Η Ελλάδα και οι γείτονές της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα και οι γείτονές της

Δημοσιεύθηκε την 1η Απριλίου 1931

Υπάρχει μια ελληνική παροιμία που λέει ότι «πρέπει κανείς να φιλά το χέρι που δεν μπορεί να δαγκώσει». Ο κ. Βενιζέλος, που είναι ρεαλιστής στην πολιτική, συνειδητοποίησε ότι όσο κι αν οι Έλληνες δυσανασχετούν με την ιταλική προσάρτηση των Δωδεκανήσων και τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να «δαγκώσει» τον μεγάλο δυτικό γείτονά της, και ως εκ τούτου πρέπει να εισέλθει σε φιλικές επίσημες σχέσεις μαζί του˙ γιατί τίποτα δεν είναι πιο μάταιο από μια πολιτική ενοχλήσεων. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Μουσολίνι και στις 23 Σεπτεμβρίου 1928 υπέγραψε στην Ρώμη συνθήκη φιλίας, διαιτησίας, και δικαστικού συμβιβασμού με την Ιταλία. Δεν έγινε νύξη για τα Δωδεκάνησα και ο κ. Βενιζέλος στην συνέχεια δήλωσε ότι δεν υπάρχει Δωδεκανησιακό ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών, όπως δεν υπήρχε Κυπριακό μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας. Η δήλωση αυτή προκάλεσε κάποια δυσαρέσκεια στους Δωδεκανήσιους στην Αθήνα, αλλά αντιπροσωπεύει την επίσημη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Όταν το 1930 ανεγέρθηκε προτομή του Ξάνθου, επιφανούς μέλους της περίφημης «Φιλικής Εταιρείας» του 1814 και με καταγωγή από την Πάτμο, από τον γιατρό Σκεύο Ζερβό, τον γνωστό Δωδεκανήσιο ηγέτη, στην «Πλατεία της Φιλικής Κοινωνίας» στην Αθήνα, και τα ονόματα όχι μόνο της Πάτμου αλλά και άλλων από «τα δώδεκα νησιά» αναγράφηκαν στο μνημείο, διαγράφηκαν, και με μια γοητευτική βυζαντινή λεπτότητα απαγορεύτηκε το ουσιαστικό Πάτμος, αλλά επετράπη το επίθετο Πάτμιος. Ένα γιώτα είχε σώσει το Ιταλοελληνικό πρωτόκολλο! Τον Ιανουάριο του 1929, ο σινιόρ Grandi, επιστρέφοντας από την Άγκυρα, ανταπόδωσε την επίσκεψη του κ. Βενιζέλου για λογαριασμό του σινιόρ Μουσολίνι. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφθηκε ξανά τον σινιόρ Μουσολίνι στην Ρώμη τον Ιανουάριο του 1931 στον δρόμο για την πατρίδα από το ταξίδι του στο Βελιγράδι, την Βαρσοβία, και την Βιέννη, μοιράζοντας έτσι προσεκτικά την προσοχή του στα μέλη των δύο αντίπαλων ομάδων. Η Ιταλία, από την πλευρά της, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να κάνει τον εαυτό της ευχάριστο στην Ελλάδα. Τα ιταλικά πλοία έσπευσαν στην Κόρινθο μετά τον σεισμό του 1928 και όταν πρέπει να δοθούν συγχαρητήρια ή συλλυπητήρια στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ο Ιταλός υπουργός είναι πάντα ο πρώτος που φτάνει εκεί. Ο σινιόρ Μουσολίνι δεν είναι της γνώμης του Γάλλου κυνικού ότι οι διπλωμάτες κάνουν το λιγότερο κακό όταν δεν κάνουν τίποτα.

Το ελληνο-ρουμανικό σύμφωνο μη επιθέσεως και διαιτησίας έχει πολύ μικρότερη σημασία από τις συνθήκες με την Τουρκία, την Γιουγκοσλαβία, και την Ιταλία, επειδή το ζήτημα των Κούτζο Βλάχων (Kutzo Vlach), τόσο εξεχόντων στη Μακεδονία στις αρχές του αιώνα, δεν υπάρχει πλέον. Σοφά, επίσης, η ρουμανική κυβέρνηση απείχε από την υιοθέτηση μιας εχθρικής πολιτικής προς την δημοκρατική Ελλάδα, επειδή η πρώην βασίλισσα των Ελλήνων είναι αδελφή του βασιλιά της Ρουμανίας.

Ο κ. Βενιζέλος είπε στον γράφοντα ότι, έχοντας «κάνει φιλικές συμφωνίες» με τα προαναφερθέντα κράτη, «ήθελε τώρα να κάνει το ίδιο με την Βουλγαρία και την Αλβανία». Όσον αφορά την Βουλγαρία, το ερώτημα είναι κάπως δύσκολο. Η Συνθήκη του Neuilly εξασφάλισε στην Βουλγαρία μια εμπορική διέξοδο στο Αιγαίο και η Θρακική συνθήκη του 1920 όριζε ότι αυτή η διέξοδος έπρεπε να είναι στο Δεδέαγατς [Αλεξανδρούπολη]. Κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην Συνθήκη της Λωζάνης οι Συμμαχικές Δυνάμεις κάλεσαν την Βουλγαρία να αποδεχθεί αυτή την λύση και να κατασκευάσει ένα λιμάνι κοντά στο Dedeagach. Αλλά η Βουλγαρία αρνήθηκε, οπότε η ελληνική κυβέρνηση έκανε μια νέα πρόταση: να κατασκευαστεί μια γραμμή κανονικού εύρους κάτω από την κοιλάδα του Στρυμώνα από τον σημερινό βουλγαρικό σιδηροδρομικό τερματικό σταθμό στο Πετρίτσι έως το Demi Hisar, έτσι ώστε να συνδεθεί η Βουλγαρία με την Θεσσαλονίκη, όπου στο βουλγαρικό εμπόριο θα επιτρεπόταν η χρήση της Ελεύθερης Ζώνης, που δημιουργήθηκε το 1925, όπως ακριβώς το γιουγκοσλαβικό εμπόριο χρησιμοποιεί την παρόμοια σερβική Ελεύθερη Ζώνη. Η προσφορά αυτή δεν τέθηκε υπό τον όρο να εγκαταλείψει η Βουλγαρία το δικαίωμά της σε έναν εμπορικό σταθμό στο Dedeagach, και ο κ. Βενιζέλος δήλωσε στην Βιέννη τον Ιανουάριο ότι, «εάν η Βουλγαρία αποφασίσει ποτέ να απαιτήσει την επιβολή της σχετικής ρήτρας της Θρακικής Συνθήκης , θα βρει την ελληνική κυβέρνηση έτοιμη να συνεργαστεί στην εκτέλεσή της». Όσον αφορά το ζήτημα των μειονοτήτων, αυτό αφορά την Γιουγκοσλαβία παρά την Ελλάδα, γιατί μετά την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών με την Συνθήκη του Neuilly οι Βούλγαροι στην Ελλάδα ανέρχονται μόνο στο 5,1% και αυτό κυρίως γύρω από την Φλώρινα. Περίπου 80.000 Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν αυτή την σύμβαση για να μεταναστεύσουν από την Ελλάδα στην Βουλγαρία, όπου είχαν προηγηθεί περίπου 15.000 [Βούλγαροι] κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Εάν αυτή η εναπομείνασα μειονότητα δεν έχει ειδικά σχολεία, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν τα ζήτησαν ποτέ, αλλά αρκούνται να στέλνουν τα παιδιά τους να μορφωθούν με τους Έλληνες.