Η λεπτή ισορροπία του Βερολίνου με το Πεκίνο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η λεπτή ισορροπία του Βερολίνου με το Πεκίνο

Θα είναι αρκετή μια αυστηρότερη στρατηγική για την Κίνα;
Περίληψη: 

Με την εστίασή της στους οικονομικούς κινδύνους και την δευτερεύουσα μόνο εξέταση των ζητημάτων σκληρής ασφάλειας, η Γερμανία κινδυνεύει να ξεπεραστεί γρήγορα σε ένα ταχέως εξελισσόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Ακόμη και εν μέσω πολιτικών διαμάχης στο εσωτερικό, το Βερολίνο θα πρέπει να επανεκτιμά συνεχώς την έκθεσή του σε πιθανό οικονομικό εξαναγκασμό.

Η LIANA FIX είναι συνεργάτις για την Ευρώπη στο Council on Foreign Relations και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Germany’s Role in European Russia Policy: A New German Power; [1]
Ο ZONGYUAN ZOE LIU είναι υπότροφος Maurice R. Greenberg για τις Κινεζικές Σπουδές στο Council on Foreign Relations και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Sovereign Funds: How the Communist Party of China Finances Its Global Ambitions [2].

Το 2020, ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Josep Borrell, κάλεσε την Ευρώπη να χαράξει τον «δικό της δρόμο» με την Κίνα και να πάρει αποστάσεις από την προσέγγιση της «ανοιχτής αντιπαράθεσης» που ακολουθεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Ο στόχος του «δόγματος Σινάτρα» του Μπορέλ, που ονομάστηκε έτσι ως αναφορά στο τραγούδι «My Way», ήταν η ΕΕ να αποφύγει να γίνει είτε «κινεζική αποικία είτε αμερικανική αποικία» εν μέσω ενός αγώνα που θυμίζει ψυχρό πόλεμο μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Η επίτευξη μιας τέτοιας ισορροπίας, υποστήριξε ο Borrell, θα επέτρεπε στην Ευρώπη να διατηρήσει τα οφέλη των ισχυρών οικονομικών δεσμών με την Κίνα, τα οποία ο ίδιος και οι περισσότεροι άλλοι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εκείνη την εποχή θεωρούσαν ότι υπερέβαιναν κατά πολύ τον κίνδυνο να δοθεί στο Πεκίνο υπερβολική επιρροή.

02082023-1.jpg

Ο Γερμανός καγκελάριος, Olaf Scholz, και ο Κινέζος πρωθυπουργός, Li Qiang, στο Βερολίνο, τον Ιούνιο του 2023. Nadja Wohlleben / Reuters
------------------------------------------

Τρία χρόνια αργότερα, το γεωοικονομικό τοπίο είναι πολύ διαφορετικό -όπως και οι αντιλήψεις της ΕΕ για την Κίνα. Το ευρωπαϊκό μπλοκ έχει απογοητευτεί από τον αδιαφανή χειρισμό της πανδημίας COVID-19 από το Πεκίνο, την έμμεση υποστήριξή του στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και την ολοένα και πιο διεκδικητική εξωτερική πολιτική του. Η ολοκληρωμένη συμφωνία ΕΕ-Κίνας για τις επενδύσεις (EU-China Comprehensive Agreement on Investment), η οποία υπεγράφη εσπευσμένα τον Δεκέμβριο του 2020 πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, τέθηκε σε αναστολή μετά την επιβολή κυρώσεων από την Κίνα σε ευρωβουλευτές και τώρα βρίσκεται σε επ' αόριστον αναστολή. Το «σοκ της Ρωσίας» [3] τράνταξε τους ηγέτες για να προσέξουν, αποκαλύπτοντας την ανησυχητική πραγματικότητα ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι ένας πιεστικός σύμμαχος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά μάλλον οι βαθιές [ευρωπαϊκές] ευαλωτότητες στον πιθανό κινεζικό εξαναγκασμό.

Τους τελευταίους έξι μήνες, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρωτοστάτησε στον επαναπροσανατολισμό της στάσης της ΕΕ έναντι της Κίνας. Σε ομιλία της [4] τον Μάρτιο, υπεραμύνθηκε ενός σχεδίου για την διασφάλιση της οικονομικής ασφάλειας της Ευρώπης μέσω της «αποεπένδυσης» των σχέσεών της με την Κίνα -δηλαδή, της μείωσης των κρίσιμων τρωτών σημείων που προκύπτουν από την υπερβολική εξάρτηση, ιδίως στους τομείς της υγείας, της ψηφιακής τεχνολογίας, και της καθαρής τεχνολογίας, και της αποτροπής του οικονομικού καταναγκασμού, επιδιώκοντας παράλληλα την συνεργασία σε ευρύτερες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή. Αντί να φέρει την Ευρώπη αντιμέτωπη με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως είχε κάνει ο Borrell, η φον ντερ Λάιεν προσπάθησε να γεφυρώσει το διατλαντικό χάσμα -τουλάχιστον θεωρητικά. Και πράγματι, η προσέγγισή της είχε απήχηση στην κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία υιοθέτησε τον όρο «de-risking» για να διαλύσει τους φόβους ότι πιέζει για «αποσύνδεση», μια πλήρη διακοπή των οικονομικών δεσμών με την Κίνα.

Ωστόσο, η ευρωπαϊκή στρατηγική έναντι της Κίνας απέχει πολύ από το να έχει διευθετηθεί: οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συνεχίζουν να συζητούν έντονα για το πόσο μακριά πρέπει να φτάσει η ΕΕ για να διαφοροποιήσει τις οικονομικές της σχέσεις και να περιορίσει το εμπόριο και τις επενδύσεις με την Κίνα σε κρίσιμους τομείς. Και παρά τις προσπάθειες της ΕΕ να καθορίσει μια νέα πολιτική για την Κίνα, η Γερμανία παραμένει ο πραγματικός άξονας: ως η οικονομική μηχανή της ηπείρου και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών προς την Κίνα, το Βερολίνο θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό μιας νέας προσέγγισης. Τον Ιούλιο, μετά από μισό χρόνο καθυστέρησης, η Γερμανία δημοσίευσε τελικά τη νέα στρατηγική της για την Κίνα, η οποία απαιτεί μεγαλύτερο συντονισμό με τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον, διατηρώντας παράλληλα τους βαθύτατους οικονομικούς δεσμούς και την συνολική συνεργασία με το Πεκίνο. Η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της προσέγγισης θα εξαρτηθεί από τον τρόπο εφαρμογής της: το Βερολίνο πρέπει να ανταποκριθεί στη νέα, σκληρότερη ρητορική του και να αποφύγει να επαναλάβει τα δαπανηρά λάθη που έκανε με την Ρωσία, η οποία την παραμονή της εισβολής στην Ουκρανία προμήθευε περισσότερο από το ήμισυ του φυσικού αερίου της Γερμανίας και δεν λαμβανόταν σοβαρά υπόψη από την Γερμανία ως δυνητική απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης. Αν το Βερολίνο δεν κάνει πράξη τα λόγια του, αλλά συνεχίσει να δίνει προτεραιότητα στα οικονομικά οφέλη εις βάρος της αμείωτης έκθεσης σε γεωπολιτικούς κινδύνους έναντι μιας πιο διεκδικητικής Κίνας, θα μπορούσε να καταλήξει εξίσου ευάλωτο στον οικονομικό εξαναγκασμό σε μια άλλη κρίση ασφαλείας, ίσως για την Ταϊβάν. Το αν ο ευρωπαϊκός τρόπος με την Κίνα αποδειχθεί ο σωστός εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Γερμανία.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