήσει τα δύο βασικά προβλήματα στην σχέση Ουάσιγκτον-Άγκυρας —τις YPG και τους S-400— που συνεχίζουν να εμποδίζουν τους δεσμούς ΗΠΑ-Τουρκίας μέχρι σήμερα και που πολλοί αναλυτές θεωρούν πλέον ότι είναι ανεπίλυτοι.

Ο ΤΣΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