Η λεπτή ισορροπία του Βερολίνου με το Πεκίνο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η λεπτή ισορροπία του Βερολίνου με το Πεκίνο

Θα είναι αρκετή μια αυστηρότερη στρατηγική για την Κίνα;

Το 2020, ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Josep Borrell, κάλεσε την Ευρώπη να χαράξει τον «δικό της δρόμο» με την Κίνα και να πάρει αποστάσεις από την προσέγγιση της «ανοιχτής αντιπαράθεσης» που ακολουθεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Ο στόχος του «δόγματος Σινάτρα» του Μπορέλ, που ονομάστηκε έτσι ως αναφορά στο τραγούδι «My Way», ήταν η ΕΕ να αποφύγει να γίνει είτε «κινεζική αποικία είτε αμερικανική αποικία» εν μέσω ενός αγώνα που θυμίζει ψυχρό πόλεμο μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Η επίτευξη μιας τέτοιας ισορροπίας, υποστήριξε ο Borrell, θα επέτρεπε στην Ευρώπη να διατηρήσει τα οφέλη των ισχυρών οικονομικών δεσμών με την Κίνα, τα οποία ο ίδιος και οι περισσότεροι άλλοι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εκείνη την εποχή θεωρούσαν ότι υπερέβαιναν κατά πολύ τον κίνδυνο να δοθεί στο Πεκίνο υπερβολική επιρροή.

02082023-1.jpg

Ο Γερμανός καγκελάριος, Olaf Scholz, και ο Κινέζος πρωθυπουργός, Li Qiang, στο Βερολίνο, τον Ιούνιο του 2023. Nadja Wohlleben / Reuters
------------------------------------------

Τρία χρόνια αργότερα, το γεωοικονομικό τοπίο είναι πολύ διαφορετικό -όπως και οι αντιλήψεις της ΕΕ για την Κίνα. Το ευρωπαϊκό μπλοκ έχει απογοητευτεί από τον αδιαφανή χειρισμό της πανδημίας COVID-19 από το Πεκίνο, την έμμεση υποστήριξή του στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και την ολοένα και πιο διεκδικητική εξωτερική πολιτική του. Η ολοκληρωμένη συμφωνία ΕΕ-Κίνας για τις επενδύσεις (EU-China Comprehensive Agreement on Investment), η οποία υπεγράφη εσπευσμένα τον Δεκέμβριο του 2020 πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, τέθηκε σε αναστολή μετά την επιβολή κυρώσεων από την Κίνα σε ευρωβουλευτές και τώρα βρίσκεται σε επ' αόριστον αναστολή. Το «σοκ της Ρωσίας» [3] τράνταξε τους ηγέτες για να προσέξουν, αποκαλύπτοντας την ανησυχητική πραγματικότητα ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι ένας πιεστικός σύμμαχος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά μάλλον οι βαθιές [ευρωπαϊκές] ευαλωτότητες στον πιθανό κινεζικό εξαναγκασμό.

Τους τελευταίους έξι μήνες, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρωτοστάτησε στον επαναπροσανατολισμό της στάσης της ΕΕ έναντι της Κίνας. Σε ομιλία της [4] τον Μάρτιο, υπεραμύνθηκε ενός σχεδίου για την διασφάλιση της οικονομικής ασφάλειας της Ευρώπης μέσω της «αποεπένδυσης» των σχέσεών της με την Κίνα -δηλαδή, της μείωσης των κρίσιμων τρωτών σημείων που προκύπτουν από την υπερβολική εξάρτηση, ιδίως στους τομείς της υγείας, της ψηφιακής τεχνολογίας, και της καθαρής τεχνολογίας, και της αποτροπής του οικονομικού καταναγκασμού, επιδιώκοντας παράλληλα την συνεργασία σε ευρύτερες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή. Αντί να φέρει την Ευρώπη αντιμέτωπη με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως είχε κάνει ο Borrell, η φον ντερ Λάιεν προσπάθησε να γεφυρώσει το διατλαντικό χάσμα -τουλάχιστον θεωρητικά. Και πράγματι, η προσέγγισή της είχε απήχηση στην κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία υιοθέτησε τον όρο «de-risking» για να διαλύσει τους φόβους ότι πιέζει για «αποσύνδεση», μια πλήρη διακοπή των οικονομικών δεσμών με την Κίνα.

