Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας

Η σύγκρουση είναι μια επιλογή, όχι αναγκαιότητα

Η πρόσφατη στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας δεν είναι από μόνη της ένα εξαιρετικό φαινόμενο: πιο ασυνήθιστο θα ήταν αν η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φυσικών πόρων δεν μετέφραζε την οικονομική της ισχύ σε κάποια αύξηση των στρατιωτικών της ικανοτήτων. Το ζήτημα είναι αν η ενίσχυση έχει κάποια όρια και ποιον σκοπό εξυπηρετεί. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν κάθε πρόοδο των κινεζικών στρατιωτικών δυνατοτήτων ως εχθρική πράξη, γρήγορα θα βρεθούν μπλεγμένες σε μια ατελείωτη σειρά διαφωνιών για λογαριασμό απόκρυφων σκοπών. Αλλά η Κίνα πρέπει να γνωρίζει, από τη δική της ιστορία, την αχνή διαχωριστική γραμμή μεταξύ αμυντικών και επιθετικών ικανοτήτων και τις συνέπειες του άκρατου ανταγωνισμού των εξοπλισμών.

Οι ηγέτες της Κίνας θα έχουν τους δικούς τους ισχυρούς λόγους για να απορρίψουν τις εγχώριες εκκλήσεις υπέρ μιας εχθρικής προσέγγισης - όπως άλλωστε έχουν διακηρύξει δημόσια. Η αυτοκρατορική επέκταση της Κίνας ιστορικά έχει επιτευχθεί από την όσμωση και όχι την κατάκτηση, ή ακόμα και από την ενσωμάτωση στον κινεζικό πολιτισμό κατακτητών που στη συνέχεια προσθέτουν τα δικά τους εδάφη στην κινεζική επικράτεια. Το να κυριαρχηθεί στρατιωτικά η Ασία θα είναι μια τρομερή επιχείρηση. Η Σοβιετική Ένωση, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, συνόρευε με μια σειρά από αδύναμες χώρες ξεζουμισμένες από τον πόλεμο και την κατοχή και εξαρτώμενες από την αφοσίωση αμερικανικών δυνάμεων για την άμυνά τους. Η Κίνα αντιμετωπίζει σήμερα τη Ρωσία στα βόρεια. Την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, με τις αμερικανικές στρατιωτικές συμμαχίες, στα ανατολικά. Το Βιετνάμ και την Ινδία στο νότο. Και την Ινδονησία και τη Μαλαισία που δεν είναι μακριά. Αυτό δεν είναι ένα περιβάλλον που ευνοεί την κατάκτησή του. Είναι πιο πιθανό να αυξήσει τους φόβους για περικύκλωση. Κάθε μία από αυτές τις χώρες έχει μια μακρά στρατιωτική παράδοση και θα αποτελέσει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, αν απειληθεί το έδαφός της ή η ικανότητά της να ασκεί ανεξάρτητη πολιτική. Μια μαχητική κινεζική εξωτερική πολιτική θα ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ όλων ή τουλάχιστον κάποιων από αυτά τα έθνη, προκαλώντας τον ιστορικό εφιάλτη της Κίνας, όπως συνέβη κατά την περίοδο 2009-10.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΚΙΝΑ

Ένας άλλος λόγος για κινεζική αυτοσυγκράτηση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, είναι η εγχώρια προσαρμογή που αντιμετωπίζει η χώρα. Το χάσμα στην κινεζική κοινωνία μεταξύ των ανεπτυγμένων παράκτιων περιοχών και των υπανάπτυκτων δυτικών περιοχών έχει κάνει τον στόχο του Χου για μια «αρμονική κοινωνία» εξίσου συναρπαστικό και φευγαλέο. Πολιτιστικές αλλαγές επιτείνουν την πρόκληση. Οι επόμενες δεκαετίες θα δουν, για πρώτη φορά, την πλήρη επίπτωση των οικογενειών ενός τέκνου στην ενήλικη κινεζική κοινωνία. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα τροποποιήσει τα πολιτισμικά πρότυπα σε μια κοινωνία στην οποία οι μεγάλες οικογένειες έχουν παραδοσιακά τη φροντίδα των ηλικιωμένων και των αδύναμων. Όταν τέσσερις παππούδες και γιαγιάδες ανταγωνίζονται για την προσοχή ενός παιδιού και επενδύουν σε αυτό τις προσδοκίες τους για πολλούς απογόνους, ένα νέο πρότυπο για πιεστικά επιτεύγματα και τεράστιες, ίσως ανεκπλήρωτες, προσδοκίες μπορεί να προκύψει.

