Η Δυτική Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί στα ανατολικά του ΝΑΤΟ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Δυτική Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί στα ανατολικά του ΝΑΤΟ

Το να αποτραπεί η Ρωσία απαιτεί περισσότερα από απλές υποσχέσεις

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι σκέφτονταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εκείνη την εποχή: ήθελαν να δημιουργήσουν χώρο για δέσμευση με την Ρωσία, ακόμη και όταν το ΝΑΤΟ κινείτο προς τα ανατολικά. Αλλά παρόλο που το περιβάλλον ασφαλείας έχει αλλάξει δραματικά, το ΝΑΤΟ συνέχισε να λειτουργεί σύμφωνα με την παλιά συνταγή. Το πρώτο μεγάλο τράνταγμα ήρθε όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία το 2014. Στην συνέχεια, το ΝΑΤΟ αντέδρασε σχηματίζοντας την Ενισχυμένη Προωθημένη Παρουσία (Enhanced Forward Presence, eFP) -τέσσερις πολυεθνικές ομάδες μάχης που διασκορπίστηκαν στην Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής- και μια νέα δύναμη υψηλής ετοιμότητας. Αλλά ακόμη και τότε, υπήρχε δισταγμός σχετικά με μια [ενδεχόμενη] παραβίαση της Ιδρυτικής Πράξης. Ο συνολικός αριθμός των εμπλεκομένων (αρχικά, περίπου 3.000) παρέμεινε συμβολικός. Και ακόμη και όταν η κατάληψη της Κριμαίας έδειξε πόσο ξαφνικά μπορούσε να χτυπήσει η Ρωσία, η έμφαση του ΝΑΤΟ παρέμεινε στην «ικανότητα ενίσχυσης» μετά το ξέσπασμα μιας κρίσης.

ΧΑΡΤΙΝΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ

Μια παρόμοια διαδικασία διαδραματίστηκε από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Το ΝΑΤΟ έχει εντείνει τις προσπάθειές του με διάφορους ευεργετικούς τρόπους: έθεσε σε κίνηση την ενσωμάτωση της Φινλανδίας και της Σουηδίας ως μελλοντικών μελών, επέκτεινε την eFP σε συνολικό αριθμό και γεωγραφική κάλυψη, και δεσμεύτηκε να αναβαθμίσει και να επεκτείνει τις δυνάμεις υψηλής ετοιμότητας από 40.000 σε 300.000, συνοδευόμενες από ένα νέο μοντέλο δυνάμεων και νέες περιφερειακές αμυντικές αρμοδιότητες. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτών [των προσπαθειών] παραμένει στα χαρτιά. Ενάμιση χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, τα δεδομένα επί του εδάφους στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ δεν είναι δραματικά διαφορετικά από όσο ήταν πριν. Όπου υπήρξε αλλαγή, αυτή καθοδηγήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επέκτειναν τις επιτόπιες ετοιμοπόλεμες δυνάμεις τους στην Ανατολική Ευρώπη και ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στην αναβάθμιση της ομάδας μάχης eFP στην Πολωνία.

Η αντίδραση άλλων Δυτικών συμμάχων ήταν πολύ πιο αργή. Δείτε την Γερμανία. Πριν από την σύνοδο κορυφής στη Μαδρίτη, ο Λιθουανός πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελάριος εξέδωσαν ένα κοινό ανακοινωθέν [1] που πιστοποιούσε τα γερμανικά σχέδια για την τοποθέτηση μιας ταξιαρχίας στην Λιθουανία. Αλλά στην συνέχεια το Βερολίνο φάνηκε να παίρνει πίσω την υπόσχεση. Ο Γερμανός υπουργός Άμυνας πρότεινε κάποια στιγμή ότι ο χρόνος και η έκταση της όποιας αύξησης της στρατιωτικής του παρουσίας «εξαρτάται από το ΝΑΤΟ» και ότι η Γερμανία σχεδίαζε να «παραμείνει ευέλικτη στο θέμα», προκαλώντας την ανησυχία του Βίλνιους. Προς τιμήν του, το Βερολίνο επιβεβαίωσε πρόσφατα την πρόθεσή του [2] να τηρήσει την υπόσχεση, αλλά το χρονοδιάγραμμα παραμένει ασαφές.

Ή δείτε την Γαλλία. Τους μήνες μετά τη [σύνοδο κορυφής στη] Μαδρίτη, η Γαλλία έστειλε ένα τάγμα από τα καλύτερα άρματα μάχης της και ένα σύστημα αεράμυνας στην Ρουμανία, αυξάνοντας την συνολική παρουσία της στην χώρα σε περίπου 750 στρατιώτες. Αλλά μέσα σε λίγες ημέρες από την αποστολή αυτή, άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια αναφορές ότι η ανεπαρκής ρουμανική υποδομή εμπόδιζε την ανάπτυξη. Όπως και με την γερμανική κατάσταση στην Λιθουανία, δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πότε η Γαλλία σχεδιάζει να κάνει περισσότερα.

Και στις δύο περιπτώσεις, το άμεσο εμπόδιο είναι οι υποδομές, οι οποίες είναι λιγότερο ανεπτυγμένες στην ανατολική πλευρά από όσο στην Δυτική Ευρώπη. Οι ικανότητες των εν λόγω συμμάχων είναι επίσης ελλιπείς σύμφωνα με διάφορες καλά τεκμηριωμένες εκτιμήσεις˙ πρόσφατες αναφορές [3] δείχνουν ότι ειδικότερα ο γερμανικός στρατός δεν είναι σε θέση να αναπτύξει σημαντικές δυνάμεις οπουδήποτε, ακόμη και στην γειτονιά του.

Αλλά το βαθύτερο πρόβλημα παραμένει η πολιτική βούληση. Σίγουρα, οι Δυτικοευρωπαίοι σύμμαχοι λένε τα σωστά λόγια για τον στόχο περί ισχυρότερης άμυνας στα ανατολικά. Η πρόσφατα αποκαλυφθείσα γερμανική Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, για παράδειγμα, δηλώνει ότι η Γερμανία «θα καταβάλει στοχευμένες προσπάθειες ώστε να επεκτείνει την στρατιωτική μας παρουσία σε συμμαχικό έδαφος και να την θέσει σε πιο μόνιμη βάση». Σε παρόμοιο πνεύμα, η γαλλική κυβέρνηση αγωνίστηκε πρόσφατα, με επιτυχία, για μεγάλες αυξήσεις των αμυντικών δαπανών που στηρίζονται στην ανάγκη να γίνουν περισσότερα για την υπεράσπιση της Ευρώπης.

Ωστόσο, στο παρασκήνιο, οι μεγάλες Δυτικές πρωτεύουσες πίεσαν ώστε οι νέες ανατολικές δεσμεύσεις να διατηρηθούν σε διαχειρίσιμα όρια. Οι ακριβείς λόγοι ποικίλλουν. Στην περίπτωση της Γερμανίας, για παράδειγμα, υπάρχουν κατανοητές πολιτισμικές αντιπάθειες, ριζωμένες στην ιστορία του 20ού αιώνα, για την ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και συνταγματικοί περιορισμοί που περιπλέκουν τις διμερείς συμφωνίες του είδους που χρησιμοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Πολωνία.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ

Το βασικό ζήτημα, ωστόσο, παραμένει η απόκλιση των αντιλήψεων για τις απειλές. Οι Δυτικοευρωπαίοι εξακολουθούν να μην αισθάνονται υψηλό βαθμό κινδύνου που προέρχεται από την Ρωσία. Στην Γερμανία, η κινητοποίηση της δημόσιας υποστήριξης για την αύξηση των αμυντικών δαπανών σε μόνιμη βάση και η προσπάθεια πειθούς των νέων να εγγραφούν για θητεία στην Βαλτική είναι πολιτικά δύσκολη υπόθεση. Και παρόλο που δεν υπάρχουν ανάλογες στρατιωτικές ευαισθησίες στην Γαλλία, η σημαντικότερη αντιληπτή απειλή εκεί εξακολουθεί να προέρχεται από το Σαχέλ και όχι από το Χάσμα του Suwalki (ο χερσαίος διάδρομος που συνδέει τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ με την ίδια την Ρωσία, χωρίζοντας τις χώρες της Βαλτικής από την Πολωνία).