Η Δυτική Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί στα ανατολικά του ΝΑΤΟ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Δυτική Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί στα ανατολικά του ΝΑΤΟ

Το να αποτραπεί η Ρωσία απαιτεί περισσότερα από απλές υποσχέσεις

Η ιδέα μιας ενδεχόμενης επιστροφής στον πολιτικό διάλογο με την Ρωσία διατηρεί επίσης μεγαλύτερη απήχηση στην Δυτική Ευρώπη απ' όσο στις χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στην σύγκρουση. Παραδόξως, οι ρωσικές στρατιωτικές ήττες στην Ουκρανία έχουν ενισχύσει αυτήν την γραμμή σκέψης: γιατί να μπει κανείς στον κόπο και να δαπανήσει για να ενισχύσει την άμυνα του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, λέει [αυτός] ο λογισμός, όταν οι Ουκρανοί έχουν αναλάβει αυτήν την δουλειά και η Ρωσία θα παραμείνει αδύναμη στο άμεσο μέλλον;

Τίποτα από αυτά δεν έχει σκοπό να αμφισβητήσει την βοήθεια που έχουν παράσχει οι Δυτικοευρωπαίοι σύμμαχοι στην Ουκρανία ή να υποβαθμίσει τους περιορισμούς που τους εμποδίζουν να κάνουν περισσότερα. Το θέμα, μάλλον, είναι ότι κάτω από τους πηχυαίους τίτλους των[εφημερίδων περί] αυξημένων προϋπολογισμών και των νέων ταξιαρχιών στα χαρτιά παραμένει η σκληρή πραγματικότητα μιας συμμαχίας ουσιαστικά δύο ταχυτήτων, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα ανατολικά μέλη φέρουν το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου, χωρίς τα τελευταία να απολαμβάνουν το ίδιο προνόμιο της υπόθεσης της δυνατότητας φιλοξενίας μιας μεγάλης κλίμακας, μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας η οποία αναπτύχθηκε σε κάθε μέλος που εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ πριν από το 1997.

Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για δύο λόγους. Πρώτον, η εμπειρία της Ουκρανίας υποδηλώνει ότι ένας μελλοντικός πόλεμος με την Ρωσία μπορεί να μην παιχτεί στα πλεονεκτήματα της τρέχουσας αμυντικής στάσης του ΝΑΤΟ, η οποία βασίζεται στον συνδυασμό μιας μέτριας προωθημένης παρουσίας και της υπόσχεσης για ενισχύσεις. Μόλις καταληφθεί, το έδαφος ίσως να είναι δύσκολο να ανακτηθεί. Αναγνωρίζοντας αυτό το γεγονός, το ΝΑΤΟ έχει υιοθετήσει μια στρατηγική «αποτροπής μέσω άρνησης» (deterrence-by-denial) με στόχο την παρεμπόδιση της επιθετικότητας εκεί όπου αυτή εκδηλώνεται -ή όπως το έθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, υπερασπίζοντας «κάθε τετραγωνική ίντσα» του εδάφους του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, μια τέτοια στρατηγική λειτουργεί μόνο αν το ΝΑΤΟ έχει μια σημαντική προωθημένη παρουσία για να αμφισβητήσει την κατάκτηση από την αρχή. Δεύτερον, μια μελλοντική κρίση στην ανατολική πτέρυγα της Ευρώπης θα μπορούσε να συμβεί την στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι δεσμευμένες στην Ασία. Πρόσφατες εκτιμήσεις δείχνουν ότι η Ρωσία ίσως να είναι σε θέση να ανακτήσει τις απώλειές της από τον πόλεμο και να ανασυγκροτήσει τον στρατό της σε μόλις δύο χρόνια. Σε ένα σενάριο δύο μετώπων, το ΝΑΤΟ θα εξακολουθεί να μπορεί να βασίζεται στις δυνάμεις των ΗΠΑ, αλλά αναπόφευκτα θα πρέπει να βασίζεται περισσότερο από όσο σήμερα στις ευρωπαϊκές συμβατικές δυνάμεις.

ΑΦΥΠΝΗΣΗ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία παρουσιάζει ένα σπάνιο και ευπαθές παράθυρο για την αντιμετώπιση της γεωγραφικής ανισορροπίας των κινδύνων στο ΝΑΤΟ. Η Ουάσινγκτον και οι ομοϊδεάτες σύμμαχοι θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτήν την εποχή με το μέγιστο αποτέλεσμα, για να προβάλουν την άποψη ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να αναιρέσει τους αυτοεπιβαλλόμενους περιορισμούς που συνόδευσαν τις διευρύνσεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Πρώτον, είναι καιρός να ακυρωθεί η Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Παρόλο που είναι προφανώς νεκρό γράμμα, η πράξη συνεχίζει να ρίχνει στάχτη στα μάτια των διαπραγματεύσεων στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ για την ενίσχυση της ανατολικής πλευράς. Ένα καλό σημείο εκκίνησης θα ήταν να υπάρξει πίεση για μια δήλωση στην σύνοδο κορυφής της επόμενης εβδομάδας στο Βίλνιους ότι η συμμαχία θεωρεί πως οι «τρέχουσες και προβλέψιμες» συνθήκες του 1997 έχουν παρέλθει. Το ΝΑΤΟ θα πρέπει επίσης να εργαστεί για να κερδίσει την συναίνεση σχετικά με την ανάκληση της αυτοδεσμευτικής υπόσχεσης, που συμφωνήθηκε κατά την προετοιμασία της Ιδρυτικής Πράξης, η οποία περιόριζε τις ανατολικές αναπτύξεις σε εκ περιτροπής αντικαταστάσεις σε επίπεδο ταξιαρχίας. Ο σκοπός αυτής της δέσμευσης ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για νομικά δεσμευτικά ανώτατα όρια στην Συνθήκη Προσαρμοσμένων Συμβατικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ευρώπη (Adapted Conventional Armed Forces Treaty in Europe), η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η άρση αυτών των περιορισμών θα ανοίξει τον δρόμο για να μπορέσει το ΝΑΤΟ να κινηθεί προς μεγαλύτερες, μόνιμες αναπτύξεις τα επόμενα χρόνια.

Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ενθαρρύνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να διαθέσει περισσότερους πόρους για την βελτίωση των υποδομών της Ανατολικής Ευρώπης [4]. Πέρυσι, οι Βρυξέλλες περιέκοψαν τον προτεινόμενο προϋπολογισμό για τέτοια έργα. Βασιζόμενη στην επιτυχημένη εταιρική σχέση υποδομών «Ramstein East» με την Πολωνία, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους για να συνδυάσει έργα των ΗΠΑ και της ΕΕ -παρέχοντας, για παράδειγμα, αντίστοιχα κονδύλια σε βασικά έργα και ενσωματώνοντας συνδέσμους από Δυτικοευρωπαϊκούς συμμάχους στις πολωνικές επιχειρήσεις της. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να άρει την αντίθεσή της στην ένταξη της Πολωνίας στο πρόγραμμα ανταλλαγής πυρηνικών του ΝΑΤΟ. Τα τρία «όχι» χρονολογούνται από την εποχή της ανησυχίας για την υπερβολική αντίδραση του Κρεμλίνου σε μια μονομερή πυρηνικοποίηση. Με την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από την Ρωσία στην Λευκορωσία και τις απειλές της να τα χρησιμοποιήσει στην Ουκρανία, η επιλεκτική επέκταση του προγράμματος κοινής χρήσης πυρηνικών του ΝΑΤΟ θα έστελνε ένα καθυστερημένο μήνυμα ότι το ΝΑΤΟ δεν θα συμμορφωθεί με τους αυτοεπιβαλλόμενους περιορισμούς, αν η Ρωσία δεν το κάνει.