Όταν τα νομίσματα καταρρέουν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν τα νομίσματα καταρρέουν

Θα ξαναζήσουμε την δεκαετία του 1930 ή του 1970;

Καθώς η διεθνής ρευστότητα έγινε σπάνια, οι κεντρικές τράπεζες και οι ιδιώτες επενδυτές αναζητούσαν απεγνωσμένα άλλα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή εναλλακτικές λύσεις έναντι του δολαρίου και της στερλίνας που ήταν ρευστοποιήσιμα και που υπήρχε η υπόσχεση ότι θα κρατήσουν την αξία τους. Τις βρήκαν στα νομίσματα των χωρών που ακολουθούσαν ακόμα τον κανόνα του χρυσού: το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ελβετία. Το ποσοστό των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε νομίσματα των χωρών αυτών αυξήθηκε από 10% του συνόλου το 1931 στο 20% το 1932 και 30% το 1933.
Το πρόβλημα ήταν ότι οι χώρες αυτές δεν ήταν μεγάλες αγορές. Καθώς οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι τους υιοθέτησαν μια στρατηγική υποτίμησης των δικών τους νομισμάτων, αυτές οι μικρότερες χώρες αντιμετώπιζαν όλο και περισσότερα προβλήματα ανταγωνισμού. Οι χώρες που ακολουθούσαν ακόμα τον κανόνα του χρυσού είδαν τις εξαγωγές τους να λιμνάζουν και βίωσαν ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Μέχρι το 1933, τα κράτη αυτά, που κάποτε θεωρήθηκαν ως προμαχώνες της σταθερότητας, φαινόταν όλο και πιο ευάλωτα. Κεφάλαια άρχισαν να εκρέουν, όχι να εισρέουν, καθώς οι κεντρικές τράπεζες κινήθηκαν για να ρευστοποιήσουν τα υπόλοιπά τους σε αυτές τις χώρες ώστε να αποφύγουν περαιτέρω απώλειες.

Καθώς οι αμφιβολίες αυξήθηκαν σχετικά με τη σταθερότητα της βελγικής και της γαλλικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, το ποσοστό των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε άλλα νομίσματα εκτός από στερλίνα και το δολάριο υποχώρησε σημαντικά το 1934, και στη συνέχεια έπεσε και πάλι το 1936, όταν η τελευταία χώρες που ακολουθούσε ακόμα τον κανόνα του χρυσού τν εγκατέλειψε και αυτή. Καθώς τα σύννεφα του πολέμου συγκεντρώθηκαν στην Ευρώπη, οι κεντρικές τράπεζες μετατόπισαν τα αποθέματά τους για ασφάλεια στη Νέα Υόρκη, προκαλώντας μια μικρή ανάκαμψη της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάρια. Αλλά αυτή η κίνηση ήταν μικρή σε σχέση με την προηγούμενη πτώση των αποθεμάτων σε δολάρια. Δεν ήταν αρκετή για να ανασυστήσει ένα λειτουργικό διεθνές νομισματικό σύστημα.

Το κενό που προκλήθηκε ήταν καταστροφικό. Η χαοτική ρευστοποίηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων έκανε τις πιστώσεις να σπανίζουν και άσκησε ανοδική πίεση στα επιτόκια τη χειρότερη δυνατή στιγμή, κάνοντας δύσκολο για τις επιχειρήσεις να χρηματοδοτήσουν όχι μόνο τις διεθνείς συναλλαγές τους αλλά και τις εγχώριες επενδύσεις τους. Οι άτακτες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών διατάραξαν τη ροή του εμπορίου, καθιστώντας δυσκολότερο για τις χώρες να πετύχουν την έξοδό τους από τη Μεγάλη Ύφεση. Έθνη που πλέον χάνουν χρυσό και συναλλαγματικά αποθέματα επιβάλλουν ελέγχους κεφαλαίου που παρεμποδίζουν τις ξένες επενδύσεις. Χρειάστηκαν χρόνια, για τα καλά μέσα στη μεταπολεμική περίοδο, για το διεθνές εμπόριο και τις διεθνείς επενδύσεις να ανακάμψουν στα επίπεδα που είχαν βρεθεί πριν από την κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Μετά την απώλεια της εμπιστοσύνης στα δύο βασικά νομίσματα του συστήματος, η αδυναμία των άλλων νομισμάτων να παρέχουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις έκανε αυτή τη διεθνή νομισματική κατάρρευση μια παγκόσμια καταστροφή.

ΤΟ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΟΡΦΗ

Στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς το 1944, εκπρόσωποι 45 εθνών συναντήθηκαν με στόχο τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς νομισματικού συστήματος για να αντικαταστήσει αυτό που είχε καταρρεύσει κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Στην πραγματικότητα, το νέο σύστημα έμοιαζε με τον προηγούμενο σε κεντρικά σημεία. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, οι τιμές των νομισμάτων ήταν ακόμα καθορισμένες, τώρα έναντι του δολαρίου. Τα αποθεματικά εξακολουθούσαν να κρατούνται σε συνδυασμό χρυσού και συναλλάγματος. Ο χρυσός εξακολουθούσε να αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών αποθεμάτων. Το δολάριο, το οποίο αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων, ήταν ακόμα μετατρέψιμο σε χρυσό με σταθερή τιμή, καθορισμενη στα 35 δολάρια την ουγγιά.

Υπήρξαν ορισμένες σημαντικές καινοτομίες, ωστόσο. Σύμφωνα με τους κανόνες που υιοθετήθηκαν στο Bretton Woods, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες θα μπορούσαν να αναπροσαρμόζονται. Ένας πολυμερής οργανισμός, το ΔΝΤ, ιδρύθηκε με στόχο την παρακολούθηση του συστήματος. Σε αντίθεση με την προηγούμενη εποχή, οι χώρες περιόριζαν πλέον τις διεθνείς κεφαλαιακές εισροές και εκροές. Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν βαθειά και ρευστή χρηματοπιστωτική αγορά ανοικτή στον υπόλοιπο κόσμο. Και μόνο τα επίσημοι ξένοι κάτοχοι συναλλάγματος είχαν το δικαίωμα να μετατρέψουν το βασικό νόμισμα του συστήματος, το δολάριο, σε χρυσό. Οι ιδιώτες κάτοχοι συναλλάγματος δεν είχαν το δικαίωμα να το πράξουν. Τέλος, από τη στιγμή που το σύστημα του Bretton Woods πήρε σάρκα και οστά, η βρετανική λίρα ήταν μόνο μια χλωμή σκιά του προηγούμενου εαυτού της. Το σύστημα τέθηκε σε πλήρη λειτουργία στα τέλη του 1958, όταν οι κύριες ευρωπαϊκές χώρες απομάκρυναν τους εναπομείναντες περιορισμούς τους σχετικά με την ικανότητα των ξένων επιχειρήσεων, των τραπεζών και των κυβερνήσεων να αγοράζουν ελεύθερα και να πωλούν συνάλλαγμα για συναλλαγές που συνδέονται με το εμπόριο.