Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας

Η σύγκρουση είναι μια επιλογή, όχι αναγκαιότητα

Από την κινεζική πλευρά, οι συγκρουσιακές ερμηνείες ακολουθούν μια αντίστροφη λογική. Βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια πληγωμένη υπερδύναμη, αποφασισμένη να εμποδίσει την άνοδο κάθε αμφισβητία, εκ των οποίων η Κίνα είναι ο πιο αξιόπιστος. Δεν έχει σημασία πόσο έντονα η Κίνα επιδιώκει τη συνεργασία, υποστηρίζουν ορισμένοι Κινέζοι: ο σταθερός στόχος της Ουάσιγκτον θα είναι να εγκλωβίσει μια αναπτυσσόμενη Κίνα με την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων και δεσμεύσεων σε Σύμφωνα και Συνθήκες, έτσι ώστε να την εμποδίσει να παίξει τον ιστορικό της ρόλο ως το Μέσο Βασίλειο. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε διατηρήσιμη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι αυτοκαταστροφική, δεδομένου ότι θα εξυπηρετήσει μόνο τον πρωταρχικό στόχο των ΗΠΑ για την εξουδετέρωση της Κίνας. Συστηματική εχθρότητα περιστασιακά θεωρείται ότι ενυπάρχει ακόμη και στις αμερικανικές πολιτιστικές και τεχνολογικές επιρροές, οι οποίες μερικές φορές παίρνουν μια μορφή σκόπιμης πίεσης για να διαβρώσει τη συναίνεση στο εσωτερικό της Κίνας και τις παραδοσιακές της αξίες. Οι πιο κατηγορηματικές φωνές υποστηρίζουν ότι η Κίνα διατηρεί αδικαιολόγητα παθητική στάση απέναντι σε εχθρικές τάσεις και ότι (για παράδειγμα, στην περίπτωση των εδαφικών ζητημάτων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας) η Κίνα θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτούς εκ των γειτόνων της με τους οποίους έχει αμφισβητούμενες αξιώσεις και στη συνέχεια, σύμφωνα με τα λόγια του στρατηγικού αναλυτή Λονγκ Τάο, «αιτιολογήστε, σκεφτείτε βήματα μπροστά και χτυπήστε πρώτοι πριν τα πράγματα σταδιακά ξεφύγουν από τα χέρια μας. . . ξεκινήστε μερικές πολύ μικρής κλίμακας μάχες που θα μπορούσαν να αποτρέψουν τους προβοκάτορες από το να προχωρήσουν περαιτέρω».

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΠΡΟΛΟΓΟ

Υπάρχει, λοιπόν, κάποια βάση στην αναζήτηση μιας σχέσης συνεργασίας ΗΠΑ-Κίνας και των πολιτικών που αποβλέπουν να την επιτύχουν; Σίγουρα, η άνοδος των νέων δυνάμεων ιστορικά οδήγησε συχνά σε σύγκρουση με καθιερωμένες χώρες. Όμως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είναι αμφίβολο αν οι ηγέτες που πήγαν τόσο ανέμελα σε έναν παγκόσμιο πόλεμο το 1914, θα το είχαν πράξει αν γνώριζαν πώς θα ήταν ο κόσμος στο τέλος του. Οι σύγχρονοι ηγέτες δεν μπορούν να διατηρούν καμιά τέτοια αυταπάτη. Ένας μεγάλος πόλεμος ανάμεσα σε αναπτυγμένες χώρες που διαθέτουν πυρηνικά θα φέρει απώλειες και ανακατατάξεις που είναι αδύνατο να έχουν σχέση με υπολογίσιμους στόχους. Ένα προληπτικό χτύπημα είναι το μόνο που δεν αποκλείεται, ειδικά για μια πλουραλιστική δημοκρατία όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Αν προκληθούν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνουν ό, τι πρέπει για να διατηρήσουν την ασφάλειά τους. Αλλά δεν θα πρέπει να υιοθετήσουν την αντιπαράθεση ως μια στρατηγική επιλογή. Στην Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που έχει ειδικευτεί μέσα στο πέρασμα των αιώνων στη χρήση της παρατεταμένης σύγκρουσης ως μια στρατηγική επιλογή και του οποίου το δόγμα δίνει έμφαση στην ψυχολογική εξάντληση του αντιπάλου. Σε μια πραγματική σύγκρουση, οι δύο πλευρές έχουν τις ικανότητες και την ευστροφία να προκαλέσουν καταστροφικές ζημιές η μια στην άλλη. Μέχρι τη στιγμή που μια τέτοια υποθετική πυρκαγιά θα πλησίαζε στο να σβήσει, όλοι οι συμμετέχοντες θα απέμεναν εξαντλημένοι και εξασθενημένοι. Θα μπορούσαν τότε να υποχρεωθούν να αντιμετωπίσουν εκ νέου το ίδιο ζητούμενο που τους φέρνει αντιμέτωπους σήμερα: την κατασκευή μιας διεθνούς τάξης στην οποία και οι δύο χώρες θα είναι σημαντικές συνιστώσες.

Τα σχέδια περιορισμού του αντιπάλου τα οποία προέρχονται από τις στρατηγικές του Ψυχρού Πολέμου που χρησιμοποιήθηκαν από αμφοτέρους απέναντι στην επεκτατική Σοβιετική Ένωση δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις τρέχουσες συνθήκες. Η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν αδύναμη (εξαιρουμένης της στρατιωτικής παραγωγής) και δεν επηρέαζε την παγκόσμια οικονομία. Μόλις η Κίνα διέκοψε τους δεσμούς της και αποτίναξε τους σοβιετικούς συμβούλους, λίγες χώρες εκτός από εκείνες που εξαναγκάσθηκαν να απορροφηθούν στην σοβιετική σφαίρα είχαν στενή οικονομική σχέση με τη Μόσχα. Η σύγχρονη Κίνα, αντίθετα, είναι ένας δυναμικός παράγοντας στην παγκόσμια οικονομία. Είναι ένας κύριος εμπορικός εταίρος για όλους τους γείτονές της και για τις περισσότερες από τις δυτικές βιομηχανικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια παρατεταμένη αντιπαλότητα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών θα μεταβάλει την παγκόσμια οικονομία με ανησυχητικές συνέπειες για όλους.

Ούτε η Κίνα θα βρει ότι η στρατηγική που ακολούθησε στην δική της σύγκρουση με την Σοβιετική Ένωση ταιριάζει σε μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνο λίγες χώρες - και όχι ασιατικές - θα αντιμετωπίσουν μια αμερικανική παρουσία στην Ασία ως «δάχτυλα που πρέπει να κοπούν» (όπως είχε πει με αυτή τη γραφική φράση ο Ντενγκ Χσιαοπίνγκ για τις προωθημένες θέσεις των σοβιετικών στρατευμάτων). Ακόμη και εκείνα τα ασιατικά κράτη που δεν είναι μέλη συμμαχιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν την καθησυχαστική αμερικανική πολιτική παρουσία στην περιοχή, όπως και εκείνη των αμερικανικών δυνάμεων σε κοντινές θάλασσες ως εγγυητή του κόσμου στον οποίο έχουν συνηθίσει να ζουν. Η προσέγγισή τους αυτή υποστηρίχθηκε από έναν ανώτερος αξιωματούχο της Ινδονησίας σε έναν Αμερικανό ομόλογό του: «μην μας αφήνετε, αλλά και μη μας κάνετε να επιλέξουμε».