Όλες αυτές οι εξελίξεις θα περιπλέξουν περαιτέρω τις προκλήσεις της κυβερνητικής μετάβασης της Κίνας που, ξεκινώντας από το 2012 μέσα στο οποίο η Προεδρία, η αντιπροεδρία, η μεγάλη πλειοψηφία των εδρών του Πολιτικού Γραφείου της Κίνας, το Συμβούλιο Επικρατείας, η Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή και χιλιάδες άλλες βασικές εθνικές και επαρχιακές θέσεις θα πρέπει να στελεχωθούν με νέους διορισμούς. Η νέα ηγετική ομάδα θα αποτελείται, ως επί το πλείστον, από τα μέλη της πρώτης κινεζικής γενιάς εδώ και ενάμιση αιώνα, η οποία έχει ζήσει όλη της τη ζωή σε μια χώρα εν ειρήνη. Η πρωταρχική πρόκλησή της θα είναι να βρει έναν τρόπο να διοικήσει μια κοινωνία σε καθεστώς επανάστασης από τις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, την πρωτοφανή και ραγδαία επέκταση των τεχνολογιών της επικοινωνίας, μια αδύναμη παγκόσμια οικονομία και τη μετανάστευση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων από την ύπαιθρο της Κίνας στις πόλεις της. Το μοντέλο της διακυβέρνησης που θα προκύψει, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι μια σύνθεση των σύγχρονων ιδεών και των παραδοσιακών κινεζικών πολιτικών και πολιτιστικών αντιλήψεων, και η αναζήτηση της εν λόγω σύνθεσης θα αποτελέσει το συνεχιζόμενο δράμα της εξέλιξης της Κίνας.

Αυτές οι κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές είναι απαραίτητο να παρακολουθηθούν με ενδιαφέρον και ελπίδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια άμεση αμερικανική παρέμβαση δεν θα ήταν ούτε σοφή ούτε παραγωγική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν, όπως πρέπει, να γνωστοποιούν τις απόψεις τους για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για κάποιες ξεχωριστές περιπτώσεις. Και, μέρα με την ημέρα, η συμπεριφορά τους θα εκφράζει την εθνική προτίμησή τους υπέρ των δημοκρατικών αρχών. Όμως, ένα συστηματικό σχέδιο για τον μετασχηματισμό των θεσμών της Κίνας μέσω διπλωματικής πίεσης και οικονομικών κυρώσεων είναι πιθανό να αποτύχει και να απομονώσει τους πολύ φιλελεύθερους τους οποίους είχε σκοπό εξ αρχής να βοηθήσει. Στην Κίνα, κάτι τέτοιο θα ερμηνευόταν από μια σημαντική πλειοψηφία πολιτών μέσα από το πρίσμα του εθνικισμού, ξαναφέρνοντας στη μνήμη προηγούμενες εποχές ξένων επεμβάσεων.

Αυτό που η κατάσταση ετούτη απαιτεί, δεν είναι η εγκατάλειψη των αμερικανικών αξιών, αλλά η διάκριση μεταξύ του πραγματοποιήσιμου στόχου και του απόλυτου στόχου. Η αμερικανο-κινεζική σχέση δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα παιχνίδι ισοδύναμου αποτελέσματος, ούτε μπορεί η εμφάνιση μιας ευημερούσας και ισχυρής Κίνας να εκληφθεί από μόνη της ότι θα αποτελεί μια αμερικανική στρατηγική ήττα.