Η Τουρκία βάλλει κατά της θρησκευτικής διαφορετικότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία βάλλει κατά της θρησκευτικής διαφορετικότητας

Η επίθεση κατά της οικουμενικότητας του Πατριάρχη Βαρθολομαίου και ο ρόλος της θρησκευτικής διπλωματίας

Ήταν Σεπτέμβριος του 2021, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ όταν ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος προσεκλήθη από τον Τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, στα εγκαίνια του «Σπιτιού της Τουρκίας». Η πρόσκληση απευθυνόταν στον εκπρόσωπο του Οικουμενικού Θρόνου την στιγμή που η ένταση των σχέσεων Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο Μόσχας ήταν στην κορύφωσή της. Ο Αρχιεπίσκοπος παρέστη στα εγκαίνια, στο πλαίσιο της θρησκευτικής διπλωματίας που ασκεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δημιουργώντας αντιδράσεις από διάφορους κύκλους στην Ελλάδα και στην Κύπρο οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τον θεσμικό ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει κάθε φορέας προκειμένου να υποστηριχθούν οι στόχοι του αξιώματός τους.

30092023-1.jpg

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Φωτογραφία: Νίκος Παπαχρήστου
------------------------------------------------------------

Είναι Σεπτέμβριος του 2023, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, κι ο Ερντογάν, πραγματοποιεί όλες τις διμερείς συναντήσεις με ομολόγους του και Πρωθυπουργούς στο «Σπίτι της Τουρκίας». Παρά τα όσα συνέβησαν στη Νέα Υόρκη το 2021, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, συναντήθηκε με τον επικεφαλής της Ορθοδοξίας στην Βόρεια Αμερική, Αρχιεπίσκοπο κ. Ελπιδοφόρο.

Η θρησκευτική διπλωματία αντιμετωπίζεται από την κοινωνία ακόμη με μεγάλη επιφυλακτικότητα και σοβαρές δυσκολίες, ως προς την αντίληψη του έργου που επιτελείται. Οι αντιδράσεις που προκαλούνται ακόμα και από επαγγελματίες διπλωμάτες έγιναν εμφανείς όταν ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής ξεπερνώντας προκαταλήψεις και στερεότυπα των λαϊκών, χωρίς να διστάσει από τις αναμενόμενες αντιδράσεις, εκπλήρωσε την αποστολή του σύμφωνα με τις επιλογές και την τάξη του Οικουμενικού Θρόνου. Ίσως οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς διπλωματίας καθιερώθηκαν με την Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648), που σφράγισε την λήξη του τριακονταετούς πολέμου, την σύγκρουση καθολικών και προτεσταντών, στην Δυτική Ευρώπη.

Πριν από μερικές ημέρες ο απόστρατος ναύαρχος Τζιχάντ Γιαϊτζή κατέθεσε μήνυση κατά της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και κατά του Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου, παρά τις κατά καιρούς διαμαρτυρίες και διαβήματα της Αγκύρας, για την χρήση του τίτλου «Οικουμενικός» και την υποδοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη, κατά τις ανά τον κόσμο επίσημες επισκέψεις του, με τιμές αρχηγού κράτους.

Για να γίνουν κατανοητά όλα όσα υπηρετεί η θρησκευτική διπλωματία θα ήταν σκόπιμο να διαβαστεί ξανά η ιστορία και η διπλωματική πραγματικότητα της μακραίωνης διπλωματίας των θρησκειών. Προηγουμένως, όμως, χρήσιμο είναι κοινωνικά, πολιτικά, και πολιτισμικά να γίνει αντιληπτό ότι στην Ορθοδοξία η συμπόρευση κράτους και πολιτείας δεν κυριαρχείται από πολιτικές που διαμορφώνει η θρησκεία, αλλά από αυτές που οι πολιτικοί επιλέγουν, βασισμένοι στην ισχύ του εκλογικού σώματος. Οι απόψεις, θρησκευτικές, κοινωνικές, και θεολογικές, εκφράζονται από τους επισκόπους και το πλήρωμα των Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά τα κράτη κυβερνώνται με νόμους που διαμορφώνονται και ψηφίζονται στα Κοινοβούλια από τους εκλεγμένους εκπροσώπους, οι οποίοι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά το δυνατόν, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, και τις απόψεις όλων των πλευρών της κοινωνίας.

