Η νέα κρίση στο Νταρφούρ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η νέα κρίση στο Νταρφούρ

Τι μπορούν να κάνουν η Αμερική, η Αφρικανική Ένωση, και ο ΟΗΕ για να σταματήσουν τους θανάτους

Οι τοπικές συγκρούσεις έγιναν πιο θανατηφόρες λόγω ενός δεύτερου παράγοντα: του εμφυλίου πολέμου στο Τσαντ, που διήρκεσε δεκαετίες και ξεκίνησε το 1966. Εντάθηκε την επόμενη δεκαετία, όταν ο Λίβυος δικτάτορας, Μουαμάρ αλ Καντάφι, προσπάθησε να προσαρτήσει το Τσαντ και, για τον σκοπό αυτό, φιλοξένησε και εξόπλισε δυσαρεστημένους από την άλλη πλευρά της Σαχάρας. Σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Λιβύη, νομάδες που αυτοαποκαλούνταν ως η Αραβική Συγκέντρωση (the Arab Gathering) συσπειρώθηκαν γύρω από ένα σκοτεινό σχέδιο για την κατάληψη του Νταρφούρ, την εκδίωξη των μη αραβικών λαών, και την εγκαθίδρυση μιας πατρίδας Βεδουίνων-Αράβων. Απαξιώνοντας τα διεθνή σύνορα και περιφρονώντας τα προσχήματα της ποικιλομορφίας και της πολιτικής διακυβέρνησης, έτρεφαν έναν τοξικό εθνοτικό υπερεθνικό ρατσισμό. Αυτοί ήταν οι αρχικοί Janjaweed και οι διάδοχοί τους είναι, σήμερα, οι στρατιώτες, οι παραστρατιωτικοί, οι ληστές, και οι λαθρέμποροι που τρομοκρατούν το Νταρφούρ.

Η εθνική πολιτική του Σουδάν συνέβαλε επίσης στην εξέγερση του Νταρφούρ και στην βίαιη καταστολή της. Η επί μακρόν υποβόσκουσα δυσαρέσκεια για την παραμέληση της περιοχής από το Χαρτούμ, και ο τρόπος με τον οποίο ο Μπασίρ πήρε το μέρος των Αράβων στις τοπικές διαμάχες ώθησαν τους ακτιβιστές της να πάρουν τα όπλα. Το Απελευθερωτικό Κίνημα του Σουδάν (Sudan Liberation Movement) και το Κίνημα Δικαιοσύνης και Ισότητας (Justice and Equality Movement ) ένωσαν τις δυνάμεις τους για να εξαπολύσουν καταστροφικές επιθέσεις κατά του σουδανικού στρατού το 2003. Η απάντηση του στρατού ήταν να κινητοποιήσει τους Janjaweed για να αντεπιτεθούν, λεηλατώντας και καταστρέφοντας όποιες κοινότητες υποπτεύονταν ότι υποστήριζαν τους αντάρτες. Μετά από έρευνα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ, ανακοίνωσε ότι οι Janjaweed είχαν διαπράξει γενοκτονία.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΔΕΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ

Το Νταρφούρ ήταν μια σπάνια περίπτωση αφρικανικής κρίσης που προκάλεσε παθιασμένη διεθνή αντίδραση. Μέσω ενός παγκόσμιου κινήματος υπεράσπισης, οι αγωνιστές του Νταρφούρ πέτυχαν τους κύριους στόχους τους. Το 2007, μια τεράστια ειρηνευτική δύναμη, η Αποστολή του ΟΗΕ και της Αφρικανικής Ένωσης στο Νταρφούρ (UN-African Union Mission in Darfur, UNAMID), έλαβε εντολή από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την προστασία των αμάχων. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Μπασίρ για δέκα κατηγορίες, μεταξύ των οποίων τρεις για γενοκτονία.

Αλλά η ειρήνη δεν ήρθε στο Νταρφούρ. Οι συνομιλίες -πρώτα υπό την ηγεσία της Αφρικανικής Ένωσης και στην συνέχεια του Κατάρ με ένα επιτελείο εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ- κατέληξαν σε συμφωνίες που έλαβαν την υποστήριξη μόνο μιας μειοψηφίας των όλο και πιο κατακερματισμένων ανταρτών. Το Χαρτούμ μπλόκαρε ένα σχέδιο της Αφρικανικής Ένωσης για μια διαδικασία πολιτικής μεταρρύθμισης χωρίς αποκλεισμούς.

Αντίθετα, τα μεγάλα ζητήματα έμειναν άλυτα. Οι εκτοπισμένοι παρέμειναν στους τεράστιους καταυλισμούς τους, οι οποίοι έγιναν de facto πόλεις, τροφοδοτούμενοι από το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα. Οι αραβικές φυλές του Νταρφούρ κυριαρχούσαν στην γη, κάνοντας επιδρομές ατιμώρητες, πολεμώντας η μια την άλλη και τις πολιτοφυλακές για τα φυλετικά σύνορα και -κυρίως- για το ποιος θα ελέγχει τα προσοδοφόρα ορυχεία χρυσού της περιοχής. Ο Χεμεντί αναδείχθηκε ως ο πιο ικανός διοικητής των Janjaweed. Η εμπορική εταιρεία της οικογένειάς του επεκτάθηκε, και ο ίδιος κέρδιζε από το λαθρεμπόριο και την φύλαξη των συνόρων. Ο Χεμεντί ήταν επικεφαλής ενός πολυεθνικού επιχειρηματικού-μισθοφορικού ομίλου και έγινε ο κύριος εργοδότης της νεολαίας των Νταρφούρι.

Παρά τις αντιρρήσεις των στρατηγών του, ο Μπασίρ επισημοποίησε τις ταξιαρχίες του Χεμεντί ως RSF και τις έφερε στο Χαρτούμ ως πραιτοριανή φρουρά του. Ήταν ένα μοιραίο λάθος. Τον Απρίλιο του 2019, ειρηνικοί πολίτες διαμαρτυρόμενοι περικύκλωσαν το αρχηγείο του στρατού, απαιτώντας να φύγει ο Μπασίρ. Ο δικτάτορας έδωσε εντολή στους στρατηγούς του να τους συντρίψουν. Στη νυχτερινή συζήτηση των στρατηγών, ο Χεμεντί έδωσε την αποφασιστική ψήφο υπέρ της συμπαράταξης με τους πολίτες. Ο Μπασίρ ανατράπηκε. Αλλά οι στρατηγοί ήθελαν την εξουσία για τον εαυτό τους. Έξι εβδομάδες αργότερα οι RSF διέλυσαν τους διαδηλωτές με θανατηφόρα βία, σκοτώνοντας περισσότερους από 100. Οι πολίτες δεν πτοήθηκαν. Ο Χεμεντί και ο Μπουρχάν συμφώνησαν τότε σε συνομιλίες που συγκάλεσαν η Αφρικανική Ένωση και η Αιθιοπία και υποστηρίχθηκαν παρασκηνιακά από την Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μεθόδευσαν έναν συμβιβασμό. Το αποτέλεσμα ήταν μια ταραχώδης στρατιωτική-πολιτική κυβέρνηση. Καθώς το υπουργικό συμβούλιο πάλευε με τα οικονομικά προβλήματα του Σουδάν και την ανάγκη να φέρει τους αντάρτες του Νταρφούρ σε μια νέα ειρηνευτική συμφωνία, ο Χεμεντί εδραίωσε τις επιχειρήσεις του, επέκτεινε τις δυνάμεις του, και ενίσχυσε τα διεθνή του δίκτυα. Οι RSF νοίκιασαν τις υπηρεσίες τους στην Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για να πολεμήσουν στην Υεμένη, και συνεργάστηκαν με τον όμιλο Βάγκνερ.