Η χειρότερη προσέγγιση του ΝΑΤΟ για την Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η χειρότερη προσέγγιση του ΝΑΤΟ για την Ουκρανία

Γιατί το γερμανικό μοντέλο δεν θα λύσει κανένα από τα προβλήματα που η ίδια η συμμαχία δημιούργησε

Καθώς τα κράτη του ΝΑΤΟ συναντώνται αυτή την εβδομάδα στο Βίλνιους, αντιμετωπίζουν, για άλλη μια φορά, το ζήτημα της προσχώρησης: δηλαδή, αν θα μετατρέψουν την ρητορική περί ένταξης της Ουκρανίας σε πραγματικότητα. Από την σύνοδο κορυφής του συνασπισμού το 2008 στο Βουκουρέστι, όπου οι σύμμαχοι εξέδωσαν μια δήλωση στην οποία αναφέρεται ότι τόσο η Γεωργία όσο και η Ουκρανία «θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ» σε κάποιο απροσδιόριστο σημείο στο μέλλον, τα κράτη-μέλη συζητούν πώς (ή αν) θα υλοποιήσουν αυτήν την υπόσχεση. Ωστόσο, παρότι πέρασαν 15 έτη, ούτε η Γεωργία ούτε η Ουκρανία έχουν ενταχθεί στην συμμαχία.

12072023-1.jpg

Συνάντηση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, και του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στο Κίεβο, τον Απρίλιο του 2023. Ukrainian Presidential Press Service / Reuters
-----------------------------------------

Το Κίεβο έχει καταστήσει σαφές ότι μετά από χρόνια μάχης με την Ρωσία, έχει κουραστεί να περιμένει. Η κυβέρνηση θέλει να δει στην σύνοδο κορυφής στο Βίλνιους να χαράσσεται μια σαφής πορεία προς την ένταξη. Πολλοί σύμμαχοι τείνουν να δεχθούν τις επιθυμίες της Ουκρανίας -παρά τον πόλεμο που μαίνεται εντός των συνόρων της. Για να εκπληρωθούν οι ελπίδες της Ουκρανίας, ένας αυξανόμενος κατάλογος πρώην υπευθύνων χάραξης πολιτικής υποβάλλει μια πρόταση για μερική ένταξη. Ο Stephen Biegun, πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών [των ΗΠΑ]˙ ο Ian Brzezinski, πρώην αναπληρωτής βοηθός υπουργού στο υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ˙ η Evelyn Farkas, εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου McCain˙ ο Anders Fogh Rasmussen, πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ˙ ο Randy Scheunemann, στρατηγικός σύμβουλος στο Διεθνές Φόρουμ Ασφαλείας του Halifax˙ και ο Alexander Vershbow, πρώην αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, υποστήριξαν πρόσφατα ότι ο σημερινός de facto ρωσικός έλεγχος σε πολλά μέρη της Ουκρανίας δεν θα πρέπει να εμποδίσει την ταχεία ένταξη του Κιέβου. Αντίθετα, λένε, η συμμαχία θα πρέπει να αντιμετωπίσει την Ουκρανία όπως έκανε με την διαιρεμένη Γερμανία της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, όπου μόνο το δυτικό τμήμα της χώρας ήταν σε θέση να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990.

Το μοντέλο αυτό έχει έκτοτε αποκτήσει ευρύτερη απήχηση. Στις 8 Ιουλίου, η εφημερίδα Washington Post δημοσίευσε ένα δημοσίευμα στο οποίο ζητούσε από το ΝΑΤΟ να χρησιμοποιήσει το γερμανικό μοντέλο με την Ουκρανία στο Βίλνιους - απηχώντας τους New York Times, οι οποίοι είχαν προηγουμένως δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο «Αν μια διαιρεμένη Γερμανία μπορούσε να μπει στο ΝΑΤΟ, γιατί όχι και η Ουκρανία;». Η ιδέα προέκυψε επίσης σε μια δημόσια εκδήλωση στα τέλη του Ιουνίου με την συμμετοχή του Ihor Zhovkva, του αναπληρωτή επικεφαλής του γραφείου του προέδρου της Ουκρανίας, και του Eric Ciaramella, του πρώην διευθυντή του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για την Ουκρανία. Και σε ένα podcast που φιλοξενήθηκε από το Center for a New American Security, ο Vershbow δήλωσε ότι η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αρχίσει αμέσως να «εμπλέκει συμμάχους» σε αυτό το μοντέλο, συγκεκριμένα για την «παροχή εγγύησης ασφαλείας για εδάφη που βρίσκονται πλήρως υπό τον έλεγχο της ουκρανικής κυβέρνησης -ακριβώς τώρα, ακόμη και πριν υπάρξει κατάπαυση του πυρός ή εκεχειρία». Αν δεν το πράξει αυτό, είπε, θα δώσει στη Μόσχα την δυνατότητα να «κρατήσει την κατάσταση σε ομηρία επ' αόριστον».

Για πολλούς από τους υποστηρικτές της, η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρότασης θα μπορούσε επίσης να μοιάζει με μια μορφή εξιλέωσης -ένας τρόπος να επανορθώσουν για τα 15 χρόνια χωρίς την ένταξη και τις επιζήμιες συνέπειές της. Με την υπόσχεση να δώσει στην Γεωργία και την Ουκρανία την ιδιότητα του μέλους, αλλά χωρίς να την τηρήσει, το ΝΑΤΟ άφησε τα κράτη αυτά στον χειρότερο σημείο και των δυο καταστάσεων. Η διακήρυξη του Βουκουρεστίου έδωσε τόσο στην Γεωργία όσο και στην Ουκρανία μια παραπλανητική αίσθηση για το πόση υποστήριξη θα είχαν από το ΝΑΤΟ στην αντιμετώπιση της Ρωσίας, οδηγώντας τις να λάβουν αποφάσεις που βασίστηκαν σε υποθέσεις οι οποίες αποδείχθηκαν αργότερα λανθασμένες. Και δεδομένου ότι είναι γνωστό ότι το ΝΑΤΟ απεχθάνεται την προσθήκη μελών που εμπλέκονται σε συγκρούσεις, αμφότερες [οι χώρες] έγιναν στόχοι του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος συνειδητοποίησε ότι το να δώσει διέξοδο στην επιθυμία του να αποκαταστήσει τον έλεγχο της Μόσχας στις πρώην σοβιετικές περιοχές θα είχε το πρόσθετο όφελος να εμποδίσει την ένταξη. Αφού ο Μιχαήλ Σαακασβίλι, τότε πρόεδρος της Γεωργίας, έστειλε στρατεύματα τον Αύγουστο του 2008 στην αποσχισθείσα περιοχή της Νότιας Οσετίας, που αναγνωρίζεται διεθνώς ως τμήμα της Γεωργίας, ο Πούτιν εισέβαλε στην χώρα ως απάντηση. Τα ρωσικά στρατεύματα παραμένουν στην Γεωργία μέχρι σήμερα. Και όταν μια φιλοδυτική λαϊκή εξέγερση ανέτρεψε τον Ουκρανό πρόεδρο, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, το 2014, το Κρεμλίνο απάντησε καταλαμβάνοντας την Κριμαία και επιτιθέμενο στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Στην συνέχεια, ο Πούτιν ανήγαγε την ουκρανική σύγκρουση σε μεγάλο χερσαίο πόλεμο τον Φεβρουάριο του 2022.

Οι υποστηρικτές της χρήσης του γερμανικού μοντέλου έχουν αξιοθαύμαστα κίνητρα και δικαίως είναι εξοργισμένοι με αυτό που συνέβη στην Γεωργία και την Ουκρανία. Αλλά η προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η Γερμανία του Ψυχρού Πολέμου ως προηγούμενο για την Ουκρανία ενέχει τον κίνδυνο να επαναληφθεί το επιζήμιο λάθος του 2008: η παραπλάνηση του Κιέβου σχετικά με την δυσκολία της ενταξιακής του πορείας. Το γερμανικό προηγούμενο θα καταστήσει δυσκολότερο, όχι ευκολότερο, για την Ουκρανία να αποκαταστήσει την εδαφική της ακεραιότητα, θα αποδυναμώσει την αποτρεπτική ισχύ του ΝΑΤΟ, και θα υπονομεύσει την ενότητα της συμμαχίας σε μια εποχή που η Ουκρανία την έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να δημιουργήσει ένα ακόμη χειρότερο σενάριο -κάτι που ούτε οι Ουκρανοί ούτε η συμμαχία μπορούν να αντέξουν κατά την διάρκεια ενός μεγάλου χερσαίου πολέμου.

ΥΨΗΛΟ ΡΙΣΚΟ, ΜΙΚΡΗ ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ

Οι υποστηρικτές του γερμανικού μοντέλου για την Ουκρανία παρερμηνεύουν την ιστορία. Ο ισχυρισμός ότι μια διαιρεμένη Γερμανία εισήλθε στο ΝΑΤΟ, όπως κάνει ο τίτλος των New York Times, είναι ανακριβής. Αυτό που έγινε μέλος του ΝΑΤΟ ήταν ένα υπόλοιπο κράτους που ονομαζόταν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, γνωστή και ως Δυτική Γερμανία, το οποίο προέκυψε από τον συνδυασμό των βρετανικών, γαλλικών, και αμερικανικών ζωνών κατοχής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε μια κίνηση αντιγραφής, η Σοβιετική Ένωση αναδιαμόρφωσε την ζώνη κατοχής της σε ένα κράτος που ονομαζόταν Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ή Ανατολική Γερμανία, την οποία η Μόσχα στην συνέχεια έκανε μέρος της υποχρεωτικής συμμαχίας της, του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Οι υποστηρικτές της εφαρμογής αυτής της ιστορίας στην Ουκρανία, συνειδητά ή ασυνείδητα, προτείνουν την ένταξη με αμοιβαία αποκλειόμενους τρόπους. Είτε επιδιώκουν να χαράξουν ένα νέο σύνορο του ΝΑΤΟ εντός της Ουκρανίας, χωρίζοντας τα εδάφη που ελέγχονται από την Ρωσία από τα εδάφη που ελέγχονται από την Ουκρανία, είτε υποστηρίζουν ότι η ένταξή της δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει καθόλου σταθερά σύνορα, επιτρέποντας στις επιδόσεις της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης να καθορίσουν ποια εδάφη θα υπαχθούν αμέσως στην προστασία του ΝΑΤΟ και ποια εδάφη θα ενταχθούν αργότερα. Κάθε σενάριο μπορεί να φαίνεται ελκυστικό σε ορισμένους υποστηρικτές, αλλά κανένα από τα δύο δεν θα είχε καλή κατάληξη για οποιονδήποτε εκτός του Κρεμλίνου.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την πρώτη επιλογή. Εκφρασμένη σε πρακτικούς όρους, θα σήμαινε ότι η εγγύηση ασφαλείας του ΝΑΤΟ -γνωστή ως άρθρο 5, από την διάταξη της Συνθήκης της Ουάσιγκτον του 1949 που ορίζει ότι τα κράτη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να αντιμετωπίζουν την επίθεση εναντίον ενός μέλους ως επίθεση εναντίον όλων- θα εκτεινόταν μόνο σε μια συγκεκριμένη διαχωριστική γραμμή, πιθανώς κοντά στο σημερινό μέτωπο. Αλλά αυτή η γραμμή θα παραπέμψει τους ανατολικούς Ουκρανούς στη μοίρα των Ανατολικογερμανών -εκτεταμένη υποταγή στη Μόσχα- και θα δημιουργήσει de facto μια Δυτική Ουκρανία και μια Ανατολική Ουκρανία. Ακόμη χειρότερα, αυτό το αποτέλεσμα θα ήταν περίπου παράλληλο με αυτό που πρότεινε ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος έχει ζητήσει την διχοτόμηση της Ουκρανίας.

Επίσης, το Κίεβο δεν θα είχε πολλές επιλογές για να βοηθήσει τους συμπολίτες του που θα βρίσκονται στην λάθος πλευρά της γραμμής αυτής, όταν αυτή εγκαθιδρυθεί. Για να αποκτήσει την προστασία του άρθρου 5 το 1955, η Δυτική Γερμανία έπρεπε να παραιτηθεί από κάθε «προσφυγή στην βία» για να επιτύχει την εθνική επανένωση ή ακόμη και οποιαδήποτε «τροποποίηση των σημερινών συνόρων». Το Κίεβο θα αντιμετώπιζε παρόμοια πίεση να παραιτηθεί από κάθε στρατιωτική προσπάθεια ανάκτησης χαμένων εδαφών, διότι αν το έκανε αυτό, θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο το ίδιο αλλά και όλους τους συμμάχους.

Εν ολίγοις, αυτό το μοντέλο θα ανάγκαζε την Ουκρανία να παλέψει με ένα πικρό ζήτημα κατά την διάρκεια ενός βίαιου πολέμου: τι είναι πιο σημαντικό, η ένταξη στο ΝΑΤΟ ή η ελπίδα για την ανάκτηση εδαφών; Δεδομένης της τραγικής φύσης και των μακροχρόνιων συνεπειών αυτής της επιλογής -η διαίρεση της Γερμανίας διήρκεσε πάνω από 40 χρόνια- δεν είναι μια επιλογή που οι Ουκρανοί ή οι ξένοι θα πρέπει να είναι πρόθυμοι να κάνουν.

Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι υποστηρικτές αυτής της άποψης παρερμηνεύουν την ιστορία. Στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ευρωπαίοι γείτονες που είχαν πληγωθεί από τις μνήμες των Ναζί ήταν κατανοητά διστακτικοί στο να αφήσουν τους Γερμανούς να επανεξοπλιστούν. Αλλά ο συνδυασμός της σοβιετικής ισχύος και της αδυναμίας της διαιρεμένης Γερμανίας στην πρώτη γραμμή του μετώπου υπερίσχυσε των πικρών αναμνήσεων. Οι Ευρωπαίοι γείτονες θα μπορούσαν να ζήσουν με ένα υποτυπώδες τμήμα της διαιρεμένης Γερμανίας να επανεξοπλίζεται ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ απέναντι στην σοβιετική απειλή. Με απλά λόγια, η γερμανική διαίρεση επέτρεψε την ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Σήμερα θα συνέβαινε το αντίθετο: Η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα επέτρεπε την ουκρανική διαίρεση.

Τώρα σκεφτείτε την δεύτερη επιλογή: την αποφυγή της ουκρανικής διαίρεσης, όπως πρότειναν οι Brzezinski και Vershbow, παρέχοντας μια ρευστή εγγύηση ασφαλείας για τα εδάφη που βρίσκονται υπό ουκρανικό έλεγχο και, όπως είπε ο Rasmussen, προσθέτοντας άλλα αργότερα. Θεωρητικά, αυτή η επιλογή δεν χρειάζεται να διχοτομήσει την Ουκρανία, καθώς η περιοχή κάλυψης του άρθρου 5 θα μπορούσε και θα εξελισσόταν με την πάροδο του χρόνου.

Η επιλογή αυτή όμως θα υπονόμευε την αξιοπιστία του άρθρου 5. Οι εγγυήσεις ασφαλείας είναι, καλώς ή κακώς, άρρηκτα συνδεδεμένες με σταθερά σύνορα. Η Δυτική Γερμανία μπορούσε να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ επειδή τα ανατολικά της σύνορα αντιπροσώπευαν μια σαφή γραμμή διαχωρισμού -μια γραμμή που προέκυψε από τις ζώνες κατοχής που προϋπήρχαν της δημιουργίας του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η γραμμή ελέγχου της Ουκρανίας βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση. Θα ήταν δύσκολο να εξακριβωθεί ποιο έδαφος θα κάλυπτε το άρθρο 5 κάθε λεπτό ή ώρα, πόσω μάλλον σε κάθε ημέρα. Το Άρθρο 5 θα γινόταν θέμα συζήτησης παρά ένα αποτρεπτικό [εργαλείο] -και αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να γίνει βίαιη και επικίνδυνη μπροστά στην ρωσική επιθετικότητα.

Για να καθησυχάσουν τους συμμάχους που ανησυχούν για τέτοιους κινδύνους, οι Scheunemann και Farkas επέστησαν την προσοχή στην ευελιξία του άρθρου 5. Επισημαίνουν, δικαίως, ότι το άρθρο δεν «δίνει εντολή για συγκεκριμένη αντίδραση από τα κράτη-μέλη», όπως μια στρατιωτική επίθεση. Κατά συνέπεια, αν η Ουκρανία γινόταν κράτος-μέλος, οι σύμμαχοι δεν θα παρασύρονταν να συμμετάσχουν σε έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας, επειδή θα μπορούσαν να απαντήσουν στην ρωσική επιθετικότητα με αυτό που οι Scheunemann και Farkas ονομάζουν «ελάχιστο τρόπο». Αλλά οι άλλοι σύμμαχοι θα έμεναν τότε να αναρωτιούνται αν η εγγύησή τους βάσει του άρθρου 5 θα ήταν εξίσου ελάχιστη. Σε ένα χειρότερο σενάριο, ο Πούτιν θα μπορούσε τελικά να αισθανθεί αρκετά ενθαρρυμένος ώστε να επιτεθεί στην Εσθονία ή την Πολωνία, δεδομένου ότι το άρθρο 5 προφανώς δεν θα εγγυάται πλέον μια στρατιωτική απάντηση του ΝΑΤΟ.

Σε όλα αυτά τα σενάρια, οι συνέπειες για την συμμαχία θα ήταν τεράστιες. Στον πυρήνα του ΝΑΤΟ βρίσκεται η αξιόπιστη απειλή μιας ισχυρής, ενωμένης απάντησης στην επιθετικότητα. Η αμφισβήτηση του Άρθρου 5 -είτε ως προς την δικαιοδοσία του είτε ως προς την σοβαρότητα της εφαρμογής του- θα έθετε ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση το ΝΑΤΟ ως θεσμό. Αυτό δεν θα βοηθούσε ούτε τα σημερινά κράτη-μέλη του ούτε την Ουκρανία.

ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΝ

Η διαμάχη για το αν θα πρέπει να προστεθεί η Ουκρανία στην συμμαχία τώρα ακολουθώντας το γερμανικό μοντέλο αγνοεί ένα άλλο βασικό γεγονός. Το ΝΑΤΟ λειτουργεί με συναίνεση. Κάθε υφιστάμενο μέλος πρέπει να εγκρίνει την εισδοχή μιας νέας χώρας. Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει συναίνεση για την λήψη άμεσων, πρακτικών μέτρων για την ένταξη της Ουκρανίας στο Βίλνιους (για να μην μιλήσουμε για την ένταξη της Γεωργίας).

Είναι δύσκολο να το δούμε αυτό να αλλάζει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα: σε αντίθεση με την υποψηφιότητα της Σουηδίας, η ένταξη της Ουκρανίας εμποδίζεται από χώρες με ποικίλα κίνητρα. Σε αυτές περιλαμβάνεται η Ουγγαρία, η οποία έχει στενότερους δεσμούς με την Ρωσία από όσο τα περισσότερα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ. Αλλά περιλαμβάνουν επίσης την Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι χώρες αυτές ανησυχούν για την δυσκολία της υλοποίησης της ουκρανικής ένταξης υπό τις σημερινές συνθήκες και είναι κατανοητό ότι διστάζουν να γίνουν πρακτικά μέρη στον πόλεμο κάνοντας αυτό το βήμα.

Αυτή η απροθυμία είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η αναγκαστική απάντηση στο ζήτημα της προσχώρησης στο Βίλνιους θα είχε κόστος. Η συμμαχία δεν έχει ακόμη επιλύσει το πολύ λιγότερο αμφιλεγόμενο ζήτημα της ένταξης της Σουηδίας [2]. Η προσθήκη μιας νέας μάχης για την ουκρανική ένταξη «αυτή την στιγμή», σύμφωνα με τα λόγια του Vershbow, θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τις εντάσεις μεταξύ των συμμάχων. Όπως ορθά υποστήριξαν ο Richard Haass και ο Charles Kupchan στο Foreign Affairs τον Απρίλιο, «ούτε η Ουκρανία ούτε οι υποστηρικτές της στο ΝΑΤΟ μπορούν να θεωρούν την Δυτική ενότητα δεδομένη».

Σε έναν ιδανικό κόσμο, το ΝΑΤΟ δεν θα χρειαζόταν να διακινδυνεύσει τίποτα για να δεχτεί την Ουκρανία, επειδή η χώρα θα ήταν ήδη μέλος. Αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά στοιχεία δείχνουν ότι οι εικασίες σχετικά με αυτή την προοπτική συνέβαιναν τουλάχιστον από το φθινόπωρο του 1994. Στις 13 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο Άντονι Λέικ, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, έγραψε στο αφεντικό του, τον πρόεδρο, Μπιλ Κλίντον, σχετικά με την «πιθανότητα της ένταξης της Ουκρανίας και των κρατών της Βαλτικής στο ΝΑΤΟ». Ο Κλίντον χάραξε δύο κάθετες γραμμές δίπλα σε μια σύσταση να «κρατήσει την πόρτα της ένταξης ανοιχτή για την Ουκρανία, τις χώρες της Βαλτικής, την Ρουμανία, και την Βουλγαρία (αντιμετωπίζοντας τις τάσεις των Συμμάχων να «γείρουν» υπέρ των χωρών του Βίζεγκραντ)». Κατά την άποψη του Λέικ, η Ουάσινγκτον δεν πρέπει απλώς «να τις παραπέμψει σε μια γκρίζα ζώνη ή σε μια ρωσική σφαίρα επιρροής». Ο Κλίντον ζωγράφισε ένα μεγάλο σημάδι αποδοχής (check mark) στο εξώφυλλο των συστάσεων του Λέικ και έγραψε: «Φαίνεται καλό».

Παρόλο που αυτή η σκέψη δεν οδήγησε στην ένταξη της Ουκρανίας, σε αντίθεση με τις Βαλτικές χώρες, σε ένα ιδανικό μέλλον το Κίεβο θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Για να συμβεί αυτό χωρίς να παραπλανηθεί ξανά η Ουκρανία, είναι σημαντικό για την συμμαχία να αποφύγει τις αόριστες υποσχέσεις χωρίς ουσία. Το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αποφύγει φράσεις όπως «μετά τον πόλεμο» ή «μετά τις μάχες» και να ακολουθήσει το μοναδικό στοιχείο του γερμανικού μοντέλου του Ψυχρού Πολέμου που είναι εφαρμόσιμο. Η συμμαχία θα πρέπει να επιβεβαιώσει ότι η Ουκρανία μπορεί και θα προσχωρήσει όταν θα έχει και πάλι αυτό που είχε η Δυτική Γερμανία: σταθερά σύνορα. Αλλά στον σημερινό τραγικό κόσμο, η προσθήκη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ενώ τα σύνορά της είναι τόποι ενεργών συγκρούσεων με την Ρωσία, θα είχε υψηλό κόστος.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το κόστος, αντί να διεξάγει τώρα μια διχαστική συζήτηση για την ένταξη, η συμμαχία στο Βίλνιους θα πρέπει να επικεντρωθεί στο να καθορίσει τι χρειάζονται οι Ουκρανοί για να πετύχουν στην αντεπίθεσή τους -και στην συνέχεια να τους παράσχει γρήγορα αυτή την υποστήριξη. Με απλά λόγια, το ΝΑΤΟ θα πρέπει να δώσει στο Κίεβο ό,τι που χρειάζεται για να πετύχει, το συντομότερο δυνατό, αυτό που πραγματικά έχει σημασία: την αποκατάσταση των σταθερών συνόρων. Είναι, άλλωστε, η απάντηση στο ζήτημα της ένταξης. Μόλις οι Ουκρανοί τα αποκτήσουν, η συμμαχία θα πρέπει να σπεύσει να καλωσορίσει την χώρα ως σύμμαχο. Όπως και η Δυτική Γερμανία, η Ουκρανία μπορεί τότε να χρησιμεύσει ως ένα σαφές και ισχυρό μέτωπο έναντι της Μόσχας.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Not-One-Inch-Post-Cold-Stalemate/dp/030025993X
[2] ΣτΜ: Το κείμενο έχει γραφεί πριν την προφορική συναίνεση της Τουρκίας στην είσοδο της Σουηδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ).

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/ukraine/natos-worst-both-worlds-approach-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition