Παγκοσμιοποίηση και Ανεργία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Παγκοσμιοποίηση και Ανεργία

Η Σκοτεινή Πλευρά της Ενοποίησης των Αγορών

Βάζοντας προϋποθέσεις εγχώριας παραγωγής προκειμένου να υπάρχει πρόσβαση στην εγχώρια αγορά είναι μια μορφή προστατευτισμού και ένας τρόπος να περιοριστεί η έξοδος θέσεων εργασίας και εργασιών προστιθέμενης αξίας από την χώρα. Και τούτη η αντίδραση είναι πιο συνηθισμένη από όσο υποθέτει κανείς. Ισχύει στην αεροδιαστημική βιομηχανία και στις δεκαετίες του 1970 και του 1908 και στις αυτοκινητοβιομηχανίες. Ποσοστώσεις για εισαγωγές ιαπωνικών προϊόντων στις ΗΠΑ οδήγησαν στην εξάπλωση της ιαπωνικής αυτοκινητοβιομηχανίας σε αμερικανικό έδαφος. Όμως, αν οι μεγάλες οικονομίες (όπως η κίνα, η Ιαπωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή οι ΗΠΑ) υιοθετήσουν προστατευτικά μέτρα σε μεγάλο εύρος, η παγκόσμια οικονομία θα υπονομευθεί. Εν τούτοις αυτό ακριβώς μπορεί να συμβεί αν προβλήματα όπως αυτό της απασχόλησης που επηρεάζουν τις ΗΠΑ δεν αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Συνυπολογίζοντας την πίεση στους κρατικούς προϋπολογισμούς σε όλα τα επίπεδα, το ταχέως αυξανόμενο κόστος της περίθαλψης, την εύθραυστη αγορά ακινήτων, την προσπάθεια να μειωθεί η κατανάλωση (μετά την οικονομική κρίση) και να αυξηθεί η αποταμίευση αλλά και με την πιθανότητα μιας δεύτερης οικονομικής κρίσης προ των πυλών, είναι εξαιρετικά απίθανο να δει κανείς την καθαρή απασχόληση στον αμερικανικό κλάδο «μη εμπορεύσιμων» αγαθών να αυξάνεται με το ρυθμό που αυξανόταν στο παρελθόν.

Η πτώση στην εγχώρια κατανάλωση κληροδότησε στις ΗΠΑ ένα έλλειμμα συνολικής ζήτησης. Μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις θα βοηθούσαν αλλά η δημοσιονομική εξυγίανση που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη κάνει την επέκταση των δημοσίων επενδύσεων δυσκολότερη. Στο μεταξύ, επειδή οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα προσαρμόζονται στα επίπεδα ζήτησης και τώρα η ζήτηση είναι χαμηλή εξαιτίας της κρίσης και της αυξημένης αποταμίευσης από τα νοικοκυριά, νέες επενδύσεις δεν πρόκειται να γίνουν μέχρις ότου αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση ή οι εξαγωγές. Συνεπώς, οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να εστιάσουν στην αύξηση των θέσεων εργασίας στον κλάδο των «εμπορεύσιμων» προϊόντων. Κάποια αύξηση θα προέλθει φυσιολογικά από το ανώτερο κομμάτι της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας του κλάδου αυτού. Αλλά το ερώτημα είναι εάν θα υπάρξει επαρκής αύξηση και εάν το επίπεδο εκπαίδευσης των αμερικανών εργαζομένων θα συνάδει με τις αυξημένες απαιτήσεις των θέσεων εργασίας αυτού του επιπέδου. Εδώ, υπάρχουν λόγοι να είναι κανείς σκεπτικός.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ

Είναι κοινή αντίληψη ότι η αγορά θα λύσει τις ανισότητες στην απασχόληση και τα εισοδήματα μόλις η κρίση τελειώσει και η ανάπτυξη επιστρέψει. Ο Warren Buffet και άλλοι ιδιαίτερα ευφυείς, έμπειροι και σημαντικοί opinion-makers το ισχυρίζονται ξεκάθαρα. Αλλά όπως αυτή η ανάλυση προτείνει, ίσως να μην έχουν δίκιο. Και όσο η δική τους άποψη κυριαρχεί στην αμερικανική κοινή γνώμη και την πολιτική των ΗΠΑ, θα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν με συστηματικό τρόπο ζητήματα σχετικά με τις διαρθρωτικές αλλαγές και την απασχόληση στις ΗΠΑ.

Αυτό που είναι αναγκαίο απέναντι στην καλοπροαίρετη αδράνεια είναι, πρώτον, να συμφωνηθεί ότι είναι βασικός στόχος η αποκατάσταση ικανοποιητικών ευκαιριών απασχόλησης για ολόκληρο το φάσμα των αμερικανών εργαζομένων. Με αυτό το σκοπό ως σημείο εκκίνησης, θα είναι πλέον απαραίτητο να αναπτυχθούν τρόποι αύξησης τόσο της ανταγωνιστικότητας όσο και της συμμετοχικότητας της αμερικανικής οικονομίας. Αλλά αυτό είναι εν πολλοίς αχαρτογράφητο έδαφος: τα ζητήματα κατανομής είναι δύσκολο να επιλυθούν γιατί απαιτούν διορθώσεις στο προϊόν των διεθνών αγορών χωρίς να γίνει μεγάλη ζημιά στην αποτελεσματικότητα ή την ελευθερία της διεθνούς οικονομίας. Αλλά πάλι, το να παραδεχτούμε ότι δεν είναι γνωστές όλες οι απαντήσεις είναι ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει κανείς.

Με δεδομένο ότι υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των διάφορων πολιτικών που εφαρμόζονται, ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τα προβλήματα ανισοκατανομής είναι πολύπλευρος και πολυμερής. Η σχετική γνώση αναφορικά με πολλά υποσχόμενες νέες τεχνολογίες και ευκαιρίες της αγοράς διαχέονται ανάμεσα στον επιχειρηματικό κόσμο, την κυβέρνηση, το εργατικό δυναμικό και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η γνώση αυτή πρέπει να συγκεντρωθεί και να μετατραπεί σε πρωτοβουλίες. Ο Πρόεδρος Ομπάμα δημιούργησε ήδη μια επιτροπή, υπό τον Jeffrey Immelt, τον επικεφαλής ( CEO) της General Electric, για να εστιάσουν σε θέματα ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης της αμερικανικής οικονομίας. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Αλλά θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επενδύσει κανείς όσο είναι αναγκαίο σε ανθρώπινο κεφάλαιο, τεχνολογία και υποδομές σε εποχές δημοσιονομικής στενότητας και μειούμενης απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Και τούτο, ενώ είναι γνωστό πως είναι απαραίτητο να γίνουν οι θυσίες αυτές σήμερα προκειμένου να υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης στο μέλλον.

Με δεδομένες τις διαρθρωτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην οικονομία των ΗΠΑ την εποχή αυτή (ειδικά η αυξανόμενη αξιολόγηση των εργαζομένων με υψηλή εκπαίδευση στο ανώτερο κομμάτι της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας) η Παιδεία πρέπει να ενισχυθεί. Όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει να μπορέσουν να συναγωνιστούν σε αυτό το κομμάτι της οικονομίας. Αλλά εάν ο στόχος αυτός είναι ξεκάθαρος, οι τρόποι για να τον πετύχει κανείς είναι πολύ λιγότερο καθαροί. Η βελτίωση των επιδόσεων του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί προτεραιότητα εδώ και αρκετά χρόνια αλλά τα αποτελέσματα δημιουργούν αμφιβολίες. Για παράδειγμα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) πραγματοποίησε μια σειρά τυποποιημένων τεστ, το Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών, σε περισσότερες από 60 χώρες, προηγμένες και αναπτυσσόμενες, προκειμένου να μετρήσει τις γνωστικές ικανότητες των μαθητών. Οι ΗΠΑ κατατάχθηκαν κοντά στο μέσο όρο της λίστας για την ανάγνωση και τις επιστήμες και πολύ πίσω από άλλες χώρες στα μαθηματικά.