Η μεθεπόμενη ημέρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η μεθεπόμενη ημέρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, το Διεθνές Δίκαιο, και η Δύση*

Ο Ερντογάν επέλεξε να απευθυνθεί στο θυμικό του τουρκικού λαού και στην συλλογική ιστορική συνείδηση και μνήμη του, η οποία πλέον καθοδηγείται σε σημαντικό βαθμό από τον Εθνικό Όρκο (Misak-ı Millî) του 1920 [5] προάγοντας τον νεο-οθωμανισμό. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ακόμα και οι αντίπαλοι του Ερντογάν εμφορούνται από τα ίδια χαρακτηριστικά, τα οποία πλέον συνιστούν το «εθνικό DNA» των Τούρκων [6]. Συνεπώς, η Τουρκία έχει ήδη καταστεί συλλογικά δέσμια των μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων και της εθνικιστικής διελκυστίνδας, στην οποία έχουν επιδοθεί εδώ και χρόνια όλοι οι υποψήφιοι σχεδόν όλου του κοινοβουλευτικού φάσματος, προς άγρα των ψήφων του τουρκικού λαού ο οποίος εύκολα παρασύρεται από την επικότητα των μεγαλομανιακών νεο-οθωμανικών οραμάτων, αλλά απρόθυμα απαγκιστρώνεται από αυτά. Εντέλει, ο τουρκικός λαός ενδιαφέρεται για την τόνωση της εθνικής του υπερηφάνειας περισσότερο από όσο για την οικονομία και σαφώς λιγότερο για τους δημοκρατικούς θεσμούς οι οποίοι, ευκαιρίας δοθείσης, αφίστανται από την θεώρηση του συντηρητικού Ισλάμ που προωθεί ο Ερντογάν.

Σε αυτό το πλαίσιο ιστορικισμού και τόνωσης της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας το οποίο έχει πλέον αποκτήσει συμπαγές και βαθύ λαϊκό έρεισμα σε όλη την έκταση της τουρκικής κοινωνίας, ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν που αποφάσισε να προωθήσει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» το οποίο συνιστά σαφή απειλή σε βάρος όχι μόνο των κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και της ίδιας της κυριαρχίας της Ελλάδας.

Ως εκ τούτου, όποιες αποφάσεις του νέου Τούρκου προέδρου επί των ελληνοτουρκικών είναι δύσκολο να αποστούν σημαντικά από το επεκτατικό αφήγημα που ο ίδιος συνειδητά και συντεταγμένα επέλεξε να προωθήσει εις βάρος της χώρας μας, ενώ συγκρατείται και η διαχρονική απροθυμία και ακαμψία (αλλά όχι και ανικανότητα) της Άγκυρας στο να υπαναχωρεί από δεδηλωμένες θέσεις παρά την ικανότητα ελιγμού της πέριξ αυτών, κάτι το οποίο επίσης θα δυσχεράνει την θεαματική της μεταστροφή σε θέσεις οι οποίες ξεπερνούν ήδη κατά πολύ τις ελληνικές κόκκινες γραμμές. Εξάλλου, ο Ερντογάν παρά τις πρόσφατες δηλώσεις του [7] περί «νέας εποχής στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας» δεν απέστη από την επιχειρηματολογία του. Προφανώς δε, ο Τούρκος πρόεδρος στην επόμενη φάση θα πάρει αποφάσεις που θα ικανοποιούν περισσότερο τον τουρκικό λαό και τα τουρκικά συμφέροντα από όσο τα αντίστοιχα ελληνικά.

Ωστόσο, η απόσταση που δύναται να λάβει ο Ερντογάν από το επεκτατικό του αφήγημα θα εξαρτηθεί και από άλλους παράγοντες, προεξάρχοντος αυτού της προοπτικής της Τουρκικής οικονομίας η οποία βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μια οριακή κατάσταση. Η επιδεινούμενη κατάσταση της Τουρκικής οικονομίας δεν επιτρέπει περαιτέρω λεονταρισμούς και μεγαλομανιακά οράματα, ενώ ο τουρκικός λαός όσο υπερήφανος, υπομονετικός, και ολιγαρκής κι αν είναι, δε δύναται να υποστηρίξει αυτά τα οράματα επί μακρόν αν δε δει και κάποια εύλογη καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου του.

Συνεπώς, ο Ερντογάν θα λάβει υπόψη του περισσότερο την πραγματική οικονομική θέση της χώρας του και θα επαναπροσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρει να δημιουργήσει την αναγκαία ανάπτυξη που θα να ξαναβάλει την Άγκυρα σε τροχιά ανάπτυξης ώστε να απομακρύνει την επιλογή της προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ιδιαιτέρως τώρα που η ανάγκη εισροής κεφαλαίων στην χώρα του είναι μεγαλύτερη από ποτέ, ένεκα της ανάγκης αποκατάστασης των καταστροφών που προκλήθηκαν από τον καταστροφικό σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου 2023, και να αποφύγει με αυτό τον τρόπο μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της λαϊκής δυσφορίας.

Η επόμενη σημαντική παράμετρος για την Τουρκία θα είναι η συνολική τοποθέτησή της στην διαμόρφωση των γεωπολιτικών ισορροπιών σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Η Δύση περιμένει -με σταδιακά εξαντλούμενη υπομονή εδώ και σχεδόν μια δεκαετία- από την Τουρκία να τελειώνει με τους κλυδωνισμούς της μεταξύ Δύσης και Ανατολής και να αποφασίσει σε ποιό γεωπολιτικό συνασπισμό και σε ποιό πολιτικό σύστημα τοποθετείται, προτιμώντας προφανώς την παραμονή της στο Δυτικό μπλοκ αδυνατώντας, όμως, να κατανοήσει ότι ουσιαστικά η Τουρκία το έχει ήδη εγκαταλείψει.

Οι ακροβατισμοί Ερντογάν έχουν φέρει σε οριακά σημεία και τους Δυτικούς πολιτικούς αλλά κυρίως τις Δυτικές γραφειοκρατίες (οι οποίες σε μερικές χώρες όπως π.χ. στις ΗΠΑ διαδραματίζουν εξόχως σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση πολιτικών). Η Δύση θα περίμενε να τερματιστούν εντός της προσεχούς περιόδου διακυβέρνησης οι κλυδωνισμοί της Τουρκίας προς Βορρά και Ανατολή, ιδιαιτέρως λόγω του κλίματος που έχει διαμορφωθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και της επαμφοτερίζουσας τουρκικής στάσης προς την Ρωσία και εσχάτως και προς την Κίνα. Αναμένεται επίσης και η τελική εξισορρόπηση της Άγκυρας σε ότι αφορά στην Συρία, όπως και το μέχρι πού θα φτάσει η Άγκυρα κατόπιν της συνειδητής της διολίσθησης προς ένα αυταρχικής μορφής θεοκρατικού τύπου καθεστώς, το οποίο αφίσταται όλο και περισσότερο από τα Δυτικά πρότυπα εις βάρος των Δυτικών συμφερόντων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, αλλά και της Ασίας.

Όσον αφορά στην Ρωσία δεν είναι βέβαιο ότι αυτή προτιμά να προσεταιριστεί πλήρως την Τουρκία από την στιγμή που μπορεί να την χρησιμοποιεί ως «Δούρειο Ίππο» της στην Δύση και να αποδυναμώνει με αυτόν τον τρόπο τόσο την Βορειοατλαντική Συμμαχία, όσο και την κρατική ανθεκτικότητα και κοινωνική συνοχή των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αλλά και για την Άγκυρα είναι πλέον δύσκολο να αποχωρήσει από τον εναγκαλισμό της Μόσχας, αφού η στροφή της προς αυτήν την έχει καταστήσει δέσμια μέσω πολλαπλών συμφωνιών που έχει συνάψει και υλοποιεί με την ανοχή της Δύσης σε διάφορους τομείς της οικονομίας και της ενέργειας, σημειώνοντας χαρακτηριστικά την κατασκευή του τουρκικού πυρηνικού αντιδραστήρα στο Akkuyu από την ρωσική Rosatom. Εξάλλου, η διατήρηση και προώθηση μιας ιδιότυπης σχέσης με τη Μόσχα εξυπηρετεί την προώθηση της γεωπολιτικής στόχευσης της Άγκυρας προς την Ευρασία.