Η παγίδα του Ψυχρού Πολέμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παγίδα του Ψυχρού Πολέμου

Πώς η μνήμη της εποχής της αμερικανικής κυριαρχίας αποπροσανατολίζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ

Όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι σχολιαστές των ΗΠΑ χρειάζονται καθοδήγηση, στρέφονται συνήθως στον Ψυχρό Πόλεμο. Αντλούν διδάγματα από τα γεγονότα του, αναζητούν συμβουλές από τους χαρακτήρες του, και συγκρίνουν τα χαρακτηριστικά του με το παρόν. Η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου καθορίζει τους όρους της συζήτησης για την προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον κόσμο. Ο πρόσφατος ισχυρισμός του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, ότι «δεν χρειάζεται να υπάρξει νέος Ψυχρός Πόλεμος» με την Κίνα είναι μόνο το πιο προβεβλημένο παράδειγμα ενός αναλυτικού αντανακλαστικού που καταλαμβάνει ολόκληρη την κοινότητα της εξωτερικής πολιτικής.

14072023-1.jpg

Άγαλμα του ιδρυτή του σοβιετικού κράτους, Βλαντιμίρ Λένιν, ρίχνει την σκιά του, στο Βόλγκογκραντ, στην Ρωσία, τον Ιούνιο του 2018. Toru Hanai / Reuters
---------------------------------------------------

Αυτός ο ψυχροπολεμικός ψυχαναγκασμός εμποδίζει περισσότερο παρά βοηθά. Η αναντιστοιχία μεταξύ της σημερινής πραγματικότητας και της ιστορίας του Ψυχρού Πολέμου έχει καθυστερήσει την αναζήτηση μιας νέας αμερικανικής στρατηγικής. Για περίπου 80 χρόνια, η αμερικανική πολιτική βασίζεται στην υπεροχή της οικονομικής, στρατιωτικής, τεχνολογικής, και πολιτικής ισχύος της χώρας. Αυτή η κυριαρχία επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να επιδιώξουν την άνευ όρων παράδοση των υπερεκτεταμένων δυνάμεων του Άξονα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον περιορισμό της ανερχόμενης αλλά κατεστραμμένης από τον πόλεμο Σοβιετικής Ένωσης, και την αλλαγή καθεστώτος στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Σήμερα, οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η μείωση του μεριδίου των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο ΑΕΠ, τα περιορισμένα στρατιωτικά πλεονεκτήματα, η φθίνουσα τεχνολογική υπεροχή, και η εξασθενημένη διπλωματική επιρροή σημαίνουν ότι η Ουάσινγκτον θα αντιμετωπίσει σύντομα έναν πολυπολικό κόσμο για πρώτη φορά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι Αμερικανοί παραμένουν δέσμιοι των ιδεών από μια εξαφανισμένη εποχή, όταν η ισχύς τους κυριαρχούσε.

Η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου έχει γίνει ένας ζουρλομανδύας που περιορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Κυριαρχώντας τις γνώσεις τους για το παρελθόν, παραμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τις συγκρούσεις, πώς προσεγγίζουν τις διαπραγματεύσεις, πώς σκέφτονται για τις δυνατότητές τους, ακόμη και το πώς αναλύουν τα προβλήματα. Το κάνει αυτό περιορίζοντας το πεδίο της συζήτησης στις δυνατότητες μιας ασυνήθιστης και περασμένης εποχής. Αυτό το στενό πλαίσιο αναφοράς παραπλανά όσους επιδιώκουν να διδαχθούν από τον Ψυχρό Πόλεμο και συσκοτίζει αιώνες ιστορικής έμπνευσης για όσους επιδιώκουν να τον ξεπεράσουν. Για να διαχειριστεί την επερχόμενη πολυπολική τάξη, η κοινότητα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να μελετήσει παλαιότερες εποχές, όταν τα κράτη αγωνίζονταν να επιβιώσουν χωρίς τα πλεονεκτήματα της συντριπτικής ισχύος. Εξοικειώνοντας τους εαυτούς τους με διαφορετικά στυλ κρατικής τεχνικής, οι Αμερικανοί θα αποκτήσουν τα εργαλεία για να χειριστούν καλύτερα το πολυπολικό μέλλον.

Ο ΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΖΟΥΡΛΟΜΑΝΔΥΑΣ

Είτε αποδέχονται είτε απορρίπτουν την αναλογία, σχεδόν όλοι στους κύκλους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θεωρούν τον Ψυχρό Πόλεμο ως σημείο αναφοράς για τις παγκόσμιες υποθέσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια ρηχή ιστορική συζήτηση. Η κυβέρνηση Μπάιντεν αντιμετωπίζει τον Ψυχρό Πόλεμο ως την αρχετυπική αντιπαλότητα -του οποίου την [δύναμη της] βαρύτητα[ς] θέλει απεγνωσμένα να ξεφύγει. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, έχει υποστηρίξει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να απορρίψουν τη «νεο-ανάσχεση», ότι «το παλιό ψυχροπολεμικό κατασκεύασμα των μπλοκ δεν είναι συνεκτικό», και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει «να λάβουν υπόψη τους τα διδάγματα του Ψυχρού Πολέμου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την ιδέα ότι η λογική του εξακολουθεί να ισχύει». Ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, επέμεινε ότι «δεν νομίζω ότι [ο Ψυχρός Πόλεμος] αντικατοπτρίζει την σημερινή πραγματικότητα με μερικούς τρόπους», ενώ ο υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν, σημείωσε ότι «δεν επιδιώκουμε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ένα ασιατικό ΝΑΤΟ, ή μια περιοχή χωρισμένη σε εχθρικά μπλοκ». Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του 2022 τόνισε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ «δεν επιδιώκουν συγκρούσεις ή έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο». Αντίθετα, ο Μπλίνκεν έχει υποστηρίξει σε σχέση με το Μακρό Τηλεγράφημα (το έγγραφο του 1946 που συνέταξε ο Αμερικανός διπλωμάτης, Τζορτζ Κένναν, και το οποίο κατοχύρωσε την «ανάσχεση» ως δόγμα πολιτικής) ότι «θα μπορούσατε κυριολεκτικά να εισάγετε την Ρωσία και τον Πούτιν σε όσα λέει [ο Κένναν] για την τότε Σοβιετική Ένωση».

Στην άλλη πλευρά, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ χρησιμοποιούν επίσης την ιστορία του Ψυχρού Πολέμου ως λυδία λίθο. Το 2020, ο Μάικ Πομπέο, τότε υπουργός Εξωτερικών, δήλωσε ότι «αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι ο Ψυχρός Πόλεμος 2.0. Η πρόκληση της αντίστασης στην απειλή του ΚΚΚ [Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα] είναι κατά κάποιο τρόπο χειρότερη». Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του 2017 ανέφερε ότι «οι σημερινές προκλήσεις για τις ελεύθερες κοινωνίες είναι εξίσου σοβαρές, αλλά πιο διαφορετικές» από εκείνες του Ψυχρού Πολέμου. Και τον Απρίλιο, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να συντάξουν ένα νέο NSC-68 (το έγγραφο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ του 1950 που ζητούσε μαζικό επανεξοπλισμό) για να αντιμετωπίσουν την Κίνα, το Ιράν, την Βόρεια Κορέα, και την Ρωσία.

Ιστορικοί όπως ο Hal Brands, ο Niall Ferguson, και η M.E. Sarotte έχουν υποστηρίξει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με την Κίνα και την Ρωσία. Αναλυτές όπως ο Fareed Zakaria, ο David Ignatius, ο Edward Luce, και ο Walter Russell Mead αναλύουν συστηματικά τις αναλογίες του Ψυχρού Πολέμου προς την αναζήτηση της σοφίας. Περίπου τα δύο τρίτα των βιβλίων για την ιστορία, την πολιτική, και τις διεθνείς σχέσεις που ονομάστηκαν «τα καλύτερα του 2022» από τους New York Times, την Wall Street Journal, τους Financial Times, το Foreign Affairs, και το Foreign Policy επικεντρώνονται στην περίοδο κατά την διάρκεια ή μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι κυρίαρχες Ηνωμένες Πολιτείες αμφισβητούνταν μόνο από φιλόδοξες αλλά πιο αδύναμες δυνάμεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι στοχαστές αγωνίζονται να χαράξουν μια νέα πορεία για τις Ηνωμένες Πολιτείες στον κόσμο. Η υπερβολική προσήλωση στην «αμερικανική εποχή» περιορίζει την στρατηγική φαντασία. Με το να πλαισιώνει την πραγματικότητα με ξεπερασμένες ιδέες και πρακτικές, κανονικοποιεί ένα στυλ κρατικής τεχνικής που θα έπρεπε να διακρίνεται όχι για την διαχρονικότητά του αλλά για την παραδοξότητά του. Και με το να παραγκωνίζει τα εναλλακτικά ιστορικά παραδείγματα, στερεί από τους αναλυτές μια ευρύτερη βάση γνώσεων που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να σκεφτούν δημιουργικά. Ακόμη και όταν οι αναλυτές αποκηρύσσουν την αναλογία, συμβάλλουν σε μια συζήτηση που αντιμετωπίζει τον Ψυχρό Πόλεμο ως το απόλυτο προηγούμενο για τους διεθνείς ανταγωνισμούς. Αυτό τους αφήνει με το ενοχλητικό καθήκον να σχεδιάσουν νέες προσεγγίσεις από το μηδέν.

Ένα πλαίσιο αναφοράς που βασίζεται στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου παραπλανά τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής με πολλούς τρόπους. Πρώτον, η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου κάνει τις συγκρούσεις να μοιάζουν με διακόπτη που ανοίγει και κλείνει. Οι ιστορίες των Ηνωμένων Πολιτειών που ανάσχεσαν την Αυτοκρατορία του Κακού και οδήγησαν τον Ελεύθερο Κόσμο στη νίκη περιορίζουν το φάσμα των διεθνών σχέσεων σε ένα δυαδικό σύστημα μεταξύ φιλίας και απόλυτης αντιπαλότητας. Αυτή η αντίληψη καθιστά δύσκολα κατανοητούς τους ενδιάμεσους βαθμούς έντασης. Έτσι, οι πολλές παραλλαγές αυτού που ο Sullivan έχει ονομάσει «ελεγχόμενη συνύπαρξη» για τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις ήταν αχρείαστα δύσκολο για την πολιτική κοινότητα να το φανταστεί και να το αποδεχθεί. Αντιμέτωποι με τις απολυτότητες του Ψυχρού Πολέμου, οι Αμερικανοί πασχίζουν να κατανοήσουν τις γκρίζες ζώνες μεταξύ φίλου και εχθρού.

Η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου στρεβλώνει επίσης τις υποθέσεις σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των δυσάρεστων εταίρων. Οι πιο μελετημένες διαπραγματεύσεις της εποχής του Ψυχρού Πολέμου απεικονίζουν την διαπραγμάτευση με τους αντιπάλους είτε ως ντροπιαστική είτε ως τολμηρά επαναστατική. Η επίλυση της κρίσης των πυραύλων της Κούβας το 1962 εξαρτήθηκε από ένα άκρως απόρρητο δούναι και λαβείν που σχεδιάστηκε από την κυβέρνηση Κένεντι ώστε να είναι πλήρως αρνήσιμο. Η αποκλιμάκωση με την Σοβιετική Ένωση που σχεδιάστηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, και τον υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, η οποία αντιστάθμισε τη μείωση της αμερικανικής ισχύος, περιλάμβανε συμβιβασμούς στα ανθρώπινα δικαιώματα και τον αντικομμουνισμό που αμαύρωσαν την φήμη της κυβέρνησης. Αντίθετα, η κινεζοαμερικανική προσέγγιση υπό τον Νίξον θεωρείται από πολλούς παρατηρητές ως μια πρωτοποριακή μεταμόρφωση. Αυτές οι ιστορίες κάνουν τις διαπραγματεύσεις με τους αντιπάλους να φαίνονται να έχουν απίστευτα υψηλό διακύβευμα, παρόλο που η διπλωματία αυτή αποτελεί συνήθη πρακτική μεταξύ χωρών οι οποίες επιδιώκουν να προωθήσουν κοινούς στόχους.

Η εστίαση στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου περιορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί βλέπουν τις δυνατότητές τους και τους δυσκολεύει να φανταστούν μια λιγότερο στρατιωτικοποιημένη εξωτερική πολιτική. Το να κοιτάζει κανείς πίσω μόνο μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επέτρεψε στον William Burns, πρώην αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών και νυν διευθυντή της CIA, να χαιρετίσει τον Ψυχρό Πόλεμο ως μια χρυσή εποχή της αμερικανικής διπλωματίας σε άρθρο του το 2019 στο Foreign Affairs. Αλλά μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά αποκαλύπτει ότι η μεταπολεμική εποχή χαρακτηρίστηκε από έναν αμερικανικό αμυντικό μηχανισμό που χτίστηκε για να προβάλει στρατιωτική ισχύ σε όλο τον κόσμο και να αναγκάσει τη Μόσχα να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Ουάσινγκτον. Αυτό το σύστημα επέτρεψε στον στρατό, την CIA, και τον υπουργό Άμυνας να ενισχύσουν τις θέσεις τους στην πολιτική διαδικασία εις βάρος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ακόμη και του προέδρου.

Τέλος, η παραφουσκωμένη μνήμη του Ψυχρού Πολέμου συσκοτίζει άλλες ιστορικές εποχές που θα μπορούσαν να είναι πιο χρήσιμες για τους σύγχρονους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους αναλυτές. Με το να περιορίζει το μενού των διαθέσιμων ιστορικών γνώσεων, η αναστοχαστική μελέτη του Ψυχρού Πολέμου από τους Αμερικανούς τούς στερεί τα οφέλη αυτού που ορισμένοι μελετητές αποκαλούν «εφαρμοσμένη ιστορία»: την χρήση της ιστορίας για να αποσαφηνίσει το παρόν, να φωτίσει τις ρίζες ενός ζητήματος, και να κερδίσει βιωματική εμπειρία. Αυτές είναι οι κύριες αναλυτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην καθημερινή τους εργασία, και υποβαθμίζονται όταν οι Αμερικανοί παραμελούν αιώνες ιστορίας πριν από τον Ψυχρό Πόλεμο. Μαζί, αυτά τα αποτελέσματα της ψυχροπολεμικής μυωπίας προετοιμάζουν τους Αμερικανούς να αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από τα μάτια των κυρίαρχων, ασυμβίβαστων Ηνωμένων Πολιτειών μετά το Περλ Χάρμπορ. Όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να επαναλάβουν εκείνη την εποχή, και οι Αμερικανοί που είναι εμποτισμένοι στον Ψυχρό Πόλεμο δεν είναι προετοιμασμένοι για τον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο.

ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ

Στο θεμελιώδες έργο τους, Thinking in Time: The Uses of History for Decision Makers, ο πολιτικός επιστήμονας, Richard Neustadt, και ο ιστορικός, Ernest May, προειδοποιούν τους αναγνώστες για τις ιστορικές αναλογίες που κυριαρχούν στις αναλύσεις των υπευθύνων λήψης αποφάσεων παρά το γεγονός ότι δεν είναι χρήσιμες ή είναι παραπλανητικές. Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει γίνει μια τέτοια αναλογία. Για να πάρουμε μόνο μια βασική μέτρηση, το Πρόγραμμα Αποφυγής του Μεγάλου Πόλεμου Δυνάμεων (Avoiding Great Power War Project) του Χάρβαρντ έδειξε ότι το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ -ένα θεμέλιο της εθνικής ισχύος- μειώθηκε από το 50% μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε περίπου 20% το 1991, σε λιγότερο από 17% σήμερα. Όπως υποστήριξε ο Burns στο Foreign Affairs το 2019, «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον το μόνο μεγάλο παιδί στο γεωπολιτικό μπλοκ». Σε αυτή την κατάσταση, υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να ξεφύγουμε από το μη χρήσιμο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου: να μελετήσουμε περισσότερη ιστορία.

Για να μπορέσουν οι Αμερικανοί να σκεφτούν με σαφήνεια την προσέγγισή τους σε έναν πολυπολικό κόσμο, πρέπει να μάθουν για τα κράτη που διαχειρίστηκαν πολυπολικές τάξεις στο παρελθόν. Θα μπορούσαν να ξεκινήσουν εξετάζοντας τον Τριακονταετή Πόλεμο του 17ου αιώνα, όταν η Αυτοκρατορία των Αψβούργων αντιμετώπισε έναν καταιγισμό βίας που προκλήθηκε από μια σειρά αλληλοεπικαλυπτόμενων διαφορών -μια σύγκρουση εξουσίας μεταξύ των μοναρχιών της Ευρώπης, μια από δεκαετίες ολλανδική εξέγερση κατά του αυτοκρατορικού ελέγχου, και τις θρησκευτικές τριβές του αιώνα της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης- και έλυσε καθεμία από αυτές με διαφορετικές συμφωνίες: μια που αναγνώριζε την ανεξαρτησία των Ολλανδών, μια που έλυνε την θρησκευτική σύγκρουση και την σύγκρουση εξουσίας στην κεντρική Ευρώπη, και μια που διευθετούσε την διαμάχη μεταξύ της Γαλλίας και των Ισπανών Αψβούργων. Ή οι αναλυτές θα μπορούσαν να εξετάσουν το Συνέδριο της Βιέννης τον 19ο αιώνα, το οποίο αναδιαμόρφωσε την Ευρώπη μετά τους πολέμους του Ναπολέοντα για να διαχειριστεί καλύτερα δύο συγκρούσεις: μια για την εξουσία, η οποία αντιμετωπίστηκε με μια νέα εδαφική ρύθμιση που εγγυήθηκε από μια συμμαχία ασφαλείας και από θεσμούς για την επίλυση συγκρούσεων, και μια για την διακυβέρνηση, η οποία αντιμετωπίστηκε με συμφωνίες για τις αρχές της διακυβέρνησης και μια συμμαχία συντηρητικών κρατών. Ή οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να εξετάσουν τον αγγλογερμανικό ανταγωνισμό που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, κατά την διάρκεια του οποίου το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία απολάμβαναν μια αμοιβαία επωφελή εμπορική σχέση, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγαν έναν γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Αυτές οι περιπτώσεις καθιστούν ευκολότερο να φανταστούμε, για παράδειγμα, το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα μπορούσαν να ξεμπερδέψουν και να διαχειριστούν τις διαφορές σε τομείς όπως το εμπόριο, η ιδεολογία, και η γεωπολιτική αντί να παραδοθούν σε έναν ολοκληρωτικό ψυχρό πόλεμο.

Η ιστορία μπορεί επίσης να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι αναλυτές αντιλαμβάνονται την σύναψη συμφωνιών με τους αντιπάλους. Η Διπλωματική Επανάσταση του 1756 συνέβη όταν η Αυστρία συμπαρατάχθηκε με τον προαιώνιο αντίπαλό της, την Γαλλία, σε έναν πόλεμο εναντίον μιας συμμαχίας μεταξύ δύο πρώην ανταγωνιστών, της Μεγάλης Βρετανίας και της Πρωσίας. Μια παρόμοια διαδικασία έλαβε χώρα όταν στις αρχές του 20ου αιώνα το Ηνωμένο Βασίλειο συμφιλιώθηκε με τους παλιούς αντιπάλους -Γαλλία, Ιαπωνία, Ρωσία, και Ηνωμένες Πολιτείες- για να ελαφρύνει το βάρος της προστασίας των αποικιών του, ενώ επικεντρώθηκε στην ανερχόμενη Γερμανία. Σε αυτήν την αντιπαράθεση, το Λονδίνο και το Βερολίνο προσπάθησαν επανειλημμένα από τα τέλη της δεκαετίας του 1890 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1910 να χαλαρώσουν την αντιπαλότητά τους σε συνομιλίες που αφορούσαν το ναυτικό τους και τις αποικίες τους. Η κινεζική ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα δυναστειών που έκαναν συμφωνίες με εχθρούς. Οι δυναστείες Χαν και Σονγκ ανέπτυξαν η καθεμία περίπλοκα συστήματα συνθηκών, εμπορίου, και διπλωματίας για να συνυπάρξουν με ισχυρούς γείτονες τους οποίους δεν μπορούσαν να νικήσουν στον πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα εργάζονταν για να αυξήσουν την σχετική ισχύ τους. Ανέπτυξαν επίσης τρόπους σκέψης και συζήτησης σχετικά με αυτές τις σχέσεις που -μαζί με μια παράδοση αυτο-αναβάθμισης της ιστορίας της αυλής- βοήθησαν να προστατεύσουν τους ισχυρισμούς τους περί ανωτερότητας από τις δυσάρεστες πραγματικότητες του συμβιβασμού και της συνύπαρξης με τους αντιπάλους. Καθώς η κυριαρχία των ΗΠΑ φθίνει, αυτές οι ιστορίες φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη αντιστάθμισαν την αδυναμία τους, δίνοντας προτεραιότητα στους στόχους, κάνοντας συμβιβασμούς, και μετατοπίζοντας συνεργασίες -ένας τρόπος σκέψης και δράσης που απέχει πολύ από την ακαμψία των διττών σχέσεων του Ψυχρού Πολέμου.

Η ιστορία μπορεί επίσης να βοηθήσει τους αναλυτές να μάθουν πώς να διαχειρίζονται τις δυνατότητες σε έναν κόσμο περιορισμένων πόρων. Η Ευρώπη κατά τον 17ο και 18ο αιώνα παρέχει άφθονες περιπτώσεις κρατών που δεν ταίριαζαν στις μεταξύ τους δεσμεύσεις, την διπλωματία, την στρατιωτική ισχύ, την οικονομική ισχύ, και το διοικητικό εύρος. Οι υπερεκτεταμένοι Ολλανδοί ξεγλίστρησαν από τις τάξεις των μεγάλων δυνάμεων μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του 1600 και των τελών του 1700 αποτυγχάνοντας να εξισορροπήσουν τους ανταγωνισμούς τους με τους πόρους τους. Η φιλόδοξη διπλωματία της Γαλλίας κατά την δεκαετία του 1700 δημιούργησε ένα πλήθος εχθρών τόσο στην ξηρά όσο και στην θάλασσα που απαιτούσε υπερβολικά πολλά από τις δυνατότητες και την ικανότητά της για διαχείριση. Με την σημαντική εξαίρεση του πολέμου του Βιετνάμ, η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου δεν εξοικειώνει τους Αμερικανούς στα προβλήματα που αντιμετώπισαν τα κράτη όταν απέτυχαν να ευθυγραμμίσουν τους σκοπούς, τους τρόπους, και τα μέσα.

Αυτές και άλλες τέτοιες ιστορίες μπορούν να βοηθήσουν στην ευαισθητοποίηση των Αμερικανών σε έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπουν τον κόσμο: έναν τρόπο που βασίζεται σε ανεκτούς συμβιβασμούς και όχι στην αδιαλλαξία, στην δύσκολη ιεράρχηση των στόχων και όχι στην απόλυτη νίκη, στην πρακτική πολιτική και όχι στον φανατισμό, στην ενσωμάτωση της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος με την διπλωματία και όχι με την ωμή βία, και στην συνύπαρξη με ανθρώπους που οι Αμερικανοί δεν μπορούν ούτε να αλλάξουν ούτε να αγνοήσουν. Φυσικά, οι Αμερικανοί δεν μπορούν να βρουν εύκολες απαντήσεις αντιγράφοντας κάποιο παλιό στρατηγικό εγχειρίδιο. Πρέπει πάντα να ξεκινούν από τις μοναδικές πτυχές του τόπου και της εποχής τους, όπως οι πολιτισμικές αξίες, η εσωτερική πολιτική, οι τεχνολογικές εξελίξεις, και οι πρωτοφανείς απαιτήσεις των σημερινών διακρατικών ζητημάτων. Δεν πρέπει επίσης να υπερδιορθώνουν ξεχνώντας τον Ψυχρό Πόλεμο, ο οποίος γέννησε τους θεσμούς και τις ιδέες που συνέβαλαν στην διαμόρφωση των σημερινών Ηνωμένων Πολιτειών. Και δεν θα πρέπει να εξιδανικεύουν την κρατική τέχνη εκείνων των παλαιότερων, βίαιων εποχών, όταν ο πόλεμος θεωρείτο ένα συνηθισμένο εργαλείο πολιτικής και όχι η τραγική αποτυχία της διπλωματίας όπως είναι. Παρ' όλα αυτά, η αγνόηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι ασκούσαν εξωτερική πολιτική χωρίς το πλεονέκτημα της συντριπτικής ισχύος θα οδηγήσει τους Αμερικανούς σε έναν επικίνδυνο κόσμο -έναν κόσμο στον οποίο η ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την αλλαγή ίσως να προκαλέσει αυτοκαταστροφική αιματοχυσία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ξεφύγουν από τον ψυχροπολεμικό ζουρλομανδύα αν θέλουν να επιτύχουν στην πολυπολική εποχή που ανατέλλει. Σήμερα, η κοινότητα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ παλεύει μέσα σε ιστορικά όρια που παραλύουν την φαντασία της, που δεν χρειάζεται να υπάρχουν, και από τα οποία εύκολα μπορούν να ξεφύγουν αν οι αναλυτές απλώς διευρύνουν την οπτική τους φτάνοντας βαθύτερα στο παρελθόν.

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/united-states/cold-war-trap-america-forei...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition