Η σοφία της λιτότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η σοφία της λιτότητας

Οι ΗΠΑ πρέπει να αυτοπεριοριστούν αν θέλουν να προοδεύσουν

Παρά το βαθύ κομματικό χάσμα, ωστόσο, οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί έχουν συχνά βάλει στην άκρη τις διαφορές τους όταν πρόκειται για την εξωτερική πολιτική. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επανήλθαν στον απομονωτισμό των προηγούμενων περιόδων: και τα δύο κόμματα υποστήριξαν μαζικά προγράμματα για τον περιορισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια της θυελλώδους δεκαετίας του 1960, διαμορφώθηκε μια συναίνεση υπέρ της επιδίωξης μιας ύφεσης στις σχέσεις με τους Σοβιετικούς. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου δημιούργησαν διακομματική υποστήριξη για την ανάληψη δράσης εναντίον της Αλ Κάιντα και των συμμάχων της. Στη συνέχεια, στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, πολιτικοί από όλο το φάσμα αναγνώρισαν την ανάγκη να τελειώνουν οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Οι αμερικανοί πολιτικοί, όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πιεστικές προκλήσεις εξωτερικής πολιτικής, γενικά ξεπερνούν τις ιδεολογικές διαφορές τους και σφυρηλατούν κοινές πολιτικές, μερικές φορές διευρύνοντας τις παγκόσμιες δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλες φορές περιστέλλοντάς τις.

Σήμερα, οι εκλογικές πιέσεις υποστηρίζουν μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση στα διεθνή ζητήματα. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2009 από το Pew Research Center, το 70% των Αμερικανών προτιμά να μοιράζονται οι ΗΠΑ τον παγκόσμιο ηγετικό ρόλο παρά να τον κατέχουν μόνες τους. Και μια μελέτη του 2010 από το Chicago Council on Global Affairs διαπίστωσε ότι το 79% του πληθυσμού πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν το ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα περισσότερο από όσο έπρεπε. Ακόμη και σε ιερά και απαραβίαστα θέματα όπως ο αμυντικός προϋπολογισμός, το κοινό έχει επιδείξει προθυμία να μελετηθεί το ενδεχόμενο μειώσεων. Σε μια μελέτη του 2010 που πραγματοποιήθηκε από το «Πρόγραμμα για τη Δημόσια Διαβούλευση» στο Πανεπιστήμιο του Maryland, το 64% των ερωτηθέντων υιοθέτησε τη μείωση των αμυντικών δαπανών, υποστηρίζοντας μια μέση μείωση 109 δισ. δολαρίων στον αμυντικό προϋπολογισμό.

Ωστόσο, τα θεσμικά εμπόδια για μεταρρυθμίσεις παραμένουν. Όμως, όταν οι πρόεδροι ηγούνται, οι γραφειοκράτες σε μεγάλο βαθμό ακολουθούν. Τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις, αρχίζοντας με εκείνη του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ήταν σε θέση να δαμάσουν την αντίθεση του Κογκρέσου και να περάσουν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αναπροσαρμογών που τελικά είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο 100 στρατιωτικών βάσεων, εξοικονομώντας 57 δις. δολάρια. Στον αμυντικό προϋπολογισμό του 2010, η διοίκηση Ομπάμα πέτυχε την ακύρωση των σχεδίων για την απόκτηση επιπλέον F-22 Raptors παρά την άγρια αντίσταση από διάφορους λομπίστες, μέλη του Κογκρέσου και την ηγεσία της πολεμικής αεροπορίας. Ο προϋπολογισμός του 2010 περιλαμβάνει επίσης περικοπές για το ναυτικό, σχετικά με τον στόλο των σκαφών τεχνολογίας «στελθ» αλλά και για τον εξοπλισμό της επόμενης γενιάς επανδρωμένων στρατιωτικών οχημάτων εδάφους.

Έτσι, οι ισχυρισμοί ότι η λιτότητα είναι πολιτικά ανέφικτη ή απίθανη, είναι αβάσιμοι. Ακριβώς όπως μια πιο ταπεινή εξωτερική πολιτική δεν θα προκαλέσει ούτε αστάθεια ούτε παρακμή, οι εγχώριοι πολιτικοί παράγοντες δεν θα εμποδίσουν τις έγκαιρες μεταρρυθμίσεις. Για να χαράξουν μια νέα πορεία, οι αμερικανοί πολιτικοί χρειάζονται μόνο διορατικότητα και θέληση.

ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗΣ

Ακόμα κι αν μια πολιτική λιτότητας είναι δυνατόν να εφαρμοστεί, θα μπορέσει λειτουργήσει; Η ιστορική καταγραφή δείχνει ότι μπορεί. Από το1870, υπήρξαν 18 περιπτώσεις στις οποίες μια μεγάλη δύναμη έπεσε στην κατάταξη, όπως μετράται από το ΑΕΠ της σε σχέση με τα ΑΕΠ των άλλων μεγάλων δυνάμεων. Δεκαπέντε από αυτές τις φθίνουσες μεγάλες δυνάμεις προχώρησαν σε κάποια μορφή λιτότητας, αυτοσυγκράτησης δαπανών. Μακράν του να προκαλέσει επιθετικότητα, η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα αυτά τα κράτη να είναι πιο πιθανό να αποφύγουν στρατιωτικές διαμάχες και να ανακτήσουν την προηγούμενη θέση τους, αντίθετα από τις τρεις φθίνουσες μεγάλες δυνάμεις που δεν προχώρησαν σε μέτρα λιτότητας: Η Γαλλία τη δεκαετία του 1880, η Γερμανία στη δεκαετία του 1930 και η Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990. Τα κράτη αυτά δεν ανέκτησαν τις προηγούμενες θέσεις τους, σε αντίθεση με σχεδόν τα μισά από τα 15 κράτη που έκαναν οικονομίες, όπως, π.χ., η Ρωσία τη δεκαετία του 1880 και το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα.

Η λιτότητα λειτουργεί με διάφορους τρόπους. Ο ένας είναι με τη μετατόπιση δεσμεύσεων και πόρων από την περιφέρεια προς τον πυρήνα των συμφερόντων αλλά και τη διατήρηση των επενδύσεων στις πιο πολύτιμες γεωγραφικές και λειτουργικές περιοχές. Αυτό μπορεί να βοηθήσει να μειωθεί ο αριθμός των πιθανών σημείων ανάφλεξης με αναδυόμενους αντιπάλους, με τη μείωση των πιθανοτήτων τυχαίων συγκρούσεων καθώς και τη μείωση των κινήτρων των περιφερειακών δυνάμεων να εμπλακούν συγκρουσιακά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπεροχή υποχρεώνει ένα κράτος να υπερασπιστεί μια μεγάλη και εύθραυστη περίμετρο, μια πολιτική περιστολής του επιτρέπει να ανταποκριθεί στις σημαντικές απειλές, στον χρόνο και τον τόπο της επιλογής του. Η σύγκρουση δεν γίνεται εξ ολοκλήρου κατ’ επιλογήν, καθώς οι απειλές κατά των βασικών εθνικών συμφερόντων εξακολουθούν να πρέπει να απαντηθούν. Αλλά για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λιτότητα θα μειώσει τη συνολική αμυντική επιβάρυνση καθώς και τον κίνδυνο να βαλτώσει η άμυνα σε ένα οριακό αδιέξοδο.

Θα μπορούσε επίσης να ενθαρρύνει τους συμμάχους των ΗΠΑ να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τη συλλογική ασφάλεια. Μια τέτοια κατανομή βαρών θα ήταν πιο δίκαιη για τους αμερικανούς φορολογούμενους, οι οποίοι σήμερα επωμίζονται ένα δυσανάλογο βάρος για την ασφάλεια του κόσμου. Κάθε χρόνο, σύμφωνα με τον Christopher Preble του Cato Institute, πληρώνουν κατά μέσο όρο 2.065 δολάρια ο καθένας σε φόρους για να καλύψουν το κόστος της εθνικής άμυνας, σε σύγκριση με 1.000 δολάρια για τους Βρετανούς, 430 δολάρια για τους Γερμανούς και 340 δολάρια για τους Ιάπωνες.