Η Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δεν αναγνωρίζεται ούτε αναιρείται με πολιτική επιβολή. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, πολλούς αιώνες πριν ο εν αποστρατεία Τούρκος ναύαρχος νοιώσει την ανάγκη να μηνύσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη κκ. Βαρθολομαίο και τον εκπρόσωπό του στις ΗΠΑ, Αρχιεπίσκοπο κ. Ελπιδοφόρο, υιοθέτησαν την θρησκευτική Οικουμενική ισχύ του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Το ατόπημα του Τούρκου λαϊκού ξεπερνά κάθε αρχή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικής ανοχής, και παραβιάζει το πνεύμα και το γράμμα της Συνθήκης της Λωζάννης, που αναφέρεται στα δικαιώματα των ορθοδόξων Χριστιανών της Τουρκίας. Η άγνοια της θρησκευτικής ανοχής, αλλά και πιθανώς των σχετικών εδαφίων (σούρα) του Κορανίου από την πλευρά του απόστρατου Τούρκου ναυάρχου αναδεικνύει την απόσταση της θρησκευτικής αντίληψης που χωρίζει τον Ερντογάν ακόμη και από τους θρησκευόμενους ψηφοφόρους του, αν ο ναύαρχος συγκαταλέγεται μεταξύ τους.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Ο Ιησούς, Μέγας Αρχιερεύς της Χριστιανοσύνης, δια των Αποστόλων μετέφερε την ευλογία του στους επισκόπους, που τελούν τα μυστήρια της Χριστιανικής Θρησκείας. Η αρχή της ιεραρχίας των επισκόπων επιβλήθηκε στην Εκκλησία από το πολιτικό σύστημα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για την καλή οργάνωση και διοίκησή της. Κάθε μητρόπολη απόκτησε την σημασία της πόλης στην οποία έδρευε, όμως η ισότητα των επισκόπων δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.

Ο επίσκοπος Ρώμης αναγνωρίσθηκε ως πρώτος αποδίδοντας τα πρωτεία στον πρωτόκλητο των Αποστόλων Πέτρο, ο οποίος στη Ρώμη θεμελίωσε το Χριστιανισμό στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη (330 μ.Χ) ο επίσκοπός της αναγνωρίσθηκε ως δεύτερος στην εκκλησιαστική τάξη, παραμερίζοντας τους επισκόπους Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, σύμφωνα με τον 3ο κανόνα της Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη (381 μ.Χ). Αργότερα με τον 28ο κανόνα η 4η Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος αναγνώρισε ίσα πρεσβεία για τους επισκόπους Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια δυσαρεστημένες από την ιεράρχηση που επικράτησε εκκλησιαστικά δεν σταμάτησαν τον ανταγωνισμό με την Κωνσταντινούπολη. Ο ανταγωνισμός των δύο πρεσβυγενών πατριαρχείων με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως αρκετές φορές κατέληγε είτε σε αλλαγή πατριαρχών, κυρίως μετά την πίεση που ασκούσε η θεολογικά αλλά και αριθμητικά ισχυρή Αλεξάνδρεια, είτε σε θρησκευτικές διαφοροποιήσεις που επέφεραν θεολογικές συγκρούσεις. Σταδιακά το πλήρωμα της Χριστιανικής Εκκλησίας διασπάστηκε σε μονοφυσίτες, εικονολάτρες, εικονοκλάστες, θεολογικές τάσεις και αιρέσεις που ρυθμίσθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους. Μέχρι και σήμερα οι θρησκευτικές ρήξεις των πιστών διαμορφώνουν την ποικιλότητα των Χριστιανών σε Ορθοδόξους, Καθολικούς, Προτεστάντες/Καλβινιστές, Κόπτες, Συροχαλδαίους, Μαρωνίτες, Αρμένιους, Ουνίτες, και άλλες μικρότερες διαφοροποιήσεις στο Σώμα της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Τα πέντε Πατριαρχεία, Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, και Ιεροσολύμων χαρακτηρίζονται ως πρεσβυγενή και η τάξη που κατατάσσονται είναι τιμητική. Κυρίαρχη παραμένει η ισότητα των επισκόπων. Η εκκλησιαστική διοίκηση ήταν θέμα των πέντε πατριαρχών, γνωστή και ως πενταρχία. Για να λυθεί οποιοδήποτε δογματικό θέμα έπρεπε να συγκληθεί σύνοδος όλων των επισκόπων της οικουμένης, δηλαδή του τότε γνωστού χριστιανικού κόσμου. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι εξασφάλιζαν την ενότητα, δογματική και διοικητική, με αποφάσεις που δέσμευαν όλες τις χριστιανικές εκκλησίες και το πλήρωμά τους.