Ωστόσο, η ευρωπαϊκή στρατηγική έναντι της Κίνας απέχει πολύ από το να έχει διευθετηθεί: οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συνεχίζουν να συζητούν έντονα για το πόσο μακριά πρέπει να φτάσει η ΕΕ για να διαφοροποιήσει τις οικονομικές της σχέσεις και να περιορίσει το εμπόριο και τις επενδύσεις με την Κίνα σε κρίσιμους τομείς. Και παρά τις προσπάθειες της ΕΕ να καθορίσει μια νέα πολιτική για την Κίνα, η Γερμανία παραμένει ο πραγματικός άξονας: ως η οικονομική μηχανή της ηπείρου και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών προς την Κίνα, το Βερολίνο θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό μιας νέας προσέγγισης. Τον Ιούλιο, μετά από μισό χρόνο καθυστέρησης, η Γερμανία δημοσίευσε τελικά τη νέα στρατηγική της για την Κίνα, η οποία απαιτεί μεγαλύτερο συντονισμό με τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον, διατηρώντας παράλληλα τους βαθύτατους οικονομικούς δεσμούς και την συνολική συνεργασία με το Πεκίνο. Η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της προσέγγισης θα εξαρτηθεί από τον τρόπο εφαρμογής της: το Βερολίνο πρέπει να ανταποκριθεί στη νέα, σκληρότερη ρητορική του και να αποφύγει να επαναλάβει τα δαπανηρά λάθη που έκανε με την Ρωσία, η οποία την παραμονή της εισβολής στην Ουκρανία προμήθευε περισσότερο από το ήμισυ του φυσικού αερίου της Γερμανίας και δεν λαμβανόταν σοβαρά υπόψη από την Γερμανία ως δυνητική απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης. Αν το Βερολίνο δεν κάνει πράξη τα λόγια του, αλλά συνεχίσει να δίνει προτεραιότητα στα οικονομικά οφέλη εις βάρος της αμείωτης έκθεσης σε γεωπολιτικούς κινδύνους έναντι μιας πιο διεκδικητικής Κίνας, θα μπορούσε να καταλήξει εξίσου ευάλωτο στον οικονομικό εξαναγκασμό σε μια άλλη κρίση ασφαλείας, ίσως για την Ταϊβάν. Το αν ο ευρωπαϊκός τρόπος με την Κίνα αποδειχθεί ο σωστός εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Γερμανία.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ

Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εταίρος της ΕΕ στις εισαγωγές αγαθών και αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ [5] της αξίας των εισαγωγών των 137 πιο εξαρτώμενων από το εξωτερικό προϊόντων του μπλοκ. Αυτή η εξάρτηση από την Κίνα υπογραμμίζει την ποικιλόμορφη μόχλευση του Πεκίνου, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητάς του να οπλοποιήσει την θέση του ως κυρίαρχου προμηθευτή κρίσιμων ορυκτών και άλλων βασικών βιομηχανικών εισροών, όπως έκανε η Ρωσία με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Τα τελευταία δύο χρόνια, η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεργάστηκε με τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ για την αυστηροποίηση των εξαγωγικών περιορισμών προς την Κίνα, γεγονός που επιδείνωσε τα σημεία στανότητας της Κίνας στην ανάπτυξη τεχνολογίας. Σε απάντηση, το Πεκίνο αντεπιτέθηκε πρόσφατα με εξαγωγικούς ελέγχους στο γάλλιο και το γερμάνιο, βασικά στοιχεία για την παραγωγή τσιπ, ραντάρ, και οπτικών ινών, αποδεικνύοντας την προθυμία του να χρησιμοποιήσει καταναγκαστικά οικονομικά μέτρα που κλιμακώνουν τις εντάσεις. Καθώς οι μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις υποχωρούν από την υπερπαγκοσμιοποίηση και η οικονομική πολιτική γίνεται περισσότερο προσανατολισμένη στην ασφάλεια, η Γερμανία και άλλες χώρες της ΕΕ θα πρέπει να είναι επιφυλακτικές ως προς την διατήρηση απρόσκοπτων οικονομικών δεσμών με την Κίνα.

Η ανησυχία αυτή δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους ηγέτες της βιομηχανίας στην Γερμανία, οι οποίοι έχουν εκφράσει αυξανόμενες αμφιβολίες σχετικά με την ολοένα και πιο ανισόρροπη οικονομική σχέση της χώρας με τον κορυφαίο εμπορικό εταίρο της. Το σταθερό συνολικό εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έρχεται σε έντονη αντίθεση με το αυξανόμενο εμπορικό της έλλειμμα με την Κίνα, το οποίο έφθασε στο ύψος ρεκόρ των 93 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022 -μια εντυπωσιακή αύξηση κατά 120% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, που αντανακλά μια νέα και ανησυχητική εξάρτηση από τις εισαγωγές από την Κίνα. Οι επεκτεινόμενες επενδύσεις της Κίνας σε στρατηγικούς τομείς της Γερμανίας έχουν επίσης υποδαυλίσει τους φόβους για την εθνική ασφάλεια, ιδίως από τότε που η κινεζική εταιρεία κατασκευής συσκευών, Midea Group, εξαγόρασε την Kuka, μια από τις πιο καινοτόμες γερμανικές εταιρείες μηχανικής ρομποτικής, το 2016.

Παρά τα εν λόγω υφέρποντα τρωτά σημεία, το Βερολίνο δεν έχει δείξει μεγάλη διάθεση να αναθεωρήσει πλήρως τις οικονομικές του σχέσεις με την Κίνα. Οι Γερμανοί κατασκευαστές παλεύουν με τις υψηλές τιμές της ενέργειας και τις αρνητικές επιπτώσεις των βιομηχανικών πολιτικών της κυβέρνησης Μπάιντεν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εισήχθησαν μέσω του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού, ο οποίος έχει σχεδιαστεί για να ευνοήσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι κορυφαίες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες εξακολουθούν να θεωρούν την Κίνα ως την δεύτερη πατρίδα τους, ακόμη και όταν παλεύουν με την χαμηλότερη [6] κερδοφορία και τη μείωση των πωλήσεων στην χώρα, αφού αγνοούσαν επί μακρόν τον ανταγωνισμό από τις κινεζικές εταιρείες EV [στμ: εταιρείες κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων]. Εν μέσω αβεβαιότητας σχετικά με την ισχύ της γερμανικής οικονομίας -η οποία εισήλθε σε τεχνική ύφεση το πρώτο τρίμηνο του 2023- πολλοί Γερμανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής παραμένουν ανήσυχοι για την οικονομική ανθεκτικότητα της χώρας. Μεγάλα ονόματα όπως η Volkswagen και η εταιρεία παραγωγής χημικών, BASF, είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα σε οικονομικό εξαναγκασμό ή σε μια ξαφνική διακοπή του εμπορίου με την Κίνα: η Volkswagen [7] αντλεί τουλάχιστον το ήμισυ των ετήσιων καθαρών κερδών της από την κινεζική αγορά, και η BASF επένδυσε το 2022 στην Κίνα το ποσό ρεκόρ των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Συνολικά, οι γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα αυξάνονται επίσης [8].

Ο τρικομματικός συνασπισμός της Γερμανίας πρέπει να ακολουθήσει μια δύσκολη πολιτική γραμμή: να είναι προσεκτικός με τον σημαντικότερο οικονομικό εταίρο του, αλλά να λαμβάνει υπόψη του τους αυξανόμενους οικονομικούς κινδύνους της ολοκλήρωσης. Η πρώτη στρατηγική εθνικής ασφάλειας της Γερμανίας που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο ανέφερε την Κίνα μόνο επιφανειακά και τις εντάσεις στην Ταϊβάν καθόλου, αυξάνοντας τις προσδοκίες για την πολυαναμενόμενη στρατηγική για την Κίνα. Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, έχει επανειλημμένα ζητήσει μια αναπροσαρμοσμένη προσέγγιση για την Κίνα, αλλά είναι οι Πράσινοι, οι οποίοι ηγούνται των υπουργείων Εξωτερικών και Οικονομίας, που καθοδηγούν την εγχώρια συζήτηση για την Κίνα, θέτοντας τους πιο επιφυλακτικούς Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς σε δυσχερή θέση. Το υπουργείο Εξωτερικών υπό την ηγεσία των Πρασίνων διαμόρφωσε την στρατηγική για την Κίνα και οι εκτιμήσεις του για τις προκλήσεις που θέτει το Πεκίνο είναι εκπληκτικά ξεκάθαρες. Σε ένα απόσπασμα που θα ήταν αδιανόητο μόλις πριν από λίγα χρόνια, το έγγραφο αναγνωρίζει ότι η Κίνα «επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα πολύ πιο δυναμικά» και προσπαθεί «να αναδιαμορφώσει την υπάρχουσα βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη».

Είναι ενδεικτικό ότι η γερμανική κυβέρνηση ανέβαλε την (ήδη καθυστερημένη) δημοσιοποίηση της στρατηγικής έως ότου ο Κινέζος πρωθυπουργός, Li Qiang, επισκεφθεί το Βερολίνο για τον έβδομο γύρο [9] διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Μάρτιο. Σε μια συνάντηση με περίπου δώδεκα Γερμανούς ηγέτες της βιομηχανίας, ο Li πρότεινε [10] ότι οι εταιρείες, όχι οι κυβερνήσεις, θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για το de-risking [άρση του κινδύνου] και ότι η άρση του κινδύνου απαιτεί ενίσχυση της συνεργασίας, ενώ η αποσύνδεση δεν θα λειτουργούσε. Στόχος του Βερολίνου με την υποδοχή του Li ήταν να διαβεβαιώσει το Πεκίνο ότι η Γερμανία δεν επιδιώκει την αποσύνδεση και εξακολουθεί να βλέπει την Κίνα ως εταίρο για την γερμανική οικονομία και για την αντιμετώπιση δύσκολων θεμάτων όπως η κλιματική αλλαγή. Οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς ανησυχούσαν για τις συγκρουσιακές διατυπώσεις στην στρατηγική για την Κίνα και άμβλυναν την αρχική εκδοχή που είχε συνταχθεί από το υπουργείο Εξωτερικών κατά την διάρκεια παρατεταμένων συζητήσεων εντός του κυβερνητικού τρικομματικού συνασπισμού της χώρας μέχρι την τελική δημοσίευσή της τον Ιούλιο.

Η στρατηγική αποσκοπεί στην αναπροσαρμογή της ολοένα και πιο ανισόρροπης οικονομικής σχέσης της Γερμανίας με την Κίνα και στην ευθυγράμμισή της με τους ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, ο καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, προσέχει να μην βάλει την Κίνα στην ίδια κατηγορία με την Ρωσία, η εισβολή της οποίας στην Ουκρανία προκάλεσε το Zeitenwende (σημείο καμπής), ή αλλιώς την αλλαγή της παλίρροιας, στην πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Γερμανίας. Η στρατηγική δεσμεύει ρητά την Γερμανία να θέσει ως κατευθυντήρια αρχή της την απεξάρτηση από το οικονομικό ρίσκο και στοχεύει στη μείωση των τρωτών σημείων της χώρας σε τομείς όπου η εξάρτηση από την Κίνα θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την εθνική ασφάλεια. Σε μεγάλο βαθμό, η στρατηγική αγκαλιάζει τα οξύτερα μέσα που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των συντονισμένων ελέγχων των εξαγωγών. Όμως, σταματά πριν το να απαιτεί ελέγχους για τις εξερχόμενες επενδύσεις, όπως ζητά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναλαμβάνοντας την δέσμευση μόνο να τους «εξετάσει».

Τα υποχρεωτικά τεστ αντοχής (stress tests) και η υποχρεωτική υποβολή εκθέσεων για τις εταιρείες που είναι εκτεθειμένες σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα επίσης δεν συμπεριλήφθηκαν στο τελικό σχέδιο της στρατηγικής της γερμανικής κυβέρνησης, το οποίο ευθυγραμμίζεται με τις πρόσφατες δηλώσεις του Scholz σχετικά με την ανάθεση της διαφοροποίησης από την Κίνα στις εταιρείες και όχι στις κυβερνήσεις. Τέλος, η στρατηγική στερείται μηχανισμού παρακολούθησης κρίσιμων τομέων της γερμανικής εξάρτησης από την Κίνα -για παράδειγμα, στα ηλεκτρονικά. Αυτές οι παραλείψεις αποδυναμώνουν μια κατά τα άλλα ισχυρή πολιτική αποφυγής οικονομικού ρίσκου (economic de-risking).

Η νέα στρατηγική της Γερμανίας για την Κίνα είναι, στον πυρήνα της, μια στρατηγική οικονομικής ασφάλειας, στην οποία τα θέματα σκληρής ασφάλειας λαμβάνονται υπόψη μόνο δευτερευόντως. Αυτό υπογραμμίζει το χάσμα μεταξύ των γερμανικών και αμερικανικών προτεραιοτήτων όσον αφορά την Κίνα. Η στρατηγική είναι πιο σαφής όσον αφορά τις ανησυχίες για την ασφάλεια όταν συζητά την ρωσοκινεζική συνεργασία, απειλώντας με συνέπειες αν η Κίνα παραδώσει όπλα στην Ρωσία και χαρακτηρίζοντας την υπεράσπιση της κυριαρχίας της Ουκρανίας από την Κίνα «μη αξιόπιστη». Υπόσχεται επίσης μεγαλύτερη στρατιωτική συνεργασία με τους εταίρους του Ινδο-Ειρηνικού και προσωρινή στρατιωτική παρουσία στην περιοχή αυτή. Κατά τα άλλα, η στρατηγική αποφεύγει να περιγράψει δράσεις ή ρόλο για την Γερμανία σε μια γεωπολιτική αντιπαράθεση με την Κίνα -για παράδειγμα, για την Ταϊβάν.

ΜΙΑ ΑΡΧΗ, ΟΧΙ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ

Οι συγκλίνουσες ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της Κίνας να εκμεταλλευτεί το συγκριτικό της πλεονέκτημα στο εμπόριο έναντι των ανταγωνιστών της έχουν φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη πιο κοντά στο πλαίσιο της ατζέντας για την άρση του ρίσκου. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές και η νέα στρατηγική της Γερμανίας για την Κίνα υπογραμμίζει αυτές τις διαφορές. Αν και η στρατηγική υιοθετεί αναμφισβήτητα πιο σκληρή γλώσσα από όσο έχει χρησιμοποιήσει το Βερολίνο στο παρελθόν για την Κίνα, δεν αποτελεί ριζική απόκλιση από την προηγούμενη προσέγγιση της κυβέρνησης. Αντίθετα, στοχεύει στην διατήρηση της γερμανικής ευημερίας μέσω του εμπορίου με την Κίνα, ενώ παράλληλα αντισταθμίζει προσεκτικά τους γεωπολιτικούς κινδύνους. Η Γερμανία αναγνωρίζει την πραγματικότητα της αυξανόμενης κινεζικής διεκδικητικότητας και επιδιώκει να «έχει κατά νου τις γεωπολιτικές πτυχές όταν λαμβάνει οικονομικές αποφάσεις», αναφέρει η στρατηγική. Αλλά το Βερολίνο δεν θέλει να γίνει μέρος ενός συγκρουσιακού «μπλοκ» κατά της Κίνας. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο της στρατηγικής, η συνεργασία με την Κίνα παραμένει «θεμελιώδης» για την επίλυση «πολλών από τις πιο πιεστικές παγκόσμιες προκλήσεις».

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες θεωρούν ότι οι οικονομικές προκλήσεις που θέτει η Κίνα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις γεωπολιτικές, για παράδειγμα στον Ινδο-Ειρηνικό, η νέα γερμανική στρατηγική δεν επαρκεί. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν βλέπουν την άνοδο της Κίνας μέσα από το ίδιο πρίσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνεχίζουν να την βλέπουν κυρίως ως οικονομική πρόκληση και λιγότερο ως απειλή για την ασφάλεια. Η Ευρώπη εξακολουθεί να απολαμβάνει μια πλεονεκτική θέση τρίτου μέρους. Από αυτή την οπτική γωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα είναι μπλεγμένες σε έναν παγκόσμιο ηγεμονικό ανταγωνισμό, ο οποίος είναι διαφορετικής τάξης ανταγωνισμός από εκείνον στον οποίον εμπλέκονται η Ευρώπη και η Κίνα. Παρόλο που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και την αυξανόμενη διεκδικητικότητα της Κίνας, οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την γεωπολιτική ως έναν τακτικό κίνδυνο προς αποφυγή και όχι ως ένα πεδίο στο οποίο πρέπει να εμπλακούν από κοινού με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το όραμα της Γερμανίας για έναν «ευρωπαϊκό τρόπο» ίσως προσπαθεί να τα έχει και τα δύο -να αποκομίζει οικονομικά οφέλη, υποτιμώντας ταυτόχρονα τους σκληρούς κινδύνους για την ασφάλεια και την γεωπολιτική. Αν το πετύχει, το Βερολίνο θα αποδείξει ότι είναι δυνατόν να συνεργαστεί και να ανταγωνιστεί χωρίς να κλιμακώσει τις γεωπολιτικές εντάσεις. Η στρατηγική της Γερμανίας θα μπορούσε τότε να θεωρηθεί ως μια λογική αναπροσαρμογή της προσέγγισης της Ευρώπης απέναντι στην Κίνα, η οποία θα είναι προσαρμοσμένη στις ευρωπαϊκές συνθήκες και θα διαφέρει από την προσέγγιση των ΗΠΑ. Αλλά με έναν πόλεμο να μαίνεται στην Ευρώπη και τις προεδρικές εκλογές του 2024 στις ΗΠΑ στον ορίζοντα, η απλή αντιστάθμιση έναντι των κινδύνων μιας ρήξης με την Κίνα ίσως να μην είναι αρκετή. Η ΕΕ και η Γερμανία ίσως χρειαστεί να αξιοποιήσουν την οικονομική τους επιρροή για να διαμορφώσουν ενεργά το γεωπολιτικό περιβάλλον.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία θα πρέπει να επιδιώξει να ηγηθεί της συζήτησης για την Κίνα σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να αποφύγει να στείλει ανάμεικτα μηνύματα, όπως έκανε με την συμφωνία της τον Μάιο του 2023 να πουλήσει σχεδόν το 25% των μετοχών ενός τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Αμβούργου στην κινεζική εταιρεία COSCO, αψηφώντας τους νέους γερμανικούς κανονισμούς που αποσκοπούν στην προστασία των κρίσιμων υποδομών. Το Βερολίνο πρέπει επίσης να αποφύγει την υπερεκτίμηση της επιρροής της Κίνας επί της Ρωσίας και να αντισταθεί σε σημαντικές παραχωρήσεις προς το Πεκίνο με την ελπίδα να περιορίσει την επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας -μια ελπίδα που μπορεί να είναι αβάσιμη υπό το πρίσμα της ολοένα και στενότερης συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Κίνας. Τέλος, η Γερμανία δεν πρέπει να υποθέσει, όπως έκανε με την Ρωσία, ότι η εξάρτηση από την ευρωπαϊκή αγορά θα περιορίσει τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Κίνας. Αυτό θα ήταν άλλο ένα κολοσσιαίο λάθος.

Η νέα στρατηγική της Γερμανίας για την Κίνα είναι ένα σημαντικό βήμα προς μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση των οικονομικών τρωτών σημείων της Γερμανίας, καθώς αυτή εκτίθεται επικίνδυνα σε οποιεσδήποτε διαταραχές που προκαλούνται από την Κίνα ή προέρχονται από αυτήν. Με την εστίασή της στους οικονομικούς κινδύνους και την δευτερεύουσα μόνο εξέταση των ζητημάτων σκληρής ασφάλειας, ωστόσο, κινδυνεύει να ξεπεραστεί γρήγορα σε ένα ταχέως εξελισσόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Ακόμη και εν μέσω πολιτικών διαμάχης στο εσωτερικό, το Βερολίνο θα πρέπει να επανεκτιμά συνεχώς την έκθεσή του σε πιθανό οικονομικό εξαναγκασμό: αυτό που θεωρείται αποδεκτό ρίσκο σήμερα ίσως να φαίνεται εντελώς διαφορετικό σε έναν χρόνο από σήμερα. Χωρίς μια τέτοια επανεκτίμηση, η τρέχουσα προσέγγιση της χώρας θα μπορούσε να επιβραδύνει την συζήτηση εντός της ΕΕ αντί να την προωθεί. Η στρατηγική της Γερμανίας για την Κίνα παρέχει μια βασική γραμμή, αλλά η πραγματική δουλειά απλώνεται μπροστά μας.

Σύνδεσμοι:
[1] https://link.springer.com/book/10.1007/978-3-030-68226-2#:~:text=About%2....
[2] https://www.hup.harvard.edu/catalog.php?isbn=9780674271913
[3] https://www.consilium.europa.eu/en/policies/eu-response-ukraine-invasion...
[4] https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/speech_23_2063
[5] https://commission.europa.eu/system/files/2021-05/swd-strategic-dependen...
[6] https://www.cnbc.com/2023/05/04/volkswagen-q1-earnings-2023.html#:~:text....
[7] https://www.ft.com/content/7fe10b69-bc19-4aff-9b46-e0233e00c638
[8] https://www.ft.com/content/8aec5c2d-ca67-46b1-80ab-33809f56a2f2
[9] https://www.bundesregierung.de/breg-en/news/german-chinese-intergovernme...
[10] https://www.gov.cn/yaowen/liebiao/202306/content_6887240.htm

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/europe/berlins-delicate-balance-beijing

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition