Η εκπληκτική δικομματική συνεργασία στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκπληκτική δικομματική συνεργασία στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ

Ακόμη και σε περιόδους πόλωσης, έχει επικρατήσει η συναίνεση
Περίληψη: 

Τα πολιτικά στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ήταν πάντα πιο περίπλοκα από όσο δείχνουν οι εικόνες της ενότητας του παρελθόντος ή της σημερινής πόλωσης.

Ο JORDAN TAMA είναι αναπληρωτής καθηγητής στην Σχολή Διεθνούς Υπηρεσίας στο American University και συγγραφέας του επερχόμενου βιβλίου με τίτλο: Bipartisanship and U.S. Foreign Policy: Cooperation in a Polarized Age [1].

Σε ένα άρθρο του στο The Atlantic το 2020, λίγο πριν γίνει διευθυντής της CIA, ο William Burns παρατήρησε ότι «στο παρελθόν, η αίσθηση του κοινού εσωτερικού σκοπού έδινε έρμα στην αμερικανική διπλωματία˙ τώρα, η απουσία της την εξασθενεί». Ο Burns δεν είναι ο μόνος που θρηνεί για την παρακμή της διακομματικής συμφωνίας στην εξωτερική πολιτική. Γράφοντας στο Foreign Affairs [2] έναν χρόνο αργότερα, οι Charles Kupchan και Peter Trubowitz υποστήριξαν ότι «η εγχώρια συναίνεση που επί μακρόν υποστήριζε την εμπλοκή των ΗΠΑ στο εξωτερικό έχει διαλυθεί μπροστά στην αυξανόμενη κομματική διχόνοια και στο βαθύτερο χάσμα μεταξύ των Αμερικανών των πόλεων και της υπαίθρου». Πράγματι, αυτό έχει γίνει μια κοινή επωδός, με την έντονη αντίθεση στις προσεγγίσεις μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και του πρώην προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, σε θέματα όπως το ΝΑΤΟ, η Ρωσία, και η κλιματική αλλαγή να αναφέρεται συχνά για να καταδείξει την κατακόρυφη πτώση της πολιτικής συναίνεσης.

07072023-1.jpg

Το Καπιτώλιο των ΗΠΑ τυλιγμένο στον καπνό από τις πυρκαγιές στον Καναδά, στην Ουάσιγκτον, τον Ιούνιο του 2023. Leah Millis / Reuters
---------------------------------------------

Ωστόσο, μια βαθύτερη ματιά στην πολιτική δυναμική που έχει διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αποκαλύπτει ότι τέτοιες έντονες διαφορές δεν είναι καθόλου καινούργιες. Από την άνοδο των Ηνωμένων Πολιτειών ως μεγάλη δύναμη, η διακομματική συνεργασία, οι κομματικές διαμάχες, και οι εσωκομματικές διαφωνίες συνυπάρχουν στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Οι εντάσεις αυτές ήταν παρούσες ακόμη και κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, μια περίοδο που συνήθως θεωρείται ως η χρυσή εποχή του δικομματισμού. Σήμερα, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί είναι γενικά ευθυγραμμισμένοι όσον αφορά την Κίνα και την βιομηχανική μετεγκατάσταση, αλλά είναι πολωμένοι όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και τη μετανάστευση. Ταυτόχρονα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι διχασμένο όσον αφορά την βοήθεια προς την Ουκρανία, αντανακλώντας ένα κομματικό χάσμα μεταξύ εθνικιστών και διεθνιστών που χρονολογείται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν ολίγοις, τα πολιτικά στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ήταν πάντα πιο περίπλοκα από όσο δείχνουν οι εικόνες της ενότητας του παρελθόντος ή της σημερινής πόλωσης.

ΜΙΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ

Οι έντονες διαφωνίες σχετικά με την εξωτερική πολιτική σημάδεψαν τις πρώτες ημέρες των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν οι Ιδρυτές Πατέρες διαφωνούσαν έντονα για το αν η χώρα θα έπρεπε να παρέμβει για να υποστηρίξει την Γαλλία της επαναστατικής εποχής κατά την διάρκεια του πολέμου της με τη Μεγάλη Βρετανία. Έναν αιώνα αργότερα, αμερικανικά γεράκια και προοδευτικοί συζητούσαν έντονα τα ζητήματα των εχθροπραξιών με την Ισπανία και της κατοχής της Κούβας και των Φιλιππίνων στον Ισπανο-αμερικανικό Πόλεμο. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρόεδρος, Γούντροου Γουίλσον, δεν μπόρεσε να πείσει τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο να ψηφίσουν υπέρ της συνθήκης για την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, εμποδίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενταχθούν στον πρώτο πολυμερή θεσμό που είχε σχεδιαστεί για την διατήρηση της ειρήνης.

Η νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησαν μια νέα δικομματική συνεργασία τόσο στην ρητορική όσο και στην δράση της εξωτερικής πολιτικής κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Χάρι Τρούμαν. Αποτυπώνοντας το κλίμα της εποχής, ο γερουσιαστής, Άρθουρ Βάντενμπεργκ, δήλωσε περίφημα ότι η κομματική πολιτική έπρεπε να σταματά «στα σύνορα». Μια τέτοια δικομματική συνεργασία ήταν πάντα απαραίτητη στις Ηνωμένες Πολιτείες για την αντιμετώπιση των μεγάλων διεθνών προκλήσεων, δίνοντας τόσο στους συμμάχους όσο και στους εχθρούς την αίσθηση της συνέπειας των πολιτικών της χώρας. Δουλεύοντας από κοινού, ο πρόεδρος Τρούμαν, ο οποίος ήταν Δημοκρατικός, και ο γερουσιαστής Βάντενμπεργκ, ένας Ρεπουμπλικάνος που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, συγκέντρωσαν ισχυρή υποστήριξη και από τα δύο κόμματα για πρωτοβουλίες ορόσημα όπως η συνθήκη του ΝΑΤΟ και το Σχέδιο Μάρσαλ.

Ωστόσο, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να επανεμφανιστούν οι εσωκομματικές διαιρέσεις. Κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας του Τρούμαν, ο Βάντενμπεργκ εμφάνισε καρκίνο του πνεύμονα και έμεινε μακριά από την Γερουσία για 19 μήνες πριν πεθάνει το 1951. Κατά την διάρκεια της απουσίας του, οι φωνές των Ρεπουμπλικανών έγιναν έντονα επικριτικές απέναντι στις πολιτικές του προέδρου. Καθώς τελείωνε η δεκαετία του 1940, το Κομμουνιστικό Κόμμα κατέλαβε την Κίνα, η Σοβιετική Ένωση δοκίμασε μια ατομική βόμβα, και η Βόρεια Κορέα εισέβαλε στη Νότια Κορέα. Τα ρεπουμπλικανικά μέλη του Κογκρέσου κατηγόρησαν τον Τρούμαν ότι επέτρεψε να συμβεί καθένα από αυτά τα πισωγυρίσματα. Περίπου την ίδια εποχή, ο γερουσιαστής, Τζόζεφ Μακάρθι, και άλλοι Ρεπουμπλικάνοι ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση Τρούμαν επέτρεπε στους κομμουνιστές να διεισδύσουν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.