Η 4η Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ) με τον ΚΗ (28) κανόνα αναγνωρίζει στην Κωνσταντινούπολη ισότιμα ως πρεσβεία τιμής με τη Ρώμη και της παρέχει το δικαίωμα να χειροτονεί επισκόπους ανά τον κόσμο καθώς επίσης και επισκοπική δικαιοδοσία στην Θράκη, τον Πόντο, και την Ασιανή (Μικρά Ασία). Με τον τελευταίο Κανόνα Λ (30) υποβιβάζει την Αλεξάνδρεια στην πέμπτη θέση της τιμητικής σειράς των πρεσβυγενών πατριαρχείων, χωρίς όμως να μπορεί να παρέμβει στην δικαιοδοσία τους, τα οποία είχαν και συνεχίζουν να διατηρούν τα σαφέστατα γεωγραφικά όρια αρμοδιότητάς τους.

Η επιβολή των ενιαίων θεολογικών θέσεων που αποφασίσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους για την αντιμετώπιση των αιρέσεων συνέπτυξε και παγίωσε την αυτοκρατορική Εκκλησία ,που καθοδηγείτο από την Κωνσταντινούπολη, συρρικνωμένη μετά τις αιρέσεις, αλλά κυρίαρχη στον ελληνόφωνο κόσμο της Ανατολής και στο λατινόφωνο της Δύσης. Αργότερα, η ποιμαντική εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επεκτάθηκα πολύ πέραν των συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στους Σλάβους και στην Ευρώπη.

Ιστορικά και εκκλησιαστικά επιβεβαιώνεται ότι περί τα μέσα του 5ου αιώνα εμφανίζεται ο τίτλος «Οικουμενικός» για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Την ίδια εποχή στην Δυτική αυτοκρατορία επελαύνουν βάρβαροι και τον 7ο αιώνα εισβάλουν Άραβες στην Βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, και επεκτείνεται ο Μουσουλμανισμός. Το σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας μετά την τέταρτη Σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους σταυροφόρους δημιούργησαν τετελεσμένο ρήγμα που απομάκρυνε οριστικά τον Δυτικό από τον Ανατολικό χριστιανικό κόσμο. Όμως, το σχίσμα ισχυροποίησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ορθοδοξία της Ανατολικής Εκκλησίας. Παρά την ρήξη, η πενταρχία παραμένει με την ελπίδα ότι θα αρθούν τα αίτια του σχίσματος και η Χριστιανική Εκκλησία θα λειτουργήσεις δογματικά και διοικητικά στην βάση της πενταρχίας. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αναλαμβάνει τα πρωτεία μεταξύ ίσων, διατηρώντας την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σύμφωνα με τις αποφάσεις των Συνόδων της Εκκλησίας. Η αναγνώριση της Οικουμενικότητας του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται διαχρονικά από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς και, στην βάση της εκκλησιαστικής τάξης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης συνεκάλεσε την Πανορθόδοξο Σύνοδο/ Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, 17-26 Ιουνίου 2016).

Εμφανέστατη σε όλη την ιστορική αναδρομή της Χριστιανικής Εκκλησίας η διπλωματία των εκκλησιών που επιτυγχάνει να διατηρήσει την συνοχή της μέχρι το μεγάλο σχίσμα. Στην συνέχεια η δογματικά διαφοροποιημένη χριστιανική Δύση με διπλωματία των εκκλησιών επαναπροσεγγίζει σταδιακά την Ανατολική χριστιανοσύνη παραμερίζοντας δογματικές ακρότητες. Αποκορύφωμα της διπλωματίας των θρησκειών επιτυγχάνεται με την ιστορική συνάντηση του Πάπα της Ρώμης με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα. Από το 1965 με την λήξη της Β΄ Βατικανής Συνόδου έχουμε άρση των αναθεμάτων ή της ακοινωνησίας που θεσμοθετεί τον «διάλογο της Αγάπης», με συγκεκριμένες χειρονομίες ύψιστου θρησκευτικού συμβολισμού όπως η επιστροφή της κάρας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα. Ο διάλογος πραγματοποιείται με ίσους όρους. Δεν πρόκειται για διάλογο «εις υπεροχήν του ενός επί τους άλλου». Πρόκειται για διαπραγμάτευση, που με σύγχρονους διπλωματικούς όρους αναγνωρίζεται ως win-win διαδικασία.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΟΙ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο σύμφωνα με το εκκλησιαστικό πρωτόκολλο συνεχίζει να:
- καλεί όλους τους προκαθημένους, επισκόπους των ορθοδόξων εκκλησιών, σε Πανορθόδοξους Οικουμενικές Συνόδους,
- αναγνωρίζει το αυτόνομο ή το αυτοκέφαλο των ορθοδόξων εκκλησιών,
- εκλέγει τους επισκόπους των εκκλησιών της παγκόσμιας ορθοδόξου διασποράς, εκτός των περιοχών των άλλων πατριαρχείων, επιβεβαιώνοντας την αρχή απαγόρευσης της εισπήδησης στην εδαφική επικράτεια άλλου πατριαρχείου.

Ο Οικουμενικός Θρόνος ποτέ δεν επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως σε διενέξεις άλλων εκκλησιών, όμως, η προσφυγή ενός εκ των εμπλεκομένων στη βοήθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενεργοποιεί το προνόμιο του Πατριάρχη να παρέμβει και να δικάσει. Συνεπώς, ό,τι οριζόταν ως οικουμενικό για τον χριστιανικό κόσμο, παρά τον περιορισμό που επέφεραν τα σχίσματα, συνεχίζει να υφίσταται εκκλησιαστικά και ως εκ τούτου η Οικουμένη των χριστιανικών Εκκλησιών αποδίδει στον ανώτατο πνευματικό ηγέτη της, διαιτητή των δογματικών και διοικητικών διαφορών, τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Στην Ορθοδοξία υπάρχουν στιγμές που αμφισβητούνται τα όρια του πρωτείου και το εύρος της ισχύος του. Όμως οι εντάσεις και οι συζητήσεις που προκαλούνται, κυρίως από το πατριαρχείο Μόσχας , όπως συνέβη με την αποχή του από την Αγία και Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης, δεν μετέβαλλαν την ουσία του πρωτείου, έστω και αν κατά περιόδους οδηγούν σε αποστασιοποιήσεις και ομαδοποιήσεις εκκλησιών με συνέπεια να διακόπτεται οι κοινωνία και η ανταπόκριση στις οικουμενικές συγκλήσεις πατριαρχικών συνόδων. Τα τελευταία χρόνια, η Ορθοδοξία υποχρεώνεται να βιώνει την ένταση που προκαλεί το Πατριαρχείο Μόσχας που αμφισβητεί το δικαίωμα του εκκλήτου στον Οικουμενικό Πατριάρχη και την μονομερή δικαιοδοσία για την αυτονομία ή και το αυτοκέφαλο των εκκλησιών, όπως συμβαίνει και με την περίπτωση της Ουκρανίας, η οποία πέραν της εκκλησιαστικής πίεσης που υφίσταται από τη Μόσχα υφίσταται και τις συνέπειες ενός πολέμου που εξελίσσεται με στρατιωτικά μέσα και με συμμετέχουσες δυνάμεις Μουσουλμάνων Τσετσένων αυτονομιστών.

Ο πόλεμος και η πνευματική αυθαιρεσία της Μόσχας στρέφεται και κατά της μήτρας της σλαβικής Ορθοδοξίας και της Λαύρας των Σπηλαίων του Κίεβου. Η Ουκρανία έχει ζωτική σημασία για την Ρωσική Ορθοδοξία, που θεωρεί το Κίεβο λίκνο της. Η σκληρή στάση του Πατριαρχείου Μόσχας στρέφεται και κατά της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Το Πατριαρχείο Μόσχας προχώρησε στην διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας και μνημόνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχη παρά την διατήρηση της μνημόνευσης του Πατριάρχου Μόσχας από τον Οικουμενικό θρόνο. Η διπλωματία των εκκλησιών που ασκείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετωπίζεται με ακρότατη σκληρότητα από τον Πατριάρχη Μόσχας, όχι εξ αιτίας θρησκευτικών και θεολογικών διαφορών αλλά επειδή διαπιστωμένα έχει απωλέσει στην Ουκρανία το εκκλησιαστικό πλήρωμα, τους οικονομικούς πόρους, και αντικειμενικά έχει αποκοπεί από τις ρίζες, με συνέπεια να μη δικαιούται πλέον να φέρει τον τίτλο «πάσης Ρως».

Η Τουρκική Δημοκρατία, στην οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει την έδρα του από την δημιουργία του, έστω και αν ο εκκλησιαστικός θεσμός διοικητικά υπάγεται στο νομικό σύστημα της χώρας, επιλέγει να εμπλακεί στην εκκλησιαστική τάξη άλλης θρησκείας. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι δεν δικαιούται να διώξει την ΑΘΠ τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τα μέλη της Συνόδου για θέματα που αφορούν την θρησκευτική υπόσταση του Οικουμενικού Θρόνου. Η αναγνώριση της Ορθοδόξου Οικουμενικής υπόστασης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που αποδίδεται στον προκαθήμενο από τους Ορθοδόξους δεν τίθεται στην αμφισβήτηση αλλοθρήσκων, όπως και οι Χριστιανοί δεν δικαιούνται να αμφισβητούν πρωτεία που εξασφαλίζουν άλλες θρησκείες στους θρησκευτικούς λειτουργούς, θρησκευτικούς ηγέτες, ή και σε προσκυνηματικούς-λατρευτικούς χώρους.

Η Τουρκική Δημοκρατία, είτε αποδέχεται ότι αποτελεί συνέχεια της Οθωμανικής κληρονομιάς είτε του κεμαλικού καθεστώτος που εξελίσσεται σε ισλαμολαϊκή δημοκρατία, θα ήταν σκόπιμο να εφαρμόσει τις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου και του δικαίου περί μειονοτήτων, που επικαλέστηκε ο Πρόεδρος της Τουρκίας στην ομιλία του στην Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Απαίτησε σεβασμό των δικαιωμάτων των Μουσουλμάνων και των προσκυνημάτων τους σε διάφορα μέρη του κόσμου και, συνεπώς, η έννομη τάξη της χώρας του οφείλει να σέβεται την θρησκευτική διαφορετικότητα των υπηκόων της εξασφαλίζοντας όρους σιγουριάς που δεν θα επιτρέψουν εκτροπή με αφορμή τα θρησκευτικά δικαιώματα και τις αρμοδιότητες του Οικουμενικού Θρόνου της Ορθοδοξίας που εδρεύει στην ιστορική πόλη του Κωνσταντίνου. Εξ άλλου, η Συνθήκη της Λωζάννης επιβάλλει σεβασμό στα θρησκευτικά δικαιώματα των Χριστιανών, που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του διεθνούς συμβατικού κειμένου. Ο πρόεδρος Ερντογάν αντιλαμβανόμενος την σημασία της διπλωματίας των θρησκειών, από τη μια πλευρά προσπαθεί να προβάλει ως προστάτης των Μουσουλμάνων του κόσμου και –υπερβάλλοντας- απαιτεί Τούρκο εκπρόσωπο στο τζαμί της Αθήνας, από την άλλη ανέχεται πολίτες της Τουρκίας να στρέφονται κατά της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχη, αλλά και λειτουργών άλλων χριστιανικών δογμάτων. Η θρησκευτική του παιδεία, όμως, τον υποχρεώνει να αναγνωρίζει ότι η κοιτίδα του Ισλάμ δεν είναι στην Τουρκία, αλλά στη Μέκκα και τη Μεδίνα, στο Βασίλειο των Σαούντ, μια αξιωματική πραγματικότητα την οποία δεν δύναται να υπερβεί με οποιαδήποτε εκτροπή της διπλωματίας των θρησκειών.

Η θρησκευτική επίδραση στην κοινωνία των πολιτών διαμορφώνει πολιτικές δράσεις και αντιδράσεις χωρίς να χρειάζεται η Εκκλησία να αναζητήσει πολιτική έκφραση. Για παράδειγμα, το Ινστιτούτο Εξωτερικών Υποθέσεων (www.fainst.eu) έχει ασχοληθεί με θέματα της θρησκευτικής διπλωματίας. Έχει οργανώσει ήδη τρία διεθνή συνέδρια που μελέτησαν με το εύρος της διπλωματίας των εκκλησιών και επίσης την σημασία, συμβολική, πνευματική, και διπλωματική του Αγίου Όρους. Το τέταρτο συνέδριο που προγραμματίζεται για την αρχή του 2024 θα ασχοληθεί επισταμένως με τον ρόλο των πρεσβυγενών Πατριαρχείων με ιδιαίτερη προσοχή στα Πατριαρχεία Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, και Ιεροσολύμων.

Η θρησκευτική αναζήτηση ή ακόμη και η απόρριψη των θρησκευτικών αντιλήψεων δημιουργεί κοινωνικό διάλογο που εκκινεί από τους χώρους λατρείας, στους οποίους ο ιεροκήρυκας οποιασδήποτε θρησκείας αναλύει το μήνυμα του Θεού. Κήρυκας και πιστοί εμπλέκονται σε πνευματικό και έμπρακτο διάλογο που διαμορφώνει απόψεις, αποδεχόμενοι το δόγμα κάθε θρησκείας, το οποίο μπορεί σε μέρη της κοινωνίας να θεωρείται μονολιθικό, άτεγκτο, ή ακόμη και απορριπτέο. Όμως, ο κοινωνικός διάλογος εκκίνησε από συστάσεως των θρησκειών, αντιμετωπίσθηκε βίαια ή διαλεκτικά πολύ αργότερα, και επηρέασε διαφορετικές θρησκείες από την στιγμή που οι άνθρωποι άρχισαν να επικοινωνούν. Ειδωλολάτρες εκχριστιανίστηκαν, Χριστιανοί εξισλαμίστηκαν, Ρώσοι, Σλάβοι, Μογγόλοι, Ούννοι, Γότθοι, Οστρογότθοι, ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό, και από τον κοινωνικό διάλογο και την θεολογική αναζήτηση δημιουργήθηκαν αιρέσεις και σχίσματα στον κόσμο. Η οικουμενική διάσταση της θρησκείας διακρίνεται σε όλο τον κόσμο και δεν αφορά μόνο στην Ορθοδοξία.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας ενέχουν όλα τα χαρακτηριστικά της διπλωματίας. Αντιπροσωπείες των Πατριαρχείων συνέρχονται στους τόπους πραγματοποίησης των συνόδων αναγνωρίζοντας αποκλειστικά το δικαίωμα πρόσκλησης των συνέδρων στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος από τα μέσα του 5ου αιώνα αποκαλείται και αναγνωρίζεται από την οικουμενική Ορθοδοξία ως Οικουμενικός. Κατ΄ οικονομίαν της διπλωματίας και της γενικότερης διαθρησκειακής αναζήτησης, ίσως και αλλόθρησκος ηγέτης θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον τίτλο του προκαθημένου της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, αλλά δεν δικαιούται να τον διώξει ή να προκαλέσει πολέμους επειδή δεν αναγνωρίζει το πρωτείο που επιφυλάσσει η Ορθοδοξία στον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Η πρόκληση λαϊκού αλλόθρησκου προς την Οικουμενική Ορθοδοξία με τη μήνυση που καταθέτει κατά του θρησκευτικού της ηγέτη δημιουργεί σοβαρό θέμα για τη νομοθεσία της χώρας που παρέχει αυθαίρετα το νομικό πλαίσιο σε πολίτες της να στρέφονται κατά της θρησκευτικής διαφορετικότητας, αλλά και κάθε κοινωνικής διαφορετικότητας. Το ανακύπτον ζήτημα ξεπερνά τα όρια της ανταλλαγής απόψεων στα τραπέζια της διπλωματίας των θρησκειών. Αγγίζει σοβαρά θέματα θρησκευτικής ανοχής, θεμελιωδών ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων.

Ωστόσο, αφανής ή ευδιάκριτη η διπλωματία των θρησκειών δεν σταματά να παρεμβάλλεται στην καθημερινότητα των διεθνών σχέσεων, σχετιζόμενη με την κοινωνική συνοχή, την αλληλοκατανόηση και την καλή γειτονία. Ο διαθρησκειακός διάλογος αποτελεί ουσιαστική πτυχή της σύγχρονης διακρατικής και δημόσιας διπλωματίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κατά γενικότερη παραδοχή η διπλωματία αποτελεί μοναδική επιλογή της διεθνούς κοινότητας για να αποφεύγονται οι ένοπλες συγκρούσεις.

Οι επιθετικοί προσδιορισμοί που προτάσσονται της διπλωματίας όπως πολιτιστική, θρησκευτική, οικονομική, προσκυνηματική, τουριστική, προσθέτουν ποιοτικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά που καθιστούν την διπλωματία αποτελεσματικότερη μέσα από την εξειδικευμένη απαίτηση των κοινωνιών και των ηγεσιών των κρατών του συστήματος του οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών.

Οι θρησκευτικές προκλήσεις ενέχουν σκληρή αντιπαράθεση, υψηλής επικινδυνότητας για την συνοχή των κοινωνιών και την διεθνή αλληλοκατανόηση.

Η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει ότι οι θρησκευτικές συγκρούσεις οδηγούν σε ακρότατες αντιπαραθέσεις.

Ο διαθρησκειακός διάλογος και η διπλωματία των θρησκειών όταν κατορθώνουν να ξεπεράσουν ακόμη και δογματικές αντιθέσεις, όπως με αδελφική κατανόηση επέτυχαν η Καθολική και η Ορθόδοξη εκκλησία από το 1965 καθώς επίσης και ο αναπτυσσόμενος θρησκευτικός διάλογος μεταξύ των μεγάλων θρησκειών, τότε η θρησκευτική καταλλαγή προβάλλεται στις κοινωνίες δια της θρησκευτικής διπλωματίας και συμβάλλει σημαντικά στην δημιουργία προϋποθέσεων αμοιβαίας κατανόησης και εκτόνωσης των διεθνών εντάσεων.

Βιβλιογραφικές πηγές:
- Το πρώτο, δεύτερο, τρίτο Θρησκευτικό Συνέδριο του Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων (fainst.eu)
-«Μουσουλμανική Μειονότητα στην Θράκη και οι μειονότητες στην Ευρώπη 1923-2010», Θεόδωρος Θεοδώρου, Εκδόσεις Σπανίδη, Ξάνθη 2012
-«Η τρίτη Ρώμη», Αλέξανδρος Μασσαβέτας, εκδόσεις Πατάκη 2019
-4η Οικουμενική Σύνοδος και οι κυριότεροι κανόνες της, Wikipedia 2023
-Αθανασόπουλος Άγγελος «Προσωπικό μήνυμα προς τον Κοτζιά η απάντηση της Μόσχας για τις απελάσεις», στον ισότοπο in.gr, 6 Αυγούστου 2018
-Αγία και Μεγάλη Σύνοδος https://www.oac.gr

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved