Η εκπληκτική δικομματική συνεργασία στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκπληκτική δικομματική συνεργασία στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ

Ακόμη και σε περιόδους πόλωσης, έχει επικρατήσει η συναίνεση

Οι διαιρέσεις στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων επανήλθαν επίσης κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Το 1950, οι συντηρητικοί Δημοκρατικοί συντάχθηκαν με τους Ρεπουμπλικάνους για να εγκρίνουν τη νομοθεσία που θέσπισε ένα Συμβούλιο Ελέγχου Ανατρεπτικών Δραστηριοτήτων για την διερεύνηση της κομμουνιστικής διείσδυσης. Αυτός ο συνασπισμός εξουσιοδότησε επίσης το Υπουργείο Δικαιοσύνης να απελαύνει μη Αμερικανούς πολίτες που θεωρούνταν ότι αποτελούσαν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Αν και ο Τρούμαν υποστήριξε ότι η νομοθεσία αυτή περιόριζε τις πολιτικές ελευθερίες, το Κογκρέσο υπερψήφισε το βέτο του. Ο ίδιος συνασπισμός του Κογκρέσου εμπόδισε την έγκριση της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, την οποία είχε διαπραγματευτεί ο Τρούμαν. Θα περνούσαν τέσσερις δεκαετίες μέχρι η Γερουσία να επικυρώσει τελικά αυτήν την Συνθήκη που ποινικοποιούσε την πιο αποτρόπαια θηριωδία στον κόσμο. Οι Ρεπουμπλικάνοι, από την πλευρά τους, ήταν διχασμένοι μεταξύ των διεθνιστών που ευνοούσαν τις επεκτατικές δεσμεύσεις της εξωτερικής πολιτικής και των εθνικιστών που ήθελαν να περιορίσουν την εμπλοκή των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Όταν οι αμερικανικές δυνάμεις εγκλωβίστηκαν στη μάχη με τις βορειοκορεατικές και κινεζικές δυνάμεις στην κορεατική χερσόνησο, ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι ζήτησαν να μεταφερθεί ο πόλεμος απευθείας στην Κίνα, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν εμπλακεί εξαρχής.

Ένα νέο κύμα δικομματικής συνεργασίας επικράτησε μετά την ορκωμοσία του προέδρου Ντουάιτ Ν. Αϊζενχάουερ, το 1953, που διευκολύνθηκε από την αυξανόμενη συναίνεση στην Ουάσιγκτον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες όφειλαν να λάβουν ισχυρά μέτρα για τον περιορισμό και την αντιμετώπιση της σοβιετικής ισχύος. Ωστόσο, τα μέλη του Κογκρέσου παρέμειναν διχασμένα σε σημαντικά διεθνή ζητήματα και η κομματική ρητορική ήταν συνήθης. Το 1957, όταν ο Αϊζενχάουερ προσπάθησε να αυξήσει την εξωτερική βοήθεια ως εργαλείο για την καταπολέμηση του κομμουνισμού, οι συντηρητικοί Δημοκρατικοί ευθυγραμμίστηκαν με τους εσωστρεφείς Ρεπουμπλικάνους για να τον εμποδίσουν. Αντίθετα, όταν ο Αϊζενχάουερ προσπάθησε να περιορίσει τον διογκούμενο αμυντικό προϋπολογισμό, οι πολεμοχαρείς γερουσιαστές των Δημοκρατικών τού επιτέθηκαν επειδή υποστήριζε περιορισμούς στις δαπάνες που, όπως ισχυρίζονταν, θα επέτρεπαν στην Σοβιετική Ένωση να αποκτήσει στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο γερουσιαστής, Τζον Κένεντι, όταν ανακοίνωσε την προεδρική του εκστρατεία το 1960, κατηγόρησε τον Αϊζενχάουερ ότι «η ασφάλειά μας μειώθηκε ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη περίοδο στην ιστορία μας».

Νέες διαχωριστικές γραμμές προέκυψαν μετά τις αποτυχίες των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ και τις προεδρικές καταχρήσεις εξουσίας. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες ενώθηκαν για να θεσπίσουν νομοθεσία –στην οποία αντιτάχθηκαν οι πρόεδροι Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φορντ- για να περιορίσουν την προεδρική εξουσία σε τομείς όπως η χρήση στρατιωτικής βίας, οι επιχειρήσεις πληροφοριών, και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εν τω μεταξύ, οι σκληροπυρηνικοί συντηρητικοί άσκησαν έντονη κριτική στην πολιτική αποκλιμάκωσης που ακολούθησαν ο Νίξον και ο Φορντ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, θέτοντας τα θεμέλια για τις πιο επιθετικές αντικομμουνιστικές πολιτικές που θέσπισε ο πρόεδρος, Ρόναλντ Ρίγκαν. Ορισμένες από αυτές τις πολιτικές του Ρίγκαν, με την σειρά τους, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από πολλούς Δημοκρατικούς και ορισμένους Ρεπουμπλικάνους στο Καπιτώλιο. Πιο συγκεκριμένα, το Κογκρέσο θέσπισε νόμους από το 1982 έως το 1984 οι οποίοι απαγόρευαν την υποστηρικτική βοήθεια από την κυβέρνηση προς τους αντάρτες της Νικαράγουας που αγωνίζονταν για την ανατροπή της κομμουνιστικής κυβέρνησης των Σαντινίστας. Η απόφαση της κυβέρνησης Ρίγκαν να παράσχει μυστική βοήθεια στους Κόντρας κατά παράβαση των νόμων αυτών προκάλεσε έρευνες του Κογκρέσου που παραλίγο να οδηγήσουν στην παραπομπή του προέδρου.

ΔΙΑΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι διαφωνίες για την εξωτερική πολιτική αυξάνονται και μειώνονται. Η Γερουσία έχει εγκρίνει έξι κύματα διεύρυνσης του ΝΑΤΟ από την δεκαετία του 1990 με σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη, επιτρέποντας την προσθήκη 15 χωρών στην συμμαχία, με την Σουηδία να χρειάζεται πλέον μόνο την έγκριση της Ουγγαρίας και της Τουρκίας για να γίνει το 16ο νέο μέλος. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι έχουν επίσης ψηφίσει από κοινού για την επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία, την Βόρεια Κορέα, και άλλα έθνη ως απάντηση σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την στρατιωτική επιθετικότητα, και άλλη απειλητική συμπεριφορά. Επιπλέον, ευρείες δικομματικές συμμαχίες ενέκριναν περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια για την καταπολέμηση του HIV/AIDS και άλλων μολυσματικών ασθενειών και έδωσαν το πράσινο φως για την συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά. Παρά τις βαθιές διαιρέσεις της εποχής μετά τον Τραμπ, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί έχουν επίσης ενωθεί κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν για να υποστηρίξουν δράσεις που αντιμετωπίζουν την άνοδο της Κίνας. Αυτές περιλαμβάνουν μεγάλες επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή ημιαγωγών, μια διευρυμένη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, και εκδηλώσεις υποστήριξης προς την Ταϊβάν